ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

 

 

«Διεμερίσαντο τα ιμάτια μου εαυτοίς…» (Ιδιόμελον Εσπέρας Μεγάλης Πέμπτης)

 

Το θέμα της ληστείας των αρχαιοτήτων με απασχόλησε πολλές φορές. Η λεηλασία της πολιτιστικής μας ταυτότητας ξεκινάει από τα ρωμαϊκά χρόνια. Καράβια διέσχιζαν για χρόνους πολλούς τη Μεσόγειο μεταφέροντας στην Ιταλία τους αρχαιολογικούς μας θησαυρούς: Αγάλματα, αγγεία, επιγραφές, βωμοί, ειδώλια κ.α. γέμιζαν τα αμπάρια των ρωμαϊκών καραβιών.

Ήταν άτυχοι οι αρχαιολογικοί μας θησαυροί, που δεν ευτυχούσαν να κοσμήσουν τις ρωμαϊκές επαύλεις και τους πολιτιστικούς χώρους των Λατίνων, αφού ένα μεγάλο μέρος τους καταποντίζονταν είτε λόγω τρικυμίας είτε και λόγω υπερφόρτωσης των καραβιών.

Το κακό διογκώθηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο βάρβαρος κατακτητής είχε κάθε λόγο να απαλλαγεί από τα τεκμήρια εκείνα, τα οποία αποτελούσαν την αναμφίλεκτη ελληνικότητά μας.

Εκμεταλλευόμενοι αυτήν την ένοχη ανοχή των κατακτητών οι προσποιούμενοι τον φιλάρχαιο, στην ουσία όμως ασκούντες το επάγγελμα του εμπόρου των αρχαιοτήτων, κατέφθαναν στη χώρα μας λαμβάνοντας τη δήθεν άδεια αγοράς λίθων από την οθωμανική Πύλη προέβαιναν στη λεηλασία των θησαυρών μας. Άλλοι πάλι, γοητευμένοι από την αρχαία ελληνική τέχνη, καταφεύγανε σε ανασκαφικές έρευνες με την άδεια των τουρκικών Αρχών οικειοποιούμενοι στη συνέχεια τα ευρήματα, τα οποία μεταφέρανε στη χώρα τους.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της λεηλασίας των γλυπτών του Παρθενώνα από τον Άγγλο λόρδο Έλγιν, η Νίκη της Σαμοθράκης από τους Γάλλους, ο Δίας της Δράμας, η Αφροδίτη της Μήλου, οι αρχαίες επιγραφές της Δράμας στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σόφιας, η κεφαλή του Απόλλωνα από τη Δράμα (Paul Lucas) κ.α.

Άλλοι πάλι με το ανυπόστατο δικαίωμα του κατακτητή αφαιρούσαν ανενόχλητοι όχι μόνο αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά και κειμήλια και χειρόγραφα και λάρνακες και άγια λείψανα.

Στα τελευταία χρόνια η λεηλασία της πολιτιστικής μας ταυτότητας είναι αυτή της βορείου γείτονος, η οποία ανερυθρίαστα λεηλάτησε τους πολύτιμους θησαυρούς της παλαιφάτου Ιεράς Μονής Εικοσιφοίνισσης, του ιερού Παγγαίου, της Αρχαγγελιωτίσσης και της Καλαμούς της Ξάνθης, της Αγίας Παρασκευής της Αλιστράτης και του Τιμίου Προδρόμου Σερρών.

Και δεν αρκέσθηκαν μόνο στην απάνθρωπη και εγκληματική τους πράξη, αλλά και επιδόθηκαν στην πυρπόληση της Εικοσιφοίνισσας καθιστώντας την θλιβερό τεκμήριο της βάρβαρης ψυχής τους.

27 Μαρτίου του 1917 πραγματοποιούν τη ληστεία τους οι βόρειοι εξαρχικοί χριστιανοί γείτονες. 2021 σήμερα. 104 χρόνια πέρασαν και ο νέος Έλγιν Βλαδίμηρος Σις, ο δήθεν αρχαιολόγος, στην ουσία όμως μετριώτατος δημοσιολόγος, εξακολουθεί να πληγώνει με το αριστούργημά του τον Ελληνισμό και την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Ματαίως τότε (1918) ο Νομάρχης Δράμας Νικόλαος Μπακόπουλος αμέσως μετά τη λεηλασία υψώνει θαρραλέα τη φωνή της αγανακτισμένης διαμαρτυρίας προς τη Βουλγαρική Στρατιωτική Επιθεώρησης, προς τον Αντιπρόσωπο της Γερμανικής Κυβέρνησης στη Δράμα, προς το Υπουργείο Εξωτερικών, προς τον Έλληνα πρεσβευτή στο Βερολίνο και άλλους επίσημους φορείς, ματαίως ο καθηγητής της Βυζαντινής Αρχαιολογίας Γ. Σωτηρίου μεταβαίνει το 1923 στη Σόφια, σταλμένος από την Ελληνική Κυβέρνηση για να ζητήσει την επιστροφή των χειρογράφων και κειμηλίων, τα οποία εκλάπησαν από την Εικοσιφοίνισσα από τον Βλαδίμηρο Σις με τη συνέργεια του Τεοντόρ Πανίτσα και Τούρκων στρατιωτών, ματαίως ο καθηγητής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης Γεώργιος Παπάζογλου ερευνά εδώ και χρόνια την ιστορία της κλοπής, ματαίως ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος και ο Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος αξιώνουν από τη Βουλγαρική Κυβέρνηση να παύσει να κατακρατεί την κλοπιμαία πνευματική ιδιοκτησία, ματαίως η Εταιρεία Δραμινών Μελετών αξιώνει μέσω της Περιφέρειας Α.Μ.Θ. να κλείσει επιτέλους η αιμορραγούσα επί 104 συναπτά έτη πολιτιστική και εθνική πληγή.

Παρ’ όλα αυτά η Αξίνια Τζούροβα, πανεπιστημιακή λειτουργός, κρατεί κλειδαμπαρωμένες τις πόρτες του Ινστιτούτου Ιβάν Ντούστσεφ, αδιαφορώντας εγκληματικά για την έντονη κατακραυγή, που εδώ και 104 χρόνια δεν λέει να καταλαγιάσει. Η εν λόγω πανεπιστημιακή είχε το θράσος να λάβει μέρος σε συνέδριο της ΔΕΚΠΟΤΑ.

Τι άλλο πρέπει να γίνει, ώστε οι πείσμονες βόρειοι γείτονες να παύσουν να εμμένουν στη διατήρηση του ατιμώρητου εγκλήματός τους;

Μήπως το αρμόδιο Υπουργείο με τη δυναμική αρωγή ισχυρών φορέων πρέπει να ακολουθήσει οδό ανυποχώρητη; Η συνθήκη του Νεϊγύ (1919) δεν εξεμέτρησε ακόμη τον βιον. Γιατί λοιπόν δεν την αξιοποιούμε; Με ασπίδα και δόρυ αυτήν μπορούμε να εκπορθήσουμε το μέλαθρον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.

Δεν μας απομένει άλλη οδός. Είναι αδιανόητο να αφήσουμε να ασφυκτιούν και να υποφέρουν στα χέρια επήλυδων κομμάτια της πολιτιστικής μας ταυτότητας. Ο λόγος του ακαταμάχητου πατριδολάτρη στρατηγού Μακρυγιάννη, του κατάφορτου από σωματικά τραύματα αλλοφύλων και ψυχικά ομοφύλων, ηχεί έναυλος: «Γι’ αυτά πολεμήσαμε…». Αποτρεπτική σύσταση προς ένστολους, οι οποίοι ετοιμάζονταν να πουλήσουν σε αλλοδαπούς αρχαιότητες αντί ευτελούς τιμής.

Πόσο δίκιο είχε εκείνος, ο αδαής ελληνικών γραμμάτων, όμως με τη ψυχή καθάρια Ελληνική, που έβαζε γυαλιά σε κατόχους πολλών διπλωμάτων πανεπιστημιακών, πόσο αναγκαία είναι η προστασία των επιτευγμάτων του ελληνικού πολιτισμού, τα οποία τον θωράκισαν και τον θωρακίζουν με ασφάλεια από επίβουλες σκέψεις και ενέργειες ανθελλήνων και μισελλήνων.

Ιδού, Άρχοντες Πανελλήνιοι και Τοπικοί, πεδίον δόξης λαμπρόν, οπλισμένοι με τη φαρέτρα, την έμφορτη πνευματικών βελών, αξιώσατε ό,τι μας ανήκει.

Τα επιτεύγματα του πολιτισμού μας είναι η ανεξίτηλη μαρτυρία της ποιοτικής ιδιαιτερότητάς μας. Μη δότε τα άγια της βαρβάροις. Έχετε βαρύτατη ευθύνη έναντι της ατέγκτου Ιστορίας. Σφραγίσατε τους λαλίστατους σφετεριστές της επίζηλης ταυτότητάς μας. Διεκδικήσατε!