ΑΡΘΡΟ
Της Δήμητρας Ευθυμιάδου
Πτυχιούχου του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.
Η Ρωσία είναι η μεγαλύτερη σε έκταση χώρα του κόσμου, έχοντας το διπλάσιο μέγεθος των Η.Π.Α.. Σημείο ορόσημο για τη Ρωσία αποτελούν τα Ουράλια Όρη, στα ανατολικά των οποίων βρίσκεται η Σιβηρία και δυτικά το Ευρωπαϊκό σκέλος της Ρωσίας. Το παράδοξο με την συγκεκριμένη χώρα είναι ότι ενώ το 75% της Ρωσικής επικράτειας βρίσκεται στην Ασία, μόνο το 22% του πληθυσμού κατοικεί στην ανατολική πλευρά των Ουράλιων Ορέων.
Ένα από τα μείζονα μειονεκτήματα της Ρωσίας, το οποίο την εμποδίζει από το να εξελιχθεί σε πλανητική δύναμη, είναι ότι τα ρωσικά λιμάνια αποκόπτονται από κάθε είδους λειτουργία για σημαντικό χρονικό διάστημα, λόγω του ψύχους. Για παράδειγμα, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ρωσίας, το Βλαδιβοστόκ, παγώνει για πολλούς μήνες κατά την διάρκεια του χρόνου, έχοντας ως απόρροια την υστέρηση της χώρας στην ανάπτυξη ενός ισχυρού στόλου και την αδυναμία της να καταφέρει μια απρόσκοπτη εμπορική δραστηριότητα.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι η προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία δεν αποτέλεσε τυχαία επιλογή αλλά μια στρατηγικά σχεδιασμένη πολιτική κίνηση. Σε συνάρτηση με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ελλείψει ενός θερμού λιμένα, η Ρωσία θέλησε να πάρει υπό την δική της εξουσία το λιμάνι της Σεβαστούπολης στην Κριμαία, το οποίο δεν επηρεάζεται από το ψύχος της Σιβηρίας, δηλαδή δεν παγώνει!
Η Κριμαία, η οποία αποτελούσε Ουκρανικό έδαφος, αλλά ήταν στόχος εύκολος για την Ρωσία, καθώς το 60% του πληθυσμού αποτελείται από ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται ως «εθνικά Ρώσοι», πέρασε υπό Ρωσικό έλεγχο. Έτσι, η Ρωσία εκμεταλλευόμενη τον φιλορωσικό προσανατολισμό της Κριμαίας, έλαβε το «δικαίωμα» να επεμβαίνει στα ζητήματα της περιοχής (νόμος στο Κρεμλίνο για προστασία των «εθνικά Ρώσων» εκτός Ρωσικής επικράτειας).
Έτσι, το δημοψήφισμα του 2014 και η προσάρτηση της Κριμαίας με «ανορθόδοξους» τρόπους είναι μόνο ένα από τα παραδείγματα της πολιτικής που ακολουθεί ο Πούτιν, η οποία εκφράζει τον ρωσικό εθνικισμό και την επιδίωξη ανάκτησης της ρωσικής εθνικής κυριαρχίας.
Όσον αφορά στην θέση της Ρωσίας ανάμεσα στα δημοκρατικά πολιτεύματα ανά τον κόσμο, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η αχανής αυτή χώρα, με αυτοκρατορικό αλλά και αυταρχικό παρελθόν, κατέχει -όχι άδικα- εξέχουσα θέση ανάμεσα στις σύγχρονες ανελεύθερες δημοκρατίες. Η εμπειρία της κομμουνιστικής δικτατορίας υπήρξε το αποκορύφωμα μιας απολυταρχικής τάξης πραγμάτων, η οποία βέβαια ήταν και ίσως εξακολουθεί να είναι οικεία στον Ρωσικό πληθυσμό.
Προσεγγίζοντας την Ρωσία ως προς το πολιτικό της σύστημα, γνωρίζουμε ότι μετά την αποδόμηση της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) το 1991 δημιουργήθηκε η Ρωσική Ομοσπονδία. Το Σύνταγμα του 1993, το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα, καθιέρωσε το ημιπροεδρικό σύστημα και την ομοσπονδοποίηση της χώρας (89 ομοσπονδίες). Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ρωσίας, ο Πρόεδρος απολαμβάνει ισχυρές εξουσίες, ασκώντας καταρχήν εκτελεστική εξουσία. Ωστόσο, η σύγχρονη Ρωσία όσο κι αν βαυκαλίζεται κάνοντας χρήση του όρου «Δημοκρατία», δεν δύναται να υποστηρίξει ότι στο εσωτερικό της υφίσταται μια ξεκάθαρη διάκριση των εξουσιών.
Σημερινός Πρόεδρος του Ρωσικού κράτους είναι ο Βλαντίμιρ Πούτιν, για τον οποίο έχει ενδιαφέρον να γίνει μια αναφορά. Η αρχή για την «Ρωσία του Πούτιν» έγινε το 2000 όταν ανέλαβε το αξίωμα του Προέδρου της χώρας, για πρώτη φορά, έως το 2008. Έπειτα την περίοδο 2008-2012 διετέλεσε Πρωθυπουργός της Ρωσίας, ενώ το 2012 ανέλαβε πάλι έως το 2018, ως Πρόεδρος. Σημείο σταθμός στην πολιτική διαδρομή του είναι το γεγονός, ότι στις Προεδρικές εκλογές που έλαβαν χώρα το 2018 ο Πούτιν επανεξελέγη. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί, ότι ο μοναδικός που κατάφερε να διατηρηθεί στην εξουσία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από τον Πούτιν είναι ο δικτάτορας Josef Stalin.
Ωστόσο, λίγους μήνες πριν, την 1η Ιουλίου 2020 ολοκληρώθηκε το δημοψήφισμα, που διεξήχθη στην Ρωσία και αφορούσε την συνταγματική αναθεώρηση. Με την συγκεκριμένη αναθεώρηση δίνεται στον Βλαντίμιρ Πούτιν το «πράσινο φως» για να θέσει υποψηφιότητα για δύο ακόμη φορές και να παραμείνει (αν εκλεγεί) πρόεδρος της Ρωσίας μέχρι το 2036, καθώς η τρέχουσα θητεία του λήγει το 2024. Σύμφωνα λοιπόν με την Κεντρική Εκλογική Επιτροπή, το 77,9% των ψηφοφόρων ψήφισαν υπέρ και μόλις το 21,2% καταψήφισε για την συνταγματική αναθεώρηση. Η ερμηνεία του αποτελέσματος δεν είναι άλλη, παρά μόνο ότι για τα επόμενα 16 χρόνια ο Πούτιν θα έχει το δικαίωμα να διεκδικεί και να καταλαμβάνει ξανά τον Προεδρικό θώκο.
Φυσικά, δεν αποτελεί τυχαίο γεγονός ότι το δημοψήφισμα στην Ρωσία διεξήχθη παράλληλα με την διοργάνωση διαφόρων λαχειοφόρων διαγωνισμών, με κάποιους από αυτούς να κληρώνουν μέχρι και διαμερίσματα. Ταυτόχρονα διεξήχθη και μια μαζικής έκτασης διαφημιστική καμπάνια, η οποία επικεντρώνονταν στις συνταγματικές τροπολογίες που αφορούσαν τις συντάξεις και την απαγόρευση των γάμων μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Επιπλέον, πριν ξεκινήσει η ψηφοφορία, ο πρόεδρος Πούτιν έδωσε εντολή να δοθούν εφάπαξ επιδόματα 10.000 ρουβλίων ( 125,7 ευρώ) στις οικογένειες που έχουν παιδιά. Εύκολα μπορεί κάποιος να αντιληφθεί ότι έστω και έμμεσα η ψήφος χειραγωγήθηκε.
Οι πρακτικές που εφαρμόζονται από τον Β. Πούτιν μπορούν να γίνουν περισσότερο κατανοητές, εάν αναλογιστεί κανείς και το γεγονός ότι ο Ρώσος Πρόεδρος έχει εκφράσει την συμπάθεια του σε αυταρχικού τύπου εξουσία ουκ ολίγες φορές, έχοντας επίσης δηλώσει στο παρελθόν ότι αντιπαθεί τον Μ. Γκορμπατσόφ, καθώς θεωρεί ότι υπονόμευσε την ασφάλεια της χώρας, με αποτέλεσμα την διάλυση της ΕΣΣΔ και ότι η διάλυση αυτή αποτέλεσε το μεγαλύτερο πολιτικό και ιστορικό λάθος.
Συνοψίζοντας, θα μπορούσε κανείς να παραλληλίσει τον Βλαντιμίρ Πούτιν με έναν σύγχρονο Τσάρο, καθώς ο ίδιος προσωπικά είναι το κέντρο εξουσίας, καθορίζοντας την πολιτική πορεία της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες.
*Το άρθρο της κ. Ευθυμιάδου δημοσιεύτηκε στο blog PoliticsToday.news.blog