ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

 

 

 

Εδώ και είκοσι χρόνια απομονώνομαι στα μέσα του καλοκαιριού στο ερημητήριό μου για να μαζέψω τις ψηφίδες του νομού και να τις αφιερώσω στο ιερό τέμενος του Γουτεμβέργιου.

Η γεροντική αϋπνία, που δοκιμάζει τις αντοχές μου την τελευταία δεκαετία, με αναγκάζει επιτακτικά να εγκαταλείπω γύρω στο χάραμα το ερημητήριό μου και οπλισμένος να εγκαταλείπω γύρω στο χάραμα το ερημητήριό μου και οπλισμένος με την ξύλινη βακτηρία, όχι βέβαια ακόμη για στήριγμα –θα έρθει κι αυτό κάποτε- αλλά για να αμυνθώ από την επιθετικότητα των αδέσποτων τετράποδων, τα οποία, κάνοντας κατάχρηση της υπερπροστατευτικής νομικής διάταξης, που τελευταία πήρε αυστηρές διαστάσεις, εκδηλώνουν τα μακροχρόνια απωθημένα τους στη θέα της βακτηρίας.

Καλή δεν λέω και η ξενοφιλία, όμως πώς μπορείς να παραβλέψεις τον άγραφο νόμο της αυτοπροστασίας; Και τότε εκών άκων κραδαίνεις τη βακτηρία και επιτίθεσαι, όχι βέβαια για να προκαλέσεις πόσο στα ενσπείροντα τον τρόμο και τη σύγχυση τετράποδα, αλλά για να περιορίσεις όσο σου είναι μπορετό την αναιτιολόγητη επιθετικότητά τους.

Μα θα μου πεις, καλέ μου φίλε, ότι και αυτά είναι ζωντανά και σαν τέτοια έχουν δικαιώμα στη ζωή. Δεν αντιλέγω. Έτσι έχει ο άγραφος και ο γραπτός νόμος της ζωής. Δεν αντιλέγω. Έτσι έχει ο άγραφος και ο γραπτός νόμος της ζωής. όμως το να συγχύζεσαι και να θέτεις σε κίνδυνο τη λαβωμένη αντλία του αίματός σου, δίκαια οργίζεσαι. Και ορκίζεσαι όχι βέβαια εναντίον των τετραπόδων τόσο, όσο εναντίον εκείνων των σνομπ, που, για να ανεβάσουν το ίματζ τους – τρομάρα τους- αλλά και για να ενισχύσουν το μειωμένο αίσθημα της κοινωνικής παρουσίας τους, αγοράζουν ή τους δωρίζουν ένα τετράποδο και αφού διαπιστώσουν ασύμφορη την παρουσία του- έξοδα συντήρησης, διατροφής, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, υποχρεωτική αφιέρωση του ελεύθερου χρόνου για τη σκυλοβόλτα, αποφασίζουν να απαλλαγούν από την παρουσία τους, δείχνοντάς τα την πόρτα της εξόδου, χωρίς να νοιάζονται για τις αναπόφευκτες δυσμενείς επιπτώσεις, που μοιραία ακολουθούν.

Τα έχω και με την οργανωμένη Πολιτεία, η οποία, μολονότι διαθέτει τα σχετικά με τη διατροφή και διαβίωση των τετραπόδων, πλημμελώς επιδίδεται στην επιμέλειά τους, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις, που συνεπάγεται η αδέσποτη παρουσία τους. Αφήνω και το άλλο που καθωσπρέπει κύριοι, συνοδοί των τετραπόδων, τα αφήνουν υπομονετικά να ουρήσουν ή να αφοδεύσουν επί των πεζοδρομίων με αποτέλεσμα να νοιώθεις αποκρουστικά ατενίζοντας τα περιττώματά τους.

Αλήθεια, οι σνομπ αυτοί κύριοι, δεν γνωρίζουν ότι βγάζοντας το κατοικίδιο για τον πρωινό ή απογευματινό περίπατο οφείλουν να έχουν μαζί τους γάντια μιας χρήσης και σακούλα και υποκλινόμενοι να προστατεύσουν το περιβάλλον από την αποκρουστική και επικίνδυνη για την υγεία των δίποδων λογικών όντων; Αλλά ας μην τους πάρει όλους η μπάλα. Υπάρχουν και κάποιοι, πιστοί τηρητές του νόμου, που τους βγάζεις το καπέλο.

Μα αρκετά ρίξαμε τη χολή. Έχει όμως και συγκινητικές στιγμές η παρουσία των τετραπόδων. Στον καθιερωμένο πρωινό μου περίπατο στο πεζοδρόμιο της οδού Μ. Μερκούρη, όπου αρκετές φορές προβαίνω σε ελαφρούς διασκελισμούς για να αποφύγω τις φυσικής κατασκευής βόμβες, συναντώ κι έναν σκυλούλι, που ενώ δεν είναι και τόσο συμπαθής στην πρώτη θέα, κατάμαυρο το τρίχωμά του –εκ χαρακτήρος αντιπαθώ το μαύρο χρώμα είτε πρόκειται για ενδυμασία δηλωτική δυσαρέστου γεγονότος είτε είναι επιταγή του συρμού, τον ακολουθούν κάποιες κάποιοι άνδρες και γυναίκες, όμως, όταν τον πλησίασα –είχε βγάλει το κεφαλάκι του από το πλεχτό κάγκελο της εξώπορτας, είδα τα γλυκά του ματάκια σε διάφορες αποχρώσεις. Του μίλησα τρυφερά κι εκείνος άρχισε να κουνά πέρα δώθε την κουλουριαστή ουρίτσα του, σημάδι διάθεσης για σύναψη φιλίας. Του ξαναμίλησα κι εκείνος άρχισε να κουνάει πέρα δώθε το κεφαλάκι του, να ανοίγει το στόμα του, να βγάζει τη γλώσσα του με τα κατάλευκα ριζάτα δοντάκια του, να βγάζει τη γλώσσα του και να επιχειρεί να γλείψει το χέρι μου, που το είχα απλώσει για να τον χαϊδέψω.

Έμεινα λίγα λεπτά κοντά του, όμως η ανελέητη κλεψύδρα του χρόνου με πίεζε να συνεχίσω την καθιερωμένη πορεία. Το επέτασσε η υγεία μου. Του υποσχέθηκα ότι θα ξαναμιλήσουμε στο γυρισμό. Στο γυρισμό, λίγα μέτρα πριν την κατοικία του και μολονότι δεν είχε θέα προς εμέ, λόγω καμπής του δρόμου, έβγαλε το κεφαλάκι του και με περίμενε. Συνομιλήσαμε ο καθένας μας στη γλώσσα του. Εγώ στη δική μου και εκείνος στη γλώσσα του σώματος και των συναισθημάτων του. Τον αποχαιρέτησα. Απογοητευμένος αποσύρθηκε στα ενδότερα της αυλής. Προηγουμένως όμως του υποσχέθηκα ότι ξαναπεράσω την επομένη. Τήρησα την υπόσχεσή μου και νάτος πάλι στα κάγκελα. Τα είπαμε για λίγο.

Αυτό γίνεται κάθε πρωί. Πώς μπορείς να επιρρίπτεις ψόγο σ’ ένα τέτοιο τετράποδο, που συνεννοείται τόσο ξεκάθαρα μαζί σου με τη δική του γλώσσα; Έχεις υποχρεώσεις να το αγαπήσεις και να συνδιαλεχθείς μαζί του. Σου απαλύνει την πικρία που νιώθεις από την κακία του συνανθρώπου σου. Μια όμορφη νότα της ζωής. όμως είναι τόσο λίγες οι τέτοιου είδους νότες. Ας είναι, έστω και αυτές. Ας μην είμαστε λοιπόν πλεονέκτες. Εξάλλου το καλό δεν βρίσκεται στο πολύ, αλλά στο λίγο και εκλεκτό.