ΑΡΘΡΟ
Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά
ATPL
AIRLINE PILOT
B737NG AIRBUS 320
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Μέχρι που ήρθε η κατάρρευση και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και (ξανα)προέκυψε μακεδονικό. Η διεθνής πολιτική και διπλωματική σκηνή συνταράσσεται όταν μετά την απόσχιση της Σλοβενίας και της Κροατίας, το Σεπτέμβριο του 1991, η ΠΓΔΜ αποφασίζει δια δημοψηφίσματος την απόσχισή της από τη Γιουγκοσλαβία και κηρύττει την ανεξαρτησία της προτείνοντας εν ολίγοις την ολική μεταρρύθμιση σε μια συνομοσπονδία όπου το κάθε μέλος θα απολαμβάνει της αυτονομίας του.
Εκμεταλλευόμενη το πολιτικό παιχνίδι επινόησης Τίτο, αυτή η τεχνητή οντότητα θέτει ζήτημα ξεχωριστής μακεδονικής εθνικότητας πρωτίστως για να αντιμετωπίσει Σέρβους και Βούλγαρους που από τον 19ο αιώνα ισχυρίζονται ότι οι κάτοικοι της περιοχής ήταν αποκλειστικά σερβικά και βουλγαρικά φύλα. Κάθε ισχυρισμός απορρίπτεται από το νεοσύστατο κράτος, το οποίο κραδαίνοντας τη διακήρυξη της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» του 1944 διεκδικεί τα πάντα. Η διακήρυξη αντιπροσωπεύει όχι μόνο την απόδειξη ότι οι Μακεδόνες αποτελούν μια ιθαγένεια με ιστορία και τα δικά της χαρακτηριστικά, αλλά επιφέρει και de jure διεθνή αναγνώριση για τη νέα κρατική οντότητα, δεδομένου ότι κατά την τελετή της διακήρυξης παρέστησαν στρατιωτικοί εκπρόσωποι όλων των συμμαχικών χωρών. Για πρώτη φορά στη νεότερη εθνοπολιτική ιστορία γεννάται τόσο μεγάλο ζήτημα στην Ευρώπη. Ένα ζήτημα που προϋπήρχε αλλά όλοι πίστευαν ότι το είχαν θάψει καλά, ο καθένας κάτω από το δικό του χαλί.
Κι αν οι Βούλγαροι «καθάρισαν» με εκείνο το «δυο χώρες κι ένα έθνος», τονίζοντας ότι πρόκειται για εθνοτική ομάδα της Βουλγαρίας, η Ελλάδα έμπλεξε. Παρά το γεγονός ότι σεβάστηκε τις απαιτήσεις της Επιτροπής Διαιτησίας υπό την προεδρία του Robert Badinter, η ΠΓΔΜ το 1992 δεν αναγνωρίστηκε από την Ε.Ε., κατόπιν ελληνικού αιτήματος που σχετίζετο με (δήθεν) αλυτρωτικές διατάξεις του Συντάγματος. Ακόμη και τότε, ο λαϊκισμός και η φουστανέλα δεν μας είχαν επιτρέψει να δούμε ξεκάθαρα και ψύχραιμα το ζήτημα, να το αντιμετωπίσουμε με στοιχεία δικαίου και να οδηγηθούμε στο αυτονόητο. Για την Αθήνα το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» δεν ήταν μόνο σφετερισμός του ονόματος και σύμβολο της ελληνικής ιστορίας, αλλά και μια σιωπηρή εδαφική διεκδίκηση. Οι τρεις τεθείσες προϋποθέσεις (παραίτηση από κάθε εδαφική διεκδίκηση – δήλωση άρνησης μειονότητας στην Ελλάδα – αλλαγή του ονόματος) δεν έγιναν δεκτές στα Σκόπια, παρά τους ισχυρισμούς Γκλιγκόροφ περί σλαβικής προέλευσης των κατοίκων της γείτονος.
Ήταν πια ζήτημα εθνικής ταυτότητας και συμβόλων. Στην Ελλάδα διοργανώνονται τα θρυλικά συλλαλητήρια (κυρίως) σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, η θέση μας από πολιτική μετατρέπεται δυστυχώς σε αναγκαστικά «πατριωτική» κι αντί να λυθεί το ζήτημα έστω την ύστατη ώρα, επιλέγεται η πόλωση και οι πολιτικές ατζέντες. Την ελληνική αντίδραση ακολούθησε από την άλλη πλευρά ο ήλιος της Βεργίνας ως σύμβολο της μακεδονικής δυναστείας στη σημαία και τα εθνικιστικά δημοσιεύματα στον τοπικό Τύπο με χάρτες μιας «ευρύτερης Μακεδονίας» που συμπεριελάμβανε και τη Θεσσαλονίκη. Περίπου casus belli.
Οι αναταραχές στο εσωτερικό της χώρας είναι αλλεπάλληλες, προκύπτει πολιτικό ζήτημα, εθνικό ζήτημα, διεθνές ζήτημα. Προκρίνεται η συμβιβαστική λύση με το ψήφισμα 817 του Συμβουλίου Ασφαλείας το 1993, όταν ο ΟΗΕ αναγνωρίζει την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και με νέο ψήφισμα (το 845) καλούνται οι κυβερνήσεις να επιλύσουν τα ανοικτά θέματα με διαμεσολάβηση των Ηνωμένων Εθνών. Στην Ελλάδα έχει επιστρέψει το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, με τον Ανδρέα Παπανδρέου να ακολουθεί «εθνική πολιτική» και να επιλέγει την επιδείνωση των σχέσεων με το οικονομικό εμπάργκο, μέχρι το Σεπτέμβριο του ’95, όταν η Ελλάδα αποδέχεται το Interim Agreement (ενδιάμεση συμφωνία), αναγνωρίζει το νέο κράτος με το εγκεκριμένο όνομα από τον ΟΗΕ και η ΠΓΔΜ αναλαμβάνει την υποχρέωση να αλλάξει εθνικό σύμβολο στη σημαία και να αφαιρέσει από το Σύνταγμα της πάσα διάταξη που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως απαίτηση για τα κατοικημένα ελληνικά εδάφη. Πρόοδος, αλλά και μη λύση. Και κάθε μη λύση έριχνε νερό στο μύλο της διαιώνισης του προβλήματος.
Πριν φτάσουμε στην κομβική Διάσκεψη Κορυφής του ΝΑΤΟ το 2008 στο Βουκουρέστι, ιδιαίτερης μνείας χρήζει το αθέατο και μείζον πρόβλημα των σχέσεων με την αλβανική μειονότητα. Κάτοικοι των δυτικών περιοχών της χώρας και ίσοι με πάνω από το 20% του πληθυσμού, οι Αλβανοί απαιτούν μεγαλύτερη πολιτική αυτονομία από την κεντρική κυβέρνηση για να προστατεύσουν την πολιτική και πολιτιστική τους ταυτότητα. Η υποβόσκουσα κρίση μεταξύ των δύο εθνοτήτων προέκυψε από τις πρώτες κιόλας εθνικές εκλογές του 1990 που όπως και στις υπόλοιπες δημοκρατίες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, είδαν μια απίστευτη άνοδο των εθνικιστικών δυνάμεων και τη διαίρεση του εκλογικού σώματος, ανάλογα με την εθνική υποομάδα. Στο δεύτερο γύρο εκείνων των εκλογών υπό το φόβο της αλβανικής παρέμβασης, επανεμφανίστηκε η καλά κρυμμένη VMRO/DPMNE με πολλές ψήφους να καταλήγουν στην εθνικιστική δεξαμενή υπό το φόβο της εθνικής αποσύνθεσης. Οι Αλβανοί απάντησαν με το μποϊκοτάζ του δημοψηφίσματος από το οποίο απείχαν διότι δεν τους αναγνώριζε το ρόλο ως συνιδρυτές του νέου κράτους και όριζε ως επίσημη γλώσσα του κράτους τα σλαβομακεδονικά, περιορίζοντας την αλβανική γλώσσα μόνον στο πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο εκπαιδευτικό επίπεδο. Συνέπεια αυτού ήταν η ίδρυση του αυτόνομου πανεπιστημίου στο Τέτοβο το 1994 που θεωρήθηκε παράνομη από την κυβέρνηση των Σκοπίων και αργότερα η θλιβερή λαϊκή έκρηξη του 1997 στο Γκόστιβαρ όταν ο δήμαρχος της πόλης αντικαθιστά σημαίες και σύμβολα στα δημόσια κτήρια με τα αντίστοιχα αλβανικά.
Με τον εμφύλιο ante portas, καλείται η United Nations Preventive Deployment Force (UNPREDEP) να διαφυλάξει την ειρήνη στα σύνορα με το Κόσοβο και να διαδραματίσει διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ της πλειοψηφίας και της αλβανικής μειονότητας του πληθυσμού για την πρόληψη των εθνοτικών συγκρούσεων στη χώρα που είχαν λάβει διαστάσεις επιδημίας. Μυστικές επιχειρήσεις, παράνομη διακίνηση όπλων, όργιο παραοικονομίας και εγκληματικότητας. Τον Απρίλιο του ’99 αναλαμβάνουν οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ τη διαχείριση της κρίσης στο Κοσσυφοπέδιο και η ΠΓΔΜ μετατρέπεται σε χωνευτήρι του UCK. Η ως επί το πλείστον στηριζόμενη στην φτωχή πρωτογενή παραγωγή οικονομία, έχει επιδεινωθεί δραματικά, αφού η χώρα είναι αδύνατον να ενσωματώσει τους περισσότερους από 200 χιλιάδες Αλβανούς πρόσφυγες και η κατάσταση οδηγείται στα άκρα. Σχεδόν τρεις μήνες μετά την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο, Ιούνιο του 1999, υπογράφεται η «Στρατιωτική Τεχνική Συμφωνία» (MTA) η οποία προβλέπει την αποχώρηση των δυνάμεων από την περιοχή του Βελιγραδίου και την μεταβίβαση της εξουσίας στο απόσπασμα της KFOR του ΝΑΤΟ που αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου την τήρηση της δημόσιας τάξης.
Παρόλο που η περιοχή του Κοσόβου θεωρείται τυπικά σερβικό έδαφος, τίθεται υπό διεθνή διοίκηση και ολοένα και πλήθαιναν οι φωνές για αναβίωση της «Μεγάλης Αλβανίας», συμπεριλαμβανομένων των εδαφών της ΠΓΔΜ, του Μοντενέγκρο και της Ηπείρου. Αρχές του 2001 και οι αυτονομιστές του UCK επιτίθενται σε αστυνομικό τμήμα στα σύνορα με το Κόσοβο και σε τηλεοπτικό σταθμό στο Tanusevci. Η KFOR αποφασίζει να κοιτάξει από την άλλη πλευρά, επιτρέπει στις δυνάμεις του Βελιγραδίου να ενταχθούν στη «νεκρή ζώνη» και να γίνει ένα απαράδεκτο ξεκαθάρισμα λογαριασμών – ντροπή της νεότερης ανθρώπινης ιστορίας. Παρουσία του πρώην υπουργού άμυνας της Γαλλίας Francois Leotard και του πρέσβη των ΗΠΑ James Pardew υπογράφεται στην Οχρίδα η εκεχειρία με τις επακόλουθες συνταγματικές τροποποιήσεις που περιελάμβαναν τη χρήση της αλβανικής ως επίσημης γλώσσας στις περιοχές όπου οι Αλβανοί ξεπερνούσαν το 20% του πληθυσμού, τη σύνταξη κοινοβουλευτικών διαδικασιών και στις δύο γλώσσες και μια σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που αντιμετωπίστηκαν – το λιγότερο – με δυσπιστία από αμφότερες τις πλευρές. Ο κοινωνικός ιστός της χώρας είναι διαλυμένος και η οικονομική στασιμότητα έρπει σε επίπεδα πολύ κάτω από το όριο της φτώχειας δημιουργώντας μια άνευ προηγουμένου τρομακτική ισορροπία, από εκείνες στην κόψη του ξυραφιού.
Η Ελλάδα σε όλα αυτά θεατής. Ασχολείτο μεταξύ άλλων με το run and gun του ΧΑΑ, με τους «καλύτερους ολυμπιακούς αγώνες όλων των εποχών», με το χρώμα στο δερμάτινο σαλόνι του Cayenne, με την επίπλαστη ευμάρεια και τα Cohiba. Και στο μεταξύ πεταγόμαστε και μέχρι το Flamingo στη Γευγελή για να ρίξουμε «κόκαλα», ανοίγουμε επιχειρήσεις στην πιο φτωχή από τη δική μας γη για να αποφύγουμε τους υψηλούς δείκτες φορολόγησης και θεωρούμε τους Σκοπιανούς «κατώτερους». Επειδή αυτή είναι η κύρια εθνική αντίληψη περί ανθρωπισμού, εθνισμού και δημοκρατίας. Ξανασχοληθήκαμε πολιτικά με το ζήτημα το 2008, στη Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου, με το βέτο στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ που επετράπη μόνον κατόπιν επίλυσης του ζητήματος του ονόματος κατ’ αμοιβαίο τρόπο. Οι γείτονες προσέφυγαν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αυτό με τη σειρά του ένιψε τας χείρας του και παρέπεμψε και πάλι στον ΟΗΕ που με τη σειρά του κάλεσε τις δυο χώρες να επανεκκινήσουν σοβαρές διαπραγματεύσεις.
Φρούτο των διαπραγματεύσεων υπήρξε η πρωτοβουλία του 2012 για το ονοματολογικό, με το MoU (Memorandum of Understanding) για ονομασία erga omnes της ΠΓΔΜ που η τελευταία αρνήθηκε εμμένοντας στις πάγιες θέσεις της. Το πρόβλημα παραμένει εκκρεμές, οι χειρισμοί μας το κατέστησαν τέτοιο και είναι ένα ζήτημα τόσο ευαίσθητο που πληγώνει ανθρώπους και συνειδήσεις γιατί το αντιμετωπίζουμε όπως σχεδόν όλα στη νεότερη ιστορία μας: γεμάτοι λαϊκισμό, κενούς ηρωισμούς, ανιστόρητη μπουρδολογία και μικροπολιτικά παιχνίδια. Μέσα από τις κομματικές ατζέντες, με τα εθνίκια να κρύβονται πίσω από Φίλιππους και Βουκεφάλες, με συλλαλητήρια που ικανοποιούν το εθνικό φρόνημα και Εθνοκαπηλευτες της Ιστορίας να περιφέρονται ωσάν ινστρούχτορες του πόπολου. Ακόμα και τώρα η ιστορική διασφάλιση και ο σφετερισμός της ελληνικής ιστορίας περνάει σε δεύτερη μοίρα, χωριζόμαστε σε εθνικιστές και μισέλληνες, αντί να είμαστε πολιτισμένοι εθνιστές με συγκροτημένη πολιτική σκέψη. Δεν θα γίνουμε ποτέ συνεχιστές της ένδοξου ημών Ιστορίας μας και των παρακαταθηκών που μας άφησαν οι πρόγονοι μας από γενεά σε γενεά, αλλά μίζεροι, μισαλλόδοξοι και κουτσαβάκηδες ΝεοΕλληναράδες.