ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

 

 

Θα ήθελα να δώσω μια εικόνα βασισμένη σε ιστορικές δομές και γεγονότα απαρτιζόμενη και επικαιροποιημένη με συνθήκες υπογεγραμμένες, δίνοντας μια πιο ωμη και πραγματική κατάσταση περί του μεγάλου θέματος της ονομασίας της πολυτάραχης και αιματοβαμμένης ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ.

Γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι η Ιστορία γράφεται και από τους Νικητές που δίνουν την δίκη τους Νότα, αλλά και από τους Ηττημένους οι οποίοι δίνουν τον αντίποδα των Νικητών.

Σίγουρα η ιστορική αλήθεια είναι κάπου στην μέση, έτσι προστρέχοντας σε αρκετές πηγές προσπάθησα να εκμαιεύσω κατά την μετριότητα μου και να δομήσω ένα κείμενο διαφορετικό από τα συνήθη.

Μια ιστορική αναδρομή στο Μακεδονικό ζήτημα. Για να γνωρίζουμε τα πολιτικά γεγονότα και τις εθνικές φαντασιώσεις που μας έφτασαν ως εδώ.

Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας: ΠΓΔΜ. Πέντε λέξεις. Πέντε αθώες λέξεις κι ένα ακρωνύμιο που περικλείουν ολόκληρο το πρόβλημα. Υπάρχει πέρα από τα τσιτάτα για το Μέγα Αλέξανδρο και τον αρχαίο μακεδονικό πολιτισμό έστω ένα ψήγμα συναίσθησης της σημασίας και του ιστορικού των «Σκοπίων» όπως μάθαμε να τα λέμε (μόνο) εμείς; Έχουμε υπ’ όψιν μας τα ιστορικά στοιχεία; Ένα κράτος που δεν υπάρχει πια, μια δημοκρατία μη αναγνωρισμένη απ’ όλους, ένα τοπωνύμιο που διαχρονικά γεννούσε ένα από τα πιο σύνθετα και περίπλοκα προβλήματα των Βαλκανίων. Κραυγές, συλλαλητήρια, υπερβολές, αλυτρωτισμοί, πιθανά δημοψηφίσματα, ημιμάθεια και αμάθεια συνθέτουν ένα πολύ επικίνδυνο cocktail πολιτικών και εθνικών αντεγκλήσεων από ανθρώπους που στην συντριπτική τους πλειοψηφία δεν γνωρίζουν γιατί φωνάζουν, για ποιον λόγο διαμαρτύρονται.

Λόγω της στρατηγικής της θέσης και σημασίας, το κομμάτι του αρχαίου βασιλείου της Μακεδονίας που ονομαζόταν Παιονία, βρίσκεται στο επίκεντρο των εδαφικών διεκδικήσεων των διαφόρων κρατών της περιοχής από τον 19ο αιώνα. Προκάλεσε δυο συγκρούσεις μεταξύ του 1912-13, ακόμη πιο έντονες εντάσεις μεταξύ των δυο παγκοσμίων πολέμων και με την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας το 1991 ανακαλύψαμε τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Το χρονικό που ακολουθεί προσπαθεί να υπενθυμίσει τις ιστορικές αναφορές, να εντοπίσει το σημειολογικό χαρακτήρα του ζητήματος, επιχειρεί να κατανοήσει τις θέσεις που εξέφρασαν οι χώρες που συμμετείχαν στη διαμάχη πλην ημών – Αλβανία, Σερβία και Βουλγαρία – και να καταδείξει τις συνέπειες που είχαν στην πολιτική και στρατιωτική ισορροπία της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας τα περιφερειακά γεγονότα του γειτονικού Κοσόβου.

Ο όρος «Μακεδονία» κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας στα Βαλκάνια δεν αφορούσε ένα κράτος ή μια συγκεκριμένη πολιτική οντότητα, αλλά μια ιστορική περιοχή της οποίας τα όρια προσδιορίζονταν νότια στο Αιγαίο, δυτικά στη λίμνη Οχρίδα, ανατολικά στον ποταμό Mesta (Νέστος) στα και βόρεια στην οροσειρά Sar Planina. Σε οθωμανική κατοχή από τον 14ο αιώνα, η μακεδονική γη είχε περίπου την ίδια τύχη με τις όμορες περιοχές, δεν ασκείτο αποτελεσματικός έλεγχος και οι συνθήκες διαβίωσης άγγιζαν απλώς το ανεκτό. Παρόμοια κατάσταση εξακολούθησε και μετά την απελευθέρωση όταν ουσιαστικά έπεσε στα χέρια των τοπικών διαχειριστών των οποίων οι μέθοδοι ήταν συχνά δεσποτικές και αυταρχικές. Οι πρώτες επιπτώσεις στην περιοχή εκδηλώθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα λόγω της εθνικής αφύπνισης της Σερβίας και των υπολοίπων βαλκανικών λαών, με την Ελλάδα τότε σε μια κατάσταση limbo λόγω των 400 ετών σκοταδισμού. Η στρατηγική και κυρίως η οικονομική σημασία της περιοχής, ενέπλεξαν ακόμη και την τσαρική Ρωσία σε εξουσιαστικές βλέψεις, την ίδια στιγμή που η κραταιά Αυστρία σκόπευε να περάσει έναν σιδηρόδρομο για να φτάσει στη Θεσσαλονίκη και έτσι να επεκτείνει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή. Υπό το φόβο των Αυστριακών, η ρωσική κυβέρνηση συνηγορεί με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το 1878 στη γέννηση μιας «Μεγάλης Βουλγαρίας», η οποία θα είχε υπό την κατοχή της όλα τα εδάφη των ορίων της Μακεδονίας, ωστόσο το ρωσικό σχέδιο αποτρέπεται.

Σχεδόν σύσσωμη η ευρωπαϊκή αντιπροσωπεία αποδοκιμάζει και ανατρέπει το ρωσικό σχέδιο και με τη συνθήκη του Βερολίνου η περιοχή παραμένει στο ασαφές πλαίσιο της οθωμανικής κυριαρχίας. Προκύπτει το εξής παράδοξο, με Βουλγαρία, Ελλάδα και Σερβία να εντάσσουν στο εκπαιδευτικό τους σύστημα τη δική τους ιστορική εκδοχή με απώτερο σκοπό την προστασία των όποιων δικαιωμάτων τους, όταν και όποτε το θέμα ξανατεθεί επί τάπητος. Είναι η δεύτερη φορά που το πρόβλημα κρύβεται και πάλι κάτω από το χαλί με τον καθένα να διεκδικεί κομμάτι από την ιστορία ικανοποιώντας το εσωτερικό ακροατήριο και παραπέμποντας το ζήτημα στις καλένδες. Η αδυναμία προσδιορισμού της εθνοτικής σύνθεσης παρέμεινε αβέβαιη καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι απογραφές πληθυσμού που διενεργήθηκαν ήταν το λιγότερο χαλκευμένες και η συστηματική προπαγανδιστική πολιτική οδηγεί στη γέννηση της VMRO το 1893 στη Resana. Πρόκειται για την εθνικιστική επαναστατική οργάνωση των Σκοπίων, η οποία επιβιώνει μέχρι σήμερα και εκείνη την εποχή διασπάστηκε σε εκείνους που τάχθηκαν υπέρ της ένωσης με τη Βουλγαρία και τους αυτονομιστές, οπαδούς της λεγόμενης αυτοδιάθεσης. Βία, φανατισμός, εξεγέρσεις, συμπεριφορές που σε συνδυασμό με την ανέχεια οδήγησαν σε παρέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων και επιβεβλημένες πολιτικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις. Με το σχέδιο Murzsteg το 1905, το έδαφος της ΠΓΔΜ χωρίζεται σε πέντε τομείς, καθένας υπό την υψηλή εποπτεία διαφορετικής χώρας.

Η ιδέα των δυτικοευρωπαίων ναυαγεί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, οι συγκρούσεις και το έκρυθμο του πράγματος οδηγούν στους οδυνηρούς βαλκανικούς πολέμους, θεμελιώδες σημείο καμπής και διαμόρφωσης της μετέπειτα ιστορίας. Η Τουρκία ηττάται, παραχωρεί με τη συνθήκη του Λονδίνου το Μάιο του 1913 τα εδάφη της και το πόκερ ολοκληρώνεται με τη δημιουργία της ανεξάρτητης Αλβανίας (προκειμένου να αποφευχθεί η είσοδος της Σερβίας στην Αδριατική) και τη συντριβή της άλλοτε συμμάχου Βουλγαρίας μετέπειτα. Η συνθήκη του Βουκουρεστίου χωρίζει τη Μακεδονία στα τρία: στη Σερβία το κεντρικό τμήμα ‘η Μακεδονία του Βαρδάρη’, στη Βουλγαρία το μικρό τμήμα της «Μακεδονίας του Πιρίν» και σε εμάς η «Μακεδονία του Αιγαίου». Η ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων και της Βουλγαρίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ούτε άγγιξε ούτε τροποποίησε τον εδαφικό διαχωρισμό, ουδέποτε υπήρξε ή γεννήθηκε θέμα ιστορικής αποκατάστασης και για μια ακόμη φορά, το ζήτημα κρύφτηκε κάτω από το χαλί.

Το μεσοδιάστημα των δυο Παγκοσμίων Πολέμων και τα γεγονότα των ετών μετά τους Πολέμους, είναι ζωτικής σημασίας για ολόκληρα τα Βαλκάνια, πολλώ δε για το ζήτημα της Μακεδονίας. Η ρήξη Τίτο και Στάλιν το 1948 και οι πολύ ευαίσθητες σχέσεις Γιουγκοσλαβίας και Σοβιετικής Ένωσης, επανέφεραν στην επιφάνεια το καλά κρυμμένο πρόβλημα. Η Βουλγαρία που ποτέ δεν εγκατέλειψε το σχέδιο οικειοποίησης της Μακεδονίας, έκανε λόγο για ένωση με το Πιρίν, στο οποίο συστημικά από τη δεκαετία του ‘20 και του ‘30 είχε θρέψει το σπόρο για επανασύσταση και αναβίωση της VMRO με ένοπλες δραστηριότητες χρηματοδοτούμενες κρυφά από την κυβέρνηση και τους εθνικιστικούς κύκλους της Σόφιας. Οι πολλές και απανωτές τρομοκρατικές επιθέσεις στη Γιουγκοσλαβία από την VMRO, τη μετέτρεψαν σε κεντρικό πολιτικό παίκτη και ρυθμιστή των εξελίξεων και δίχως τις εσωτερικές έριδες και εν τέλει τη διάσπαση, ουδείς θα ήταν σε θέση να προβλέψει την κατάληξη των πραγμάτων. Οι ίδιες οι βουλγαρικές αρχές καταλήγουν στην πολύ δύσκολη απόφαση να άρουν τη στήριξη στην οργάνωση και το χαλί ξαναφουσκώνει.

Την ίδια εποχή, στο δικό μας κομμάτι, τη «Μακεδονία του Αιγαίου», λαμβάνει χώρα η πρώτη απογραφή του διασυμμαχικού καθεστώτος και σύμφωνα με τα στοιχεία πέρα από τους 200 χιλιάδες Έλληνες, στην περιοχή υπάρχουν 600 χιλιάδες Σλάβοι, 300 χιλιάδες Τούρκοι και 100 χιλιάδες Εβραίοι. Με τη συνθήκη του Neuilly το 1919, όσοι κάτοικοι της Μακεδονίας ήταν «βουλγαρικής συνείδησης» προσέφυγαν στη Βουλγαρία και οι αντίστοιχοι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στην ελεύθερη Μακεδονία. Η Μικρασιατική Καταστροφή το ‘22 επιτάχυνε τις πληθυσμιακές αλλαγές και με την ανταλλαγή πληθυσμών του ‘23-24 και την πολύκροτη συνθήκη της Λωζάννης, η Μακεδονία είχε πλέον ομογενοποιηθεί πληθυσμιακά με τους Έλληνες να ξεπερνούν το 88% του πληθυσμού. Με την πάροδο των ετών και κρυπτόμενη πίσω από το νέο ενωμένο σλαβικό κράτος, η ελληνική πλευρά εναπόθεσε τις ελπίδες της για επίλυση στην πρόθεση του Τίτο να «σερβοποιήσει» τη Μακεδονία του Βαρδάρη. Καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου, ο Γιόζιπ Μπροζ «Τίτο» μέσω της κατανομής της γεωργικής γης, αλλά και της εσωτερικής μετανάστευσης, μετέφερε πλήθη Σέρβων στην περιοχή με στόχο να απομακρύνει Αλβανούς και Τούρκους προς τις χώρες καταγωγής τους.

Κι ενώ όλα κυλούσαν βάσει σχεδίου, στον απόηχο της ήττας των δυνάμεων του άξονα τον Αύγουστο του ‘44 ο Τίτο αποφάσισε να διακηρύξει την «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» στο πλαίσιο της νέας σοσιαλιστικής γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας. Η κίνηση παραμένει ανοιχτή σε πολλαπλές ερμηνείες, ήταν ίσως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου δημιουργίας μιας βαλκανικής συνομοσπονδίας με σκοπό να επανενώσει τη Γιουγκοσλαβία, τη Βουλγαρία και την Αλβανία, δηλαδή μιας ακόμη υπερδύναμης. Αναγνωρίζοντας την ύπαρξη μιας ξεχωριστής μακεδονικής εθνικότητας, ο Τίτο φαινομενικά μειώνει τη σερβική επιρροή ικανοποιώντας το εσωτερικό μέτωπο, διεθνώς όμως στοχεύει σε έναν απίστευτο μηχανισμό προσέλκυσης Ελλήνων και Βουλγάρων στο μεγαλεπήβολο σχέδιό του. Η προοπτική της «αυτόνομης Μακεδονίας» χτυπάει καμπανάκια στη Δύση, οι τοποθετήσεις του Βούλγαρου ηγέτη Dimitrov σχετικά με τη συμμετοχή και της Ελλάδας στο σχέδιο αφυπνίζει και τις ΗΠΑ που μέχρι τότε υπήρξαν σταθερά σιωπηρός παρατηρητής των εξελίξεων. Στην Ελλάδα εν τω μεταξύ μαινόταν ο εμφύλιος και χωρίς τη ρήξη Τίτο-Στάλιν ουδείς θα μπορούσε να προβλέψει τον ρου και την πορεία των γεγονότων.

Ο Τίτο μένει χωρίς στήριξη, σχεδόν σύσσωμα τα υπόλοιπα Βαλκάνια τάσσονται με την πλευρά των Σοβιετικών και τα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας κλείνουν για τους αντάρτες, γεγονός και κίνηση στρατηγικής σημασίας που λίγο πολύ καθόρισε και το ίδιο το αποτέλεσμα του δικού μας εμφυλίου. Το μακεδονικό ζήτημα θάβεται βαθιά σε ένα είδος επιτηδευμένης λήθης, με το θάνατο του Στάλιν οι σχέσεις Γιουγκοσλαβίας και ΕΣΣΔ αμβλύνονται και η όποια αναφορά συναντάται μόνο από βουλγαρικής πλευράς και μόνον κατόπιν έντασης μεταξύ Μόσχας και Βελιγραδίου. Ουδείς μπορούσε να φανταστεί ανά τις δεκαετίες και τον καιρό του ψυχρού πολέμου ότι θα ξαναπροκύψει ζήτημα. Η Ελλάδα είχε βολευτεί, η Γιουγκοσλαβία είχε βολευτεί, οι Βούλγαροι είχαν βολευτεί, όλους τους απασχολούσαν πολύ σημαντικότερα εσωτερικά ζητήματα, κύριο μέλημα παρέμενε – τι άλλο; – η ανάπτυξη της οικονομίας.

(συνεχίζεται…)