ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ

 

«Οι λαοί δεν πρέπει να λησμονούν. Έχουν χρέος να θυμούνται. Όχι βέβαια για να εκδικηθούν, αλλά για να τιμήσουν όλους εκείνους, που θυσιάστηκαν με τη θέλησή τους για την ελευθερία των απογόνων τους. Κι ακόμη λαοί, που ξεχνούν με τη θέλησή τους ή χωρίς τη θέλησή τους, είναι καταδικασμένοι να οδηγηθούν στον αφανισμό».

Αυτά τα λόγια ενός σύγχρονου ιστορικού, έρχονται στο νου μου αυτήν την ώρα, που τελούμε πάνδημο μνημόσυνο για τα αδέλφια μας εκείνα, που υπήρξαν αναίτια θύματα της βουλγαρικής θηριωδίας στους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1941. Δεν έφτανε η μεγάλη μας θυσία στα Αλβανικά βουνά, αλλά και στα Οχυρά του Ρούπελ και της περιοχής του Νευροκοπίου (Οχυρά Μεταξά, Λίσσε) και καινούργια δοκιμασία περίμενε τους Έλληνες της Ανατολικής Μακεδονίας. Αυτή τη φορά η δοκιμασία προερχόταν από τον καινούργιο κατακτητή, τους Βουλγάρους, που χωρίς να χύσουν σταγόνα αίματος εναντίον του φασισμού και του ναζισμού, που απειλούσαν όλη τη φιλελεύθερη ανθρωπότητα να της στερήσουν την ελευθερία και να μεταβάλλουν σε ερείπια και στάχτες τις πόλεις και τα χωριά, συμμάχησαν μαζί τους για να πραγματοποιήσουν, έστω για λίγα χρόνια το όνειρό τους να βγουν στα γαλανά νερά του Αιγαίου. Ένα όνειρο που το πλάσανε και το συντηρούν από το 700 σχεδόν μ.Χ., από τότε που εγκαταστάθηκαν στη Βαλκανική χερσόνησο και δημιούργησαν το Βουλγαρικό κράτος, ένα κράτος που αποτέλεσε έναν συνεχή κίνδυνο για την ελευθερία μας, αλλά και ένα κράτος που αρκετές φορές μας έντυσε στα «μαύρα». Σήμερα δε θα αναφερθούμε ούτε στα γεγονότα του 1912-13, του 1916 – 1918 αλλά του 1941, τότε που ο λαός της Δράμας και γενικότερα της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης γνώρισε το ενισχυμένο μίσος των Βουλγάρων για τον Ελληνισμό, αλλά και την ανέκφραστη κακία που φώλιαζε στις ψυχές τους και που δεν ξέρω αν και σήμερα την έχουν ξεριζώσει ολότελα και από την ψυχή τους.

Ας δούμε όμως τι προηγήθηκε των θλιβερών εκείνων ημερών, που σήμερα θυμόμαστε με την τέλεση πάνδημου μνημοσύνου.

Βρισκόμαστε στην Άνοιξη του 1941. Οι σιδερόφραχτες ταξιαρχίες των ναζιστών κάμψανε την αντίσταση των Ελλήνων στα οχυρά. Η φωτιά και το σίδερο που σκόρπισαν οι απάνθρωποι κατακτητές λύγισαν την ηρωική αντίσταση των γενναίων απογόνων των Μαραθωνομάχων και Σαλαμινομάχων, των ανθρώπων που έγραψαν μία ακόμη λαμπρή σελίδα στη χρυσή δέλτο της Ελληνικής Ιστορίας. Παντού θλίψη και απογοήτευση. Παντού συμφορά. Οι πανίσχυροι Γερμανοί είναι πια κυρίαρχοι. Και με το δικαίωμα του νικητή μοιράζουν τη γη της Μακεδονίας στους άκαπνους συμμάχους τους, τους Βουλγάρους. Το όνειρο, που έτρεφαν αιώνες οι Βούλγαροι, ξαφνικά γίνεται πραγματικότητα. Χωρίς να ματώσει το ρουθούνι τους πατούν για μια ακόμη φορά τα ιερά χώματα της Μακεδονίας και της Δράμας μας με τις ευλογίες της φασιστικής Γερμανίας στην οποία οι Βούλγαροι επιτρέψανε την ακώλυτη διέλευση των αεροπλάνων της.

Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό της 12ης Απριλίου του 1941, όταν στα ιερά χώματα της Δράμας πάτησε για τρίτη φορά το βουλγαρικό πόδι. Στην αρχή λίγοι, ύστερα κατά μάζες. Στρατός και υπάλληλοι, αγρότες και εργάτες, επαγγελματίας και επιστήμονες γέμισαν την πόλη και τα χωριά της Δράμας από Βουλγάρους. Η ιερή γη των Δραμινών γίνεται κτήμα τους. Ήρθαν με σχέδια και όνειρα να μείνουν για πάντα. Να ριζώσουν στα χώματα που ποθούσαν πάνω από χίλια χρόνια. Όμως είναι τέτοιο ρίζωμα δεν μπορούσε να γίνει με ειρηνικά μέσα. Γιατί, για να αφομοιώσεις ειρηνικά ένα λαό που κατέκτησες, πρέπει εσύ να διαθέτεις υψηλότερο πολιτισμό από εκείνον. Και κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε ευτυχώς με τους Βουλγάρους. Όμως ο σκοπός πρέπει να επιτευχθεί, ανεξάρτητα από τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν. Και επειδή οι Βούλγαροι υστερούσαν πολιτιστικά από τους Έλληνες, θυμήθηκαν την παλιά τους μέθοδο, εκείνη που τους είχε διδάξει καλά πριν από αιώνες ο αιμοχαρής βασιλιάς τους Κρούμος.

(συνεχίζεται…)