ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Ας ξαναγυρίσουμε στις γιορτές κάθε μήνα.

Γενικός κανόνας ήταν το θρησκευτικό χρώμα των εορτών. Όχι γιατί ήταν και πολύ θρησκευόμενοι οι Αθηναίοι. Αν θα έλεγα θρησκόληπτοι, νομίζω ότι δεν θα έπεφτα και έξω. Κυριαρχούνταν κυρίως από τον φόβο της εκδικητικότητας των θεών τους, τους οποίους φρόντιζαν να καλοπιάνουν με πλουσιοπάροχες θυσίες, αιματηρές και αναίμακτες. Γνωστές από τον Όμηρο είναι οι εκατόμβες.

Πέρα από το θρησκευτικό τους χρώμα οι γιορτές είχαν και πολιτιστικό – εθιμικό, χωρίς να λείπουν και οι προσφορές συμποσίων, όπως συνέβαινε στη Ρώμη κατά τον εορτασμό των Σατουρναλίων (των Κρονίων της Αθήνας).

Αναφερθήκαμε σε γενικές γραμμές στο αρχαίο αττικό εορτολόγιο. Στο σημερινό άρθρο θα ασχοληθούμε με όσα συνέβαιναν στην Αττική κατά τον μήνα Πυανεψιώνα (τον σημερινό Οκτώβριο), τον μήνα με τις περισσότερες γιορτές. Στο πρώτο δεκαήμερό του γιόρταζαν προς τιμήν του θεού Απόλλωνα τα Πυανέψια, που ήταν γιορτή για τα σπαρτά. Από τις κορυφαίες γιορτές, αφού η γη ήταν και είναι η γαλαντόμα τροφοδότρα του ανθρώπου.

Η παγανιστική αυτή γιορτή κληρονομήθηκε και από τους χριστιανούς γεωργούς, που στις 3 Νοεμβρίου, εποχή της σποράς και του φυτρώματος του σιταριού, αλλά και του ανοίγματος των πυθαριών (βαρελιών) γιορτάζουν τον Άγιο Γεώργιο, τον Σποριάρη ή Μεθυστή.

Την ημέρα αυτή, 7 Οκτωβρίου, οι αρχαίοι Αθηναίοι πρόσφεραν στον θεό Απόλλωνα ένα πιάτο με κουκιά, που τα λέγανε πύανους ή κυάμους. Από την προσφορά αυτή των πυάνων ονομάστηκε ο μήνας Πυανεψιώνας. Κάποια εποχή οι Αθηναίοι χρησιμοποιήσαν τα κουκιά (κυάμους) ως ψηφοδέλτια. Από τη χρήση αυτή των κυάμων καθιερώθηκε η αποτρεπτική ρήση των αρχαίων «κυάμων απέχεσθαι», δηλαδή μακριά από τα κουκιά, και εννοούσαν την ενασχόληση με την πολιτική, η οποία από τότε είχε τα τρωτά της. Τα κουκιά τα ανακάτευαν με διάφορα χόρτα, αλεύρι και σιτάρι. Ακολουθούσε πομπή από έφηβους αμφιθαλείς (= παιδιά των οποίων ζούσαν και οι δυο γονείς), (Αριστοφάνη, Νεφέλαι, στίχ. 60-65), οι οποίοι ήταν ντυμένοι με γυναικεία ενδυμασία και κρατούσαν κλαδί ελιάς, που το στολίζανε με μαλλί και απαρχές (= πρώτοι καρποί) της γης και το περιέφεραν στα σπίτια τραγουδώντας το πιο κάτω τραγούδι, ενώ το κρεμούσαν στις πόρτες των σπιτιών, όπως κάνουμε εμείς σήμερα με το στεφάνι της πρωτομαγιάς, τον Μάη.

Το έθιμο αυτό το ονομάζανε Ειρεσιώνη. Την ονομασία του το έθιμο την οφείλει στη λέξη είρος, έρος, έριον (= μαλλί).

Με την ονομασία Ειρεσιώνη ονομάζονταν επαιτικά ομηρικά επιγράμματα.

Το τραγούδι των εφήβων μας το διασώζει ο Γάλλος κλασικός φιλόλογος Robert Flaceliere και είναι το ακόλουθο:

«Η Ειρεσιώνη σου φέρνει σύκα και αφράτα ψωμιά. Σου φέρνει και μέλι μέσα στο ποτήρι και λάδι για να ψήσεις και γεμάτη κανάτα για να μεθύσεις και να πέσεις για ύπνο» (Πλουτάρχου, Βίος Θησέως, 22).

Τα αγαθά, τα οποία περιλαμβάνει το άσμα, είναι όλα αγαθά της γης (σύκα, ψωμί, λάδι, κρασί), αναγκαία πολύ για την υγιεινή διατροφή του ανθρώπου.

Παρόμοιους επαιτικούς αγερμούς συναντάμε και σε πολλά δημοτικά μας τραγούδια, τα οποία πριν από μερικά χρόνια ακούγονταν τα απογεύματα και προς το βράδυ από τους καλανδιστές την παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, και σπάνια των Θεοφανίων, έξω από τις πόρτες των σπιτικών. Είναι χαρακτηριστική η ακροτελεύτια απαιτητική φράση των καλανδιστών προς τον νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά: «Δώσε μας το μπαξίσι μας να πάμε σ’ άλλη πόρτα».

(συνεχίζεται…)