ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

 

Δεν πρέπει να εκπλήσσει κάθε σοβαρό μελετητή της Ιστορίας της Δράμας το γεγονός ότι ο Ελληνισμός της περιοχής μας, μολονότι υπέστη τα πάνδεινα κατά τους δυσχείμερους χρόνους της Τουρκοκρατίας, η οποία διήρκεσε από το 1373 μέχρι το 1913, όμως κατόρθωσε να στηθεί στητός κι ολόρθος.

Ένας από τους κυρίαρχους παράγοντες, οι οποίοι εμψυχώσανε κι ενδυναμώσανε τον Ελληνισμό και τον βοήθησαν, ώστε να διατηρηθεί ακραιφνής και να συνεχίσει αδιάπτωτη την πορεία του, υπήρξε η Παιδεία, παρά τη λυσσαλέα αντίδραση του κατακτητή.

Η μέριμνα για την προσφορά της Παιδείας ήταν αποκλειστικό έργο της Εκκλησίας και των Εφοροδημογερόντων, οι οποίοι παρά τον κίνδυνο της απώλειας της ζωής τους, τολμούσαν να υπηρετούν με πάθος τη λειτουργία των Σχολείων. Μάλιστα όχι μόνο προέβαιναν στην ανέγερση διδακτηρίων, αλλά φρόντιζαν για την πρόσληψη διδακτικού προσωπικού επιλέγοντας «εκ των υπαρχόντων τους ευδοκιμοτέρους και ικανοτέρους» και κυρίως εκείνους, οι οποίοι εγνώριζαν τη βυζαντινή μουσική, ώστε να επιτελούν παράλληλα και το έργο του ιεροψάλτη. Οι τελευταίοι, όχι μόνο συγκεντρώνανε την προτίμηση των Εφοροδημογερόντων, αλλά και η αμοιβή τους ήταν υψηλότερη έναντι των άλλων διδασκάλων. Τούτο διαφαίνεται ολοκάθαρα από διασωθείσες πράξεις των Εφοροδημογερόντων της περιοχής μας σε κώδικες (λ.χ. Χωριστής).

Καθοριστικός ήταν ο ρόλος της Εκκλησίας στην προσφορά της παιδείας. Οι κατά καιρούς επίσκοποι συναισθανόμενοι πλήρως το ιερό τους καθήκον προς το Έθνος και την Ορθοδοξία παρακολουθούσαν άγρυπνα και ενεργά την προσφορά της παιδείας στους Ελληνόπαιδες, υφιστάμενοι γι’ αυτό τους το ενδιαφέρον απηνείς διώξεις, απειλές, εξορίες, απομακρύνσεις από το θώκο τους και συχνά και αφαίρεση της ζωής τους κατά τρόπο φρικώδη (λ.χ. Χρυσόστομος).

Η Μητέρα Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, παρακολουθούσε άγρυπνα την τύχη των υποδούλων ορθοδόξων με συχνές παρεμβάσεις για την προστασία των τέκνων της.

Και ενώ το ενδιαφέρον των Εφοροδημογερόντων ήταν τεράστιο και συγκινητικό για την προσφορά παιδείας στους υπόδουλους Ελληνόπαιδες, δεν έλειπαν και οι περιπτώσεις διχοστασίας, τις οποίες ενίοτε αδυνατούσε να αποτρέψει ο οικείος Επίσκοπος. Κάποτε τα δημιουργούμενα χάσματα μεταξύ των Εφοροδημογερόντων γίνονταν αγεφύρωτα με αποτέλεσμα να θεωρείται αναγκαία η επέμβαση του Οικουμενικού Πατριάρχη.

Στηριζόμενοι σε πατριαρχικά έγγραφα του 1874, θα ασχοληθούμε σήμερα με μια τέτοια διχοστασία, η οποία ταλάνισε για αρκετό καιρό την Εφοροδημογεροντία Δράμας με αφορμή τα «Σχολιανά Πράγματα». Πατριάρχης την περίοδο αυτή είναι ο Ιωακείμ ο Β’ (1860-1863 και 1873-1878) ενώ Μητροπολίτης Δράμας είναι ο Ιωαννίκιος Οικονόμου από την Άγκυρα (1872-1879).

Πληροφορηθείς ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Β’ τη δυσάρεστη κατάσταση που επικρατεί στη Μητρόπολη «Φιλίππων, Δράμας, Ζιχνών και Νευροκοπίου» (1663-1882) αποστέλλει με πατριαρχικό έγγραφο τον Μητροπολίτη Ξάνθης Καλλίνικο στη Δράμα για να συμβιβάσει τις διαφωνούσες μερίδες των Εφοροδημογερόντων της Δράμας, προβαίνοντας, ύστερα από σύγκληση Γενικής Συνέλευσης, στην εκλογή και ενός άλλου Εφόρου από την αντιπολιτευόμενη μερίδα για να συνεργασθεί με τον ήδη υπάρχοντα Αθανάσιο Σίμο για τα «Σχολιανά Πράγματα».

Το πατριαρχικό έγγραφο με ημερομηνία 6 Νοεμβρίου 1974 όριζε και τούτο. Αν η προσπάθειά του (Καλλινίκου) δεν καρποφορήσει, να παύσει και τον Έφορο Αθανάσιο Σίμο και να προχωρήσει στην εκλογή δύο Εφόρων από κάθε αντιμαχόμενη μερίδα, και μάλιστα τους περισσότερους άξιους, φρόνιμους και αμερόληπτους. Κι ακόμη να εκλέξει και να αποκαταστήσει στα Σχολεία της Δράμας από τους υπάρχοντες διδασκάλους τους ευδοκιμοτέρους και ικανοτέρους και παράλληλα να συμφιλιώσει τους αντιπολιτευόμενους χριστιανούς με το Μητροπολίτη τους. Και αφού τακτοποιήσει τα «Σχολιανά Πράγματα» και αποκαταστήσει την ειρήνη και την ομόνοια στη διχονοούσα Κοινότητα της Δράμας, να υποβάλει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο λεπτομερή Έκθεση των πράξεών του.

(συνεχίζεται…)