ΑΡΘΡΟ

Της Σωτηρίας Γιαννακοπούλου

Πτυχιούχου του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.

 

 

 

Τη διευθέτηση του Κυπριακού επαναφέρει στο τραπέζι των συζητήσεων ο ΟΗΕ με τη σύγκληση της πενταμερούς άτυπης συνάντησης στις 27 με 29 Απριλίου στη Γενεύη, αποσκοπώντας στην εύρεση κοινού εδάφους στην αρένα των διαπραγματεύσεων. Στόχος του η αποκλιμάκωση των εντάσεων, η οποία εγγυάται τη σταθερότητα και την ανάπτυξη της περιοχής, σε μία ζώνη που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της αυξανόμενης οικονομικής και στρατηγικής της σημασίας. Στη διάσκεψη θα συμμετέχουν οι Νίκος Αναστασιάδης και Ερσίν Τατάρ, εκπροσωπώντας τις δύο κοινότητες στην Κύπρο και οι Υπουργοί Εξωτερικών των τριών εγγυητριών δυνάμεων Ελλάδας, Τουρκίας και Βρετανίας.

Όσο αισιόδοξος και αν θέλει να παρουσιάζεται στις δηλώσεις του, ο ΟΗΕ δεν επρόκειτο να εκβιάσει καταστάσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προτίθεται να εγκαταλείψει τις προσπάθειες περί συνθηκολόγησης των δύο μερών. Τις ίδιες προθέσεις παρουσιάζει και η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία εξέφρασε το ενδιαφέρον της για το θέμα, δεσμευόμενη για τη συμμετοχή της στις διαπραγματεύσεις στο ρόλο του παρατηρητή, επιδιώκοντας την ανάπτυξη ενός παραγωγικού διαλόγου που θα επιφέρει την οριστική λύση. Οι γραμμές που επρόκειτο να τηρήσει ως προς τους δύο κύριους συνομιλητές είναι συγκεκριμένες και γνωστές. Σύμφωνα με την επιστολή Μισέλ προς στον Πρόεδρο Αναστασιάδη στα τέλη Ιανουαρίου, η Ε.Ε. επιμένει στην ομοσπονδιακή λύση του ζητήματος, ενώ έχει πολλάκις ξεκαθαρίσει στη Τουρκία ότι δεν επρόκειτο να συναινέσει για τη συγκρότηση δύο Κυπριακών κρατών. Σχολιάζοντας την πορεία των συζητήσεων για το Κυπριακό, οριοθετεί τη θέση της, υπογραμμίζοντας ότι επιθυμεί «ένα σταθερό και ασφαλές περιβάλλον στην Ανατολική Μεσόγειο για την ανάπτυξη συνεργασιών και αμοιβαίων επωφελών σχέσεων μεταξύ όλων των εταίρων της περιοχής, διμερώς και πολυμερώς, για το στρατηγικό συμφέρον της Ε.Ε.». Οι κοινές αποστάσεις που τείνει να κρατά έναντι του θέματος δεν είναι τυχαίες, δεδομένων των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων ισχυρών μελών της Ένωσης με την Τουρκία, όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία, οι οποίες δεν θα ήθελαν σε καμία περίπτωση να εναντιωθούν απροκάλυπτα έναντι των τουρκικών θέσεων.

Παρά τις αισιόδοξες προσεγγίσεις των διεθνών παικτών, οι άμεσοι εμπλεκόμενοι στο διπλωματικό παιχνίδι δεν φαίνεται να έχουν τέτοιου είδους διαθέσεις, γνωστοποιώντας τα σημεία πάνω στα οποία θα βασίσουν την επιχειρηματολογία τους, θέτοντας κάθετες γραμμές ως προς τις διεκδικήσεις και τις επιθυμίες τους. Λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση της διάσκεψης, ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου τόνισε ότι δεν δέχεται τη συμμετοχή της Ε.Ε. ως παρατηρητή στις συνομιλίες, περιθωριοποιώντας οποιαδήποτε παρέμβασή της. Όσον αφορά τις διεκδικήσεις της τουρκοκυπριακής πλευράς, ο Εργκιούν Ολγκιούν, ένας από τους κύριους διαπραγματευτές της, επισήμανε ότι

προτεραιότητά τους αποτελεί η αναγνώριση της «κυριαρχικής ισότητας και του ισότιμου διεθνούς καθεστώτος» των δύο πλευρών στην Κύπρο, τονίζοντας ότι η λύση βρίσκεται στη «δίκαιη, ρεαλιστική και βιώσιμη συμφιλίωση», η οποία, όπως υποστηρίζει, στηρίζεται στην αποδοχή της υφιστάμενης πραγματικότητας. Επιπλέον, στις δηλώσεις του αναφέρει ότι βρίσκονται σε πλήρη ετοιμότητα όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις, με τη συμβολή δικηγόρων και ακαδημαϊκών με εμπειρία στο ζήτημα και συμμετοχή σε ανάλογες διασκέψεις, οι οποίοι και θα στηρίξουν τις θέσεις της τουρκοκυπριακής πλευράς.

Αδιαμφισβήτητα, οι κινήσεις των Τουρκοκύπριων είναι σκηνοθετημένες σύμφωνα με τις οδηγίες της Άγκυρας, η οποία για άλλη μία φορά βρίσκει την ευκαιρία να εκτοξεύσει τα βέλη της προς την Ελλάδα, διαλαλώντας ότι οι ελληνοκύπριοι ευθύνονται για τη στάσιμη πορεία του Κυπριακού ζητήματος και τις άκαρπες συζητήσεις στο Κραν Μοντάνα. Ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσολγου, σχολιάζοντας τη νέα διάσκεψη, αναφέρει ότι οι μέχρι τώρα προσπάθειες για την εύρεση λύσης ναυάγησαν, επειδή η ελληνική πλευρά τις εμπόδισε, ρίχνοντας στην Αθήνα την ευθύνη για την διαιώνιση της αστάθειας στην περιοχή. Ακόμη, ο ίδιος υπογράμμισε την αναγκαιότητα διευθέτησης του ενεργειακού ζητήματος και των κοιτασμάτων στην Κυπριακή ΑΟΖ. Όπως δηλώνει «θα δούμε και το ενεργειακό ζήτημα, εκεί που λέμε πως πρέπει να υπάρξει δίκαιος διαμοιρασμός ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους. Έπειτα, θα ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για μια μόνιμη λύση».

Στην αντίπερα όχθη, ο Πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Αναστασιάδης σε γραπτή του δήλωση αναγνωρίζει τις προσπάθειες των Ηνωμένων Εθνών για τη εκ νέου ανάπτυξη των συζητήσεων, όντας εξίσου αποφασιστικός ως προς τις διεκδικήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, θέτοντας σε πρώτο πλάνο το διεθνές δίκαιο και τις αρχές τις Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως επισημαίνει «η λύση πρέπει να βασίζεται στις Συμφωνίες Κορυφής, στα ψηφίσματα και στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, στις αρχές και αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η οποία θα οδηγήσει στη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και σε μια λειτουργική και βιώσιμη δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία εντός των παραμέτρων που επαναβεβαιώθηκαν στην κοινή συνάντηση της 25ης Νοεμβρίου, στο Βερολίνο, και αποτυπώθηκαν στη δήλωση του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών που ακολούθησε». Το θέμα περί πολιτικής ισότητας επρόκειτο να πρωταγωνιστήσει το τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Μάλιστα ο Νίκος Αναστασιάδης, προκειμένου να καθορίσει την διαπραγματευτική γραμμή της Κυπριακής Δημοκρατίας, απηύθυνε κάλεσμα στην ηγεσία του ΑΚΕΛ, ώστε να συζητηθεί το θέμα της παραχώρησης πολιτικής ισότητας στην τουρκοκυπριακή πλευρά. Η συνάντηση των αρχηγών των δύο μεγαλύτερων κομμάτων της Κύπρου έχει προγραμματιστεί για επόμενη Πέμπτη.

Αναμφίβολα, η διπλωματική διαμάχη που επρόκειτο να διεξαχθεί στη Γενεύη τον επόμενο μήνα, θα έχει ως φόντο τις ελληνοτουρκικές εντάσεις στο Αιγαίο. Μάλιστα οι Τουρκία σκοπεύει το επόμενο διάστημα να καταγγείλει την Αθήνα για επιθετική και εχθρική στάση, απευθυνόμενη στους διεθνείς οργανισμούς, φερόμενη ως «θύμα» της ελληνικής προκλητικότητας στο Αιγαίο. Η καταγγελτική διάθεση της Άγκυρας θα επηρεάσει σαφέστατα και τις εξελίξεις στο Κυπριακό ζήτημα, ενώ εξαιρετικής σημασίας κρίνεται και η έκβαση της Ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής στις 25 Μαρτίου, όπου η Τουρκία θα επιδιώξει να επαναπροσεγγίσει τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις.

Οι κόκκινες γραμμές των δύο στρατοπέδων είναι ήδη γνωστές και πρόκειται να καθορίσουν το αποτέλεσμα των συζητήσεων για το Κυπριακό ζήτημα. Παρά το αισιόδοξο κλίμα που προσπαθούν να προωθήσουν οι διεθνείς φορείς, όπως φαίνεται η συνθηκολόγηση των δύο πλευρών μοιάζει ακόμη μακρινή, ενώ η τυφλή υπακοή των Τουρκοκυπρίων στην Άγκυρα δυσχεραίνει έτη περισσότερο την ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα. Το ζήτημα των ενεργειακών πηγών, θα αποτελέσει το μεγαλύτερο αγκάθι μεταξύ των δύο κύριων συνομιλητών, για το οποίο η τουρκική πλευρά έχει εκφράσει ήδη τις προθέσεις της.

 

*Το άρθρο της κ. Γιαννακοπούλου δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα www.offlinepost.gr