Μέσα στη χαρά του αναστάσιμου βιώματος, μέσα στη χαρά της άνοιξης και της καλοκαιρίας ήρθε η είδηση ότι ο κυρ-Θανάσης ο Κυρούδης εκοιμήθη.

Τον κυρ-Θανάση τον γνώρισα από παιδί. Ήμουν τότε ιερόπαις στον Ιερό Ναό Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου Αργυρούπολης της Δράμας κοντά στον ευλαβέστατο εκείνο λευίτη τον πατέρα Δημήτριο Σύρτα. Ο κυρ-Θανάσης μαζί με τον κ. Ξάνθο το δάσκαλο, έρχονταν συχνά πυκνά και έψελναν μαζί μας στις ακολουθίες. Απαραίτητα δε ο κυρ-Θανάσης κήρυττε το θείο λόγο στο κοινωνικό της Θείας Λειτουργίας. Ο λόγος του ήταν απλός, βιωματικός, ουσιαστικός. Ήταν σε θέση το πλήρωμα των πιστών να κατανοήσουν τα υψηλά νοήματα της Γραφής με τον πλέον απλό τρόπο.

Λίγο πριν το κοινωνικό έμπαινε στο ιερό, ασπάζονταν τη δεξιά του Παπαδημήτρη, φόραγε ένα παλιό ράσο που είχαμε πρόχειρο πάντα στο ιερό –και του ήταν πολύ κοντό- εξέρχονταν, ανέβαινε στα σκαλιά του δεσποτικού θρόνου, έκαμε τον σταυρό του κι ακολούθως ξεκινούσε να κηρύττει συνήθως με αφορμή το ευαγγελικό ανάγνωσμα. Η φωνή του βροντερή και διαπεραστική. Ποτέ δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει μικρόφωνο. Το πρόσωπό του έλαμπε όταν κήρυττε και μιλούσε για το Χριστό.

Από τα τόσα του κηρύγματα δύο έχουν χαραχθεί ανεξίτηλα μέσα μου. Το ένα ήταν αυτό της Κυριακής της Τυρινής και το άλλο της παραβολής των δέκα λεπρών.

Με βροντερή φωνή πάντοτε ανέλυε το ιδιόμελο των αίνων «Το στάδιο των αρετών ηνέωκται». Τελευταία φορά που συμψάλλαμε ήταν και πάλι Κυριακή της Τυρινής του 2017 στην Αργυρούπολη όπου βρέθηκε λόγω του μνημοσύνου του παλαιού του φίλου και επί σειρά ετών επιτρόπου του ναού Θεοχάρη Ευσταθιάδη. Τότε για ακόμα μια φορά άκουσα την βροντερή εκείνη φωνή να κηρύττει. Συγκινήθηκα τόσο θυμούμενος τα χρόνια εκείνα που ήμουν παιδί και τακτικά βρίσκονταν εκεί μαζί μας συμψάλλων και κηρύττων.

Το έτερο κήρυγμα με αφορμή την ευαγγελική περικοπή σχετικά με το θαύμα του Κυρίου μας στους δέκα λεπρούς ξεκινούσε πάντοτε με την ευαγγελική φράση: «Ουχί οι δέκα εκαθαρίσθησαν; Οι δε εννέα πού;». Στοχευμένα μιλούσε για τα αγαθά που προσφέρει ο Χριστός στον άνθρωπο απλόχερα και για την αχαριστία του ανθρώπου που δεν ευχαριστεί και δεν τιμά το Θεό για τις ανείπωτες ευεργεσίες που λαμβάνει. Παραβολικά δε πάντα συνέκρινε το σκύλο ο οποίος ουδέποτε φαίνεται αγνώμων απέναντι στο αφεντικό του που τον τρέφει και τον προσέχει εν αντιθέσει με τον άνθρωπο.

Οι Κυριακές αυτές ολοκληρώνονταν πάντοτε με κέρασμα και καφέ στο σπίτι του Παπαδημήτρη πλησίον του ναού, όπου η συζήτηση περί τα πνευματικά συνεχίζονταν και για εμάς που ήμασταν στο χωριό αποτελούσε αφορμή για μάθημα, για προβληματισμό, για σκέψη.

Αργότερα ως μαθητής του Γυμνασίου και του Λυκείου οπότε και βρισκόμουν συχνότερα στη Δράμα συναντιόμασταν πολλές φορές τα απογεύματα στο Μητροπολιτικό Ναό της Δράμας σε ώρες εσπερινού. Πολλές φορές έτυχε να ψάλλουμε μαζί σε εσπερινό, άλλες να μένουμε για συζήτηση με τους πατέρες στο γραφείο. Η κουβέντα του ουδέποτε υπήρξε αργή. Δεν θυμάμαι ποτέ αργό λόγο να βγει από το στόμα αυτού του ανθρώπου. Κέντρο της συζήτησης ήταν πάντοτε ο Χριστός ωστόσο χωρίς να γίνεται ποτέ ηθικολόγος, ευσεβιστής, υποκριτής. Είχε ένα μοναδικό χάρισμα αυτός ο άνθρωπος παρά το βάθος του λόγου του να είναι πάντοτε ευχάριστος στους πολλούς. Το αισθητήριο του χιούμορ του ήταν οξύ χωρίς ωστόσο ποτέ να γίνει ανούσιο ή γελοίο.

Ένα Σάββατο –ίσως ήταν του Λαζάρου μάλιστα Σάββατο- όταν ήμουν μαθητής της Γ’ Λυκείου βρεθήκαμε να καθόμαστε παρέα στα παγκάκια έξω από τον Άγιο Νικόλαο. Ρώταγε για τα ενδιαφέροντά μου, τις επιλογές μου τώρα που τελείωνα το σχολείο. Ουδέποτε όμως έγινε αδιάκριτος, ούτε εξέφραζε ευκαίρως ακαίρως αυτό που πίστευε. Κι αυτό το στοιχείο το εκτιμούσα πάρα πολύ σε αυτόν τον άνθρωπο. Ήταν ίσως ένδειξη σεβασμού και αγάπης προς κάθε συνομιλητή του. Εκεί λοιπόν που καθόμασταν του ζήτησα ένα χαρτομάντηλο, κι εκείνος έβγαλε από την τσέπη του και μου έδωσε ένα πεντακάθαρο σιδερωμένο μαντηλάκι. «Κωνσταντίνε, αυτό το μαντηλάκι θα το πάρεις και θα το έχεις για να με θυμάσαι πάντοτε». «Κυρ-Θανάση, μικρός είσαι ακόμα τι να σε θυμάμαι;» του αντέτεινα εγώ. Χαμογέλασε ο γέρων και έφεξε το πρόσωπό του όπως πάντα. Με χαροποίησε πάρα πολύ εκείνο το μαντηλάκι. Το πήρα μαζί μου όσα χρόνια απουσίασα στα Γιάννενα, επέστρεψα και το έχω ακόμα. Και θα το ‘χω κυρ-Θανάση να το ξέρεις.

Ο άνθρωπος αυτός παρ’ ότι δεν υπήρξε άνθρωπος του στενού οικογενειακού μας ή φιλικού μας κύκλου ήταν ένας άνθρωπος που υπήρξε παράδειγμα για μένα. Ένας άνθρωπος που όταν ήμουν μικρός τον έβλεπα και έλεγα «να, σαν αυτόν θέλω να γίνω»!

Κυρ-Θανάση, εύχομαι ολόψυχα καλόν παράδεισο. Ο Θεός της αγάπης να σου δώσει την αγάπη που χάρισες απλόχερα όλα αυτά τα χρόνια σε όλους τους ανθρώπους και από εκεί ψηλά να εύχεσαι για όλους εμάς. Καλή αντάμωση!

 

Κωνσταντίνος Αρ. Χλιάρας