ΑΡΘΡΟ

Του Αναστάσιου Μ. Πούλιου*

 

 

 

 

Ο δικηγόρος, σύμφωνα με τα πρώτα άρθρα του Κώδικα Δικηγόρων (δηλαδή του Νόμου 4194/2013 όπως ισχύει σήμερα), είναι δημόσιος λειτουργός και ταυτόχρονα συλλειτουργός της δικαιοσύνης. Συνεπώς, η ίδια η Πολιτεία, έχει ορίσει το λειτούργημα του δικηγόρου, ως θεμέλιο του κράτους δικαίου και το δικηγόρο ως υπερασπιστή των δικαιωμάτων των πολιτών και εν τέλει, ως βασικό συμμέτοχο, όχι μόνο στη λειτουργία της δικαιοσύνης, αλλά και στην υπεράσπιση του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Τα τελευταία χρόνια, η άσκηση του λειτουργήματος του δικηγόρου επηρεάστηκε καταλυτικά, αφενός από την οικονομική κρίση, η οποία εξακολουθεί να δοκιμάζει τον κλάδο, αλλά και την ελληνική κοινωνία γενικότερα και αφετέρου από το απρόσμενο και πρωτόγνωρο φαινόμενο της πανδημίας που ενέσκηψε την Άνοιξη του 2020 και δυστυχώς εξακολουθεί να ταλαιπωρεί την παγκόσμια κοινότητα.

Η δικηγορία, μέσα στα πλαίσια αυτά, έχει δεχτεί σημαντικά πλήγματα, κυρίως όσον αφορά τον ανεξάρτητο μαχόμενο δικηγόρο, που αποτελεί τη συντριπτική πλειοψηφία του κλάδου, ο οποίος, βίωσε αρχικά, τη δραματική μείωση της δικηγορικής ύλης και συνακόλουθα, τη μείωση των εισοδημάτων του, λόγω της οικονομικής κρίσης και αμέσως μετά, την επτάμηνη αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων, λόγω πανδημίας, ήρθε δηλαδή αντιμέτωπος με την πολύμηνη, ολική παύση της εργασίας του, χωρίς καμία ουσιαστική συμπαράσταση από την Πολιτεία.

Ταυτόχρονα η εικόνα του δικηγορικού επαγγέλματος που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία ακόμη και σήμερα, απηχεί, αφενός στερεότυπα άλλων εποχών, που όμως καλλιεργήθηκαν επί δεκαετίες και αφετέρου μια έντεχνη προπαγάνδα που επιχειρεί, συχνά επιτυχημένα, να καταρρακώσει τη θέση του δικηγόρου, δημιουργώντας ένα ψευδεπίγραφο είδωλο μιας εντελώς διαφορετικής και σκληρής πραγματικότητας. Όσο κι αν κατά καιρούς δημοσιεύονται επίσημα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι, η πλειοψηφία των 42.000 δικηγόρων της χώρας εργάζονται σκληρά, αποκομίζοντας αποδοχές που δεν απέχουν από αυτές του μέσου Έλληνα εργαζόμενου, η εικόνα που παρουσιάζεται, κυρίως από τα Μ.Μ.Ε. του κέντρου, δικηγόρων ως τηλεοπτικών και κοσμικών αστέρων που αποκομίζουν χιλιάδες ευρώ, κυριαρχεί και στη συνείδηση του μέσου Έλληνα που θεωρεί τον οποιοδήποτε δικηγόρο, αποκλειστικά και μόνο γιατί φέρει την επαγγελματική αυτήν ιδιότητα, ως συμμετέχοντα σε μια κοινωνική ομάδα που αποκομίζει, ακόμη και σήμερα σε περίοδο έντονης οικονομικής κρίσης, τεράστια κέρδη τα οποία δεν μοιράζεται, ως οφείλει, δια μέσω της φορολογίας, με τους συμπολίτες του. Οι επιλογές της, όποιας εκάστοτε, πολιτικής ηγεσίας να στοχοποιεί συνεχώς τον δικηγόρο καταρρακώνοντας τον θεσμικό του ρόλο ως συλλειτουργό της δικαιοσύνης από τη μια και από την άλλη να επιβάλλει συνεχώς νέες φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις, οι οποίες απομειώνουν τα, ούτως ή άλλως, περιορισμένα, κατά βάση, εισοδήματά του, δημιουργούν τουλάχιστον ερωτηματικά ως προς την

αποδοχή ή όχι από την πολιτεία της θέσης του δικηγόρου ως συλλειτουργού στην απονομή της Δικαιοσύνης, υπερασπιστή των δικαιωμάτων του πολίτη, που σήμερα βάλλονται πανταχόθεν, θεματοφύλακα του κράτους δικαίου και εγγυητή των συνταγματικών θεσμών, θέση που είναι εδώ και δεκαετίες κατοχυρωμένη στο δικαιϊκό μας σύστημα.

Η πρόσφατη εμπειρία, στην αντιμετώπιση του κλάδου από την Πολιτεία, εν μέσω πανδημίας, έχει αποδείξει ότι, οι δικηγόροι, μόνο ενωμένοι, μέσα από τις κατοχυρωμένες θεσμικές συλλογικότητες τοπικής και πανελλαδικής οργάνωσης και με κοινή στάση και θέση μπορούμε να πετύχουμε, όχι απλά και συναινετικά τη διατήρηση μόνο όσων φαίνονται σήμερα εφικτά, αλλά την αναδιάταξη των δεδομένων και την ανάπτυξη των ευκαιριών, γιατί σ’ ένα περιβάλλον που αλλάζει με ταχύτητα πρέπει να αλλάξουμε άμεσα κι εμείς. Η συμβουλευτική δικηγορία, η διεύρυνση της δικηγορικής ύλης στις νέες τεχνολογίες, στα νέα μέσα διακίνησης των προϊόντων και των υπηρεσιών (π.χ. μέσω διαδικτύου), η ενασχόληση και η εξειδίκευση σε νέους κλάδους δικαίου που ταχύτατα αναπτύσσονται σε ευρωπαϊκό αλλά και διεθνές επίπεδο, είναι κάποιες από τις ευκαιρίες που δεν πρέπει εμείς οι δικηγόροι να χάσουμε.

Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι λοιπόν, σε πρώτο βαθμό αλλά και οι δευτεροβάθμιες συλλογικές δικηγορικές οργανώσεις (Ολομέλεια Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων, Λ.Ε.Δ.Ε. κλπ), θεσμικά κατοχυρωμένοι ως εκπρόσωποι όλων των δικηγόρων, καλούνται σήμερα να παίξουν ένα ρόλο όχι μόνο απλά οργανωτικό ή στενά συνδικαλιστικό, αλλά κυρίως, ένα ρόλο ενωτικό που θα οδηγεί δια μέσω του εκσυγχρονισμού στη νέα εποχή και ταυτόχρονα, θα συνδέει τις σύγχρονες απαιτήσεις της κοινωνίας με την παροχή ανάλογων δικηγορικών υπηρεσιών σε μια αμφίδρομη σχέση. Ο Δικηγορικός Σύλλογος, όπως και κάθε φορέας που εκπροσωπεί συλλογικά τους δικηγόρους, θα πρέπει να λειτουργεί συναινετικά, επιδιώκοντας κοινά αποδεκτές λύσεις και όχι απαραίτητα και μόνο συγκρουσιακά, θα πρέπει να θέτει στόχους μακρόπνοους και όχι αποσπασματικούς, θα πρέπει να διαμορφώνει πρόταση και όχι μόνο να προβαίνει σε διαμαρτυρία και αντίδραση. Στη σημερινή εποχή, η εκπροσώπηση των δικηγόρων, όπως και κάθε επαγγελματικού κλάδου, οφείλει να είναι προσφορά εθελοντική, με αρνητικό ισοζύγιο στην προσωπική, επαγγελματική και οικογενειακή ζωή, προκειμένου να κερδίσουν αυτοί που εκπροσωπούνται και εν τέλει η ίδια κοινωνία μέρος της οποίας άλλωστε, ενεργό μάλιστα, είναι οι δικηγόροι.

Στα χρόνια που έρχονται η δικηγορία θα εξακολουθεί να αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς, η άσκησή της θα απαιτεί ολοένα και περισσότερες γνώσεις, μεγαλύτερη εξειδίκευση, καλύτερα εφόδια υλικά και πνευματικά, ενώ οι συνθήκες εργασίας του δικηγόρου θα μεταβάλλονται διαρκώς. Οι δυσκολίες αναπόφευκτα θα πληθαίνουν και οι μόνοι σύμμαχοι του μαχόμενου δικηγόρου θα είναι, η δυνατότητα και η θέληση εξέλιξης και προσαρμογής του στα νέα δεδομένα, αλλά κι ένας δυνατός και αποτελεσματικός θεσμικός φορέας που τον εκπροσωπεί, ο Δικηγορικός Σύλλογος στον οποίο ανήκει, έτοιμος να σταθεί δίπλα του, ικανός να τον υπερασπισθεί απέναντι σε άδικες αυθαιρεσίες, έμπειρος να διεκδικήσει μαζί του, ανοιχτός στην κοινωνία που πρέπει να έχει σύμμαχο, ενωτικός στις επιλογές του και διεκδικητικός στις απαιτήσεις του απέναντι στην Πολιτεία.

Οι δικηγόροι, ιδίως τα τελευταία χρόνια, έχουν αποδείξει ότι μπορούν να μάχονται και έχουν τη δύναμη όχι μόνο να επιβιώνουν αλλά και να συνδράμουν την κοινωνία και τους συμπολίτες τους, όταν αυτό απαιτούν οι καιροί, όχι μόνο μέσω της επιστήμης τους αλλά και ως υποστηρικτές των κρατικών δομών, όταν αυτές δοκιμάζονται, ανεξάρτητα από τη στάση της Πολιτείας απέναντί τους. Σε πείσμα όσων επιχειρούν, ηθελημένα ή αθέλητα, να θέσουν τους δικηγόρους εκτός του θεσμικού τους ρόλου ως συλλειτουργών της Δικαιοσύνης και υπερασπιστών των δικαιωμάτων των πολιτών, σε αυτή τη δύσκολη περίοδο, οι δικηγόροι θα σταθούν στο ύψος των απαιτήσεων του ρόλου που ο ίδιος ο ευρωπαϊκός, αλλά και ιδιαίτερα ο ελληνικός νομικός πολιτισμός τους έχει θεσμικά αναθέσει, αυτόν του μοναδικού ανεξάρτητου και αδέσμευτου υπερασπιστή του κράτους δικαίου.

Ο ανεξάρτητος, μαχόμενος δικηγόρος, ήταν και θα παραμείνει πάντα, παρών στην προάσπιση των δικαιωμάτων όλων των συμπολιτών του, αγωνιζόμενος για την άσκηση της δικηγορίας με αξιοπρέπεια, για την λειτουργία της Δικαιοσύνης όπως αξίζει στους πολίτες, για μια κοινωνία εν τέλει, που θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις και τις ανάγκες όλων μας, γιατί η ορθή απονομή δικαιοσύνης είναι ύψιστο κοινωνικό και δημοκρατικό αγαθό.

 

*Ο κ. Πούλιος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Δράμας και εκ νέου υποψήφιος για τη θέση του Προέδρου στις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου