ΑΡΘΡΟ
Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά
ATPL
AIRLINE PILOT
B737NG AIRBUS 320
Ακριβή μου Προεδρία (Μέρος Β’)
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Με το κόμμα του να έχει μετατραπεί στη μεγαλύτερη δύναμη του αριστερού συνασπισμού, ήταν αυτός που έδωσε ουσιαστικά τη νίκη στον Ταβαρέ Βάσκες το 2005, τον πρώτο ποτέ αριστερό Πρόεδρο της Ουρουγουάης. Ο Βάσκες τον συμπεριέλαβε στην Κυβέρνησή του ως Υπουργό Κτηνοτροφίας, Γεωργίας και Αλιείας. Αυτό που ήξερε δηλαδή καλά.
Στις εκλογές του 2009 ήταν η στιγμή του, όταν έγινε Πρόεδρος του Διευρυμένου Μετώπου και πήρε εύκολα τις εκλογές. Τι πέτυχε; Να σταθεροποιήσει την οικονομία και να πατάξει την παροιμιώδη λατινοαμερικάνικη διαφθορά στον δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τον ανταποκριτή του BBC, Wyre Davies, «ο Μουχίκα έφυγε από Πρόεδρος αφήνοντας μια σχετικά υγιή οικονομία και μια κοινωνική σταθερότητα που μόνο να ονειρευτούν μπορούν οι μεγαλύτεροι γείτονές του».
Ταυτοχρόνως, σε μια αμφιλεγόμενη τότε κίνηση, νομιμοποίησε την κάνναβη για να ξεθεμελιώσει αυτή την παράνομη δραστηριότητα των 40 εκ. δολαρίων και να απαλλάξει τη χώρα από ένα καλό κομμάτι του οργανωμένου εγκλήματος, που τόσο μάστιζε τη μικρή χώρα. Η κατάσταση στην Ουρουγουάη σήμερα προφανώς τον δικαιώνει.
Τόσο ιδεαλιστής όσο και πραγματιστής, επιχειρηματολόγησε για τη νομιμοποίηση της κάνναβης: «Η κατανάλωση της κάνναβης δεν είναι το πιο ανησυχητικό πρόβλημα, αλλά η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, 150.000 άνθρωποι καπνίζουν μαριχουάνα στην Ουρουγουάη και δεν θα μπορούσα να τους αφήσω στο έλεος της παράνομης διακίνησης. Είναι πολύ πιο εύκολο να ελέγχεις κάτι που είναι νόμιμο και γι’ αυτόν το λόγο το κάνουμε αυτό».
Πάντα προοδευτικός, νομιμοποίησε τις εκτρώσεις μέχρι και τον τρίτο μήνα, τους γάμους μεταξύ ομοφυλοφίλων και υιοθέτησε μια πραγματικά ανθρωπιστική ατζέντα στο ευρύ μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα. Αγωνίστηκε υπέρ της δημόσιας εκπαίδευσης, κάνοντας περισσότερο προσβάσιμη την ανώτατη εκπαίδευση στον λαό και νομοθέτησε ευρύτατα υπέρ των οικονομικά ασθενέστερων και του αγροτικού πληθυσμού.
Στην πενταετή θητεία του, η Ουρουγουάη βίωσε ιστορικό χαμηλό σε όλους τους δείκτες της ανεργίας και είδε δραστικές αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις. Μέσα σε ένα κλίμα που οι γείτονές του παρέπαιαν οικονομικά. «Ελβετία της Αμερικής» αποκαλούσαν τώρα τη μικρή χώρα…
Πέπε ο άνθρωπος
Λένε πως τίποτα δεν διαφθείρει γρηγορότερα τον άνθρωπο από το χρήμα και την εξουσία και η αλήθεια είναι πως ο Πέπε τα γνώρισε και τα δύο καλά. Μόνο που δεν διαβρώθηκε.
Ήδη από τη μέρα που ορκίστηκε πίστη στο Σύνταγμα και τους Θεσμούς, αποφάσισε πως μπορούσε να ζει μια χαρά με λίγο λιγότερα από το 1/10 αυτών των 10.000 ευρώ του προεδρικού μισθού. Με 775 ευρώ την έβγαζε, όσο και ο μέσος μισθός της Ουρουγουάης το 2010. Το ίδιο έκανε και η σύζυγός του, γερουσιαστής τότε Λουσία Τοπολάνσκι.
«Τι να το κάνω όλο αυτό το ποσό;», διαμαρτυρόταν, «οι περισσότεροι κάτοικοι της Ουρουγουάης ζουν με πολύ λιγότερα». Στο Προεδρικό πήγαινε μόνο όταν είχε κάποια επίσημη συνάντηση, καθώς συνέχισε να μένει στο παράπηγμα με τα ελενίτ λίγο έξω από το Μοντεβιδέο. Και να ντύνεται όπως ντυνόταν, με αυτά τα πολυκαιρισμένα πουλόβερ και τα ξεθωριασμένα μπλουζάκια.
Όσο για το μεταφορικό του μέσο, δεν ήταν η προεδρική λιμουζίνα, αλλά ο μπλε «Σκαραβαίος» του 1987. Τον οποίο προθυμοποιήθηκε μάλιστα να αγοράσει άραβας μεγιστάνας έναντι… 1 εκ. δολαρίων! Ούτε που το σκέφτηκε ο Μουχίκα. Ή μάλλον το σκέφτηκε και το απέρριψε, καθώς πώς θα έβγαζε βόλτα τη Μανουέλα, τη γηραλέα και τρίποδη σκυλίτσα του; Ήταν, όπως είπε, το μόνο μέσο μεταφοράς της!
«Έχω ονομαστεί “ο πιο φτωχός πρόεδρος”, αλλά δεν αισθάνομαι φτωχός. Φτωχοί είναι εκείνοι που δουλεύουν μόνο για να αποκτήσουν και να διαιωνίσουν έναν πολυτελή τρόπο ζωής και θέλουν συνέχεια όλο και περισσότερα. Εδώ τίθεται το ζήτημα της ελευθερίας. Αν δεν έχεις τόσα πολλά υλικά αγαθά, δεν χρειάζεται να δουλεύεις σαν σκλάβος για να τα συντηρήσεις, και επομένως έχεις πολύ περισσότερο χρόνο για τον εαυτό σου», απαντούσε σοφά.
Απορρίπτοντας την ουτοπία για χάρη του ρεαλισμού, παρέμενε ένας πραγματιστής αριστερός που δεν άφηνε ιδεολογίες και αγκυλώσεις να τον απομακρύνουν από την αμείλικτη καθημερινότητα. «Αυτό που ζητώ από τους ανθρώπους είναι να μη μισούν αυτούς που σκέπτονται διαφορετικά», δήλωσε στον δεύτερο χρόνο της προεδρίας του.
Όταν αποσύρθηκε το 2015 από το προεδρικό αξίωμα, μία ήταν η ενδεδειγμένη κίνηση γι’ αυτόν: να επιστρέψει στη φάρμα και τα χρυσάνθεμά του, τη βασική πηγή του εισοδήματός του ακόμα και σήμερα. Παρά το γεγονός ότι η σύζυγός του και παλιά συντρόφισσα στους Τουπαμάρος ανέλαβε το 2017 καθήκοντα Αντιπροέδρου της Ουρουγουάης. Τα δίνει κι εκείνα όλα σε αγαθοεργίες.
Ο Πέπε επέστρεψε στη Γερουσία το 2015 και όταν είδε πως ήταν πια πολύ γέρος, παραιτήθηκε! «Μπορεί στα μάτια πολλών να μοιάζω σαν ένας εκκεντρικός γέρος. Αλλά μην ξεχνάτε το δικαίωμα της ελεύθερης βούλησης», απαντούσε σε όσους τον επέκριναν πως τα παράτησε όλα για να μαζευτεί σπίτι του.
Ποτέ δεν ήταν όμως τυπικό δείγμα πολιτικού κι έτσι ακριβώς θα ήταν και το κοινοβουλευτικό του τέλος. Όταν ένιωσε ότι εξαντλήθηκε, ότι δεν ήταν πια επαρκής για τα καθήκοντά του, παραμέρισε. Και πίσω δεν κοίταξε. Κάτι αν όχι πρωτοφανές, σίγουρα σπάνιο για πολιτικό καριέρας.
«Τα κίνητρα της παραίτησης είναι προσωπικά. Θα τα απέδιδα στην κούραση μετά από ένα μακρύ ταξίδι. Παρόλα αυτά, όσο το μυαλό μου λειτουργεί, δεν μπορώ να παραιτηθώ από την αλληλεγγύη και την πάλη των ιδεών», έγραφε στην επιστολή που επέδωσε με πάσα επισημότητα στην Πρόεδρο της Γερουσίας και επί 13 χρόνια σύζυγό του, Λουσία. Ο φακός τον συνέλαβε λίγες στιγμές πριν παραδώσει την έδρα του καβάλα στο τρακτέρ του.
Οραματιστής και με την άσβεστη σπίθα του επαναστάτη, ο Πέπε έγινε η αλλαγή που ήθελε να δει στον κόσμο. Αν κάτι πρέπει να κρατήσουμε από την κληρονομιά του, ας είναι το καινοφανές γεγονός πως με τις πράξεις του κατάφερε να εξαφανίσει την απόσταση που χωρίζει τον απλό λαό από τα κέντρα εξουσίας.
Κι αν μείνει κάτι από τα σπουδαία λόγια του, ας είναι αυτό και τίποτα άλλο: «Δεν πληρώνουμε με χρήματα. Πληρώνουμε με τον χρόνο της ζωής που ξοδεύουμε για να αποκτήσουμε αυτά τα χρήματα. Η διαφορά είναι ότι η ζωή είναι το μόνο πράγμα που τα λεφτά δεν μπορούν να αγοράσουν. Και είναι θλιβερό να σπαταλά κανείς τη ζωή και την ελευθερία του με αυτόν τον τρόπο»…