ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Απτόητος ο ιεράρχης απαντά στα τουρκικά όργανα ότι χωρίς διαταγή ή άδεια του Πατριάρχου του δεν πρόκειται ούτε στιγμή να εγκαταλείψει την έδρα του και αμέσως προσκαλεί σε σύσκεψη τη Δημογεροντία Δράμας, για να ανακοινώσει τα συμβάντα. Είναι συγκινητική ή απόφαση της Δημογεροντίας. Αποφασίζει να εξεγείρει όλους τους ορθοδόξους κατοίκους της Δράμας σε περίπτωση που η τουρκική εξουσία θα απεφάσιζε να αποπέμψει με τη βία τον Χρυσόστομο. Ταυτόχρονα ο εθνομάρτυς Μητροπολίτης γνωρίζει με τηλεγραφήματά του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη τα συμβαίνοντα και ζητεί οδηγίες πώς να ενεργήσει.

Μέχρι όμως το απόγευμα της ίδιας ημέρας το Πατριαρχείο δεν απαντά και τότε εγκρίνεται η αποστολή και δευτέρου τηλεγραφήματος. Ο ορθόδοξος κόσμος της Δράμας ανησυχεί για τη σιωπή του Πατριαρχείου. Όλη τη νύχτα οι ορθόδοξοι Δραμινοί μένουν άγρυπνοι. Ξημερώνει η Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 1907. Το ορθόδοξο δραμινό ποίμνιο του εθνομάρτυρος Χρυσοστόμου πλημμυρίζει τους γύρω από το μητροπολιτικό οίκημα δρόμους. Κατά τις 10 το πρωί της 1/9/1908 φθάνει η τηλεγραφική απάντηση του Πατριάρχου προς τον αοίδιμο ιεράρχη.

Με το τηλεγράφημά του εκείνο ο Οικουμενικός Πατριάρχης έδινε στον αοίδιμο Χρυσόστομο Καλαφάτη την άδεια να αναχωρήσει για τη Θεσσαλονίκη και να παραμείνει εκεί μέχρι νεωτέρας διαταγής του. Η ενέργεια του Πατριάρχου επίκρανε το Χρυσόστομο, διότι, αν και ήξερε περίπου τις διαθέσεις του, όμως πίστευε πως την τελευταία στιγμή θα έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον. Η είδηση διαδόθηκε αστραπιαία. Συγκίνηση βαθειά προκάλεσε σ’ όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς της Δράμας η δυσάρεστη αυτή είδηση. Ένα ασυγκράτητο κλάμα είχε απλωθεί σ’ όλη την πόλη. Βαθύτατα συγκινημένος ο Χρυσόστομος καλεί όλο το χριστεπώνυμο πλήρωμα να συγκεντρωθεί στον μητροπολιτικό ναό.

Και εκεί, ύστερα από δέηση, εκφωνεί πατριωτικότατο λόγο, ενώ το ευσεβές ακροατήριο αναλύεται σε ασυγκράτητα δάκρυα. Ταυτόχρονα με το μνημειώδη εκείνο λόγο του έδιδε θάρρος σε όλους και τους χαλύβδωνε έτσι, ώστε να μη υποκύψουν σε οποιαδήποτε βία, να είναι δε αφοσιωμένοι στην ορθόδοξη πίστη και στον Ελληνισμό.

Αρκετά λεπτά μετά τη φλογερή του ομιλία έμεινε σιωπηλός και δακρυσμένος πάνω στον θρόνο του. Σ’ όλο το χώρο του ναού δεν άκουγες τίποτε άλλο παρά μόνον ακράτητους λυγμούς, ενώ τα δάκρυα αυλάκωναν τις παρειές του εκκλησιάσματος.

Ετοιμάζεται σε λίγο να μεταβεί στο μητροπολιτικό κατάστημα. Σύσσωμο το ευσεβές εκκλησίασμα τον ακολουθεί. Το συνωστιζόμενο έξω από το μητροπολιτικό μέγαρο χριστεπώνυμο πλήρωμα ζητεί να ακούσει για τελευταία φορά τη φωνή του αγίου ποιμενάρχου του. Και εκείνος βιβλικός, χωρίς όμως να μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του, που χάνονται γοργά στη δασειά γενειάδα του, εκφωνεί λόγο μνημειώδη. Παραθέτουμε απόσπασμά του: «Ας μαίνεται η καταιγίς και η θύελλα, ας μας δέρωσι της θαλάσσης τα άγρια κύματα, ας μας καταδικάζωσιν εις εξορίαν. Ουδέν ταύτα προς ημάς. Ημείς επετελέσαμεν χρέος ιερόν, επέσαμεν εν ταις αγκάλαις του καθήκοντος. Όλοι αι πληγαί μας είναι εις το στήθος, το οποίον αντετάξαμεν εις τους εχθρούς. Ουδεμίαν πληγήν έχομεν επί των νώτων, ώστε να αισχυνώμεθα. Θα βαδίσωμεν όπου αν ο δάκτυλος της Θείας Προνοίας μας οδηγήση. Ημείς είμεθα οι σπείροντες και εις ημάς έλαχεν ο κλήρος να καθαρίσωμεν το έδαφος εκ των ακανθών και να υποφέρωμεν τους κόπους της σποράς και δια των δακρύων μας να ποτίσωμεν τα σπέρματα. Πλην ταχέως θα παρέλθωσιν αι βαρείαι ημέραι και θα έλθη ο τρυγητός και εν αγαλλιάσει αίροντες και υψούντες τα δράγματα θα χαρώμεν και θα δοξασθώμεν. Αν τουλάχιστον μέχρι της σήμερον δεν κατωρθώσαμεν να αποδείξωμεν εις πάντας ότι είμεθα ποιμήν καλός, νυν εν τοις διωγμοίς μας θα φανή «ότι ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων, ο δε μισθωτός και ουκ ων ποιμήν θεωρεί τον λύκον ερχόμενον και αφίησι τα πρόβατα και φεύγει, ότι μισθωτός εστι και ου μέλλει αυτώ περί των προβάτων».

(συνεχίζεται…)