ΑΡΘΡΟ
Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά
ATPL
AIRLINE PILOT
B737NG AIRBUS 320
Το 20% των εργαζομένων στην Ελλάδα ασκεί δεύτερη και τρίτη εργασία Ζούμε για να δουλεύουμε, συντροφιά με την παραοικονομία και την φοροδιαφυγή. Η διπλοαπασχόληση, η παραοικονομία κα ο ανύπαρκτος ελεύθερος χρόνος
«Ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει ρίχνοντας πεσσούς σαν παιδί ή βασιλιάς», έλεγε ο Ηράκλειτος και πολύ αργότερα ο Π. Λαφάργκ συμπλήρωνε: «Ο Ιεχωβάς, ο γενειοφόρος και βλοσυρός θεός, πρόσφερε στους πιστούς του το υπέρτατο παράδειγμα της ιδανικής τεμπελιάς: έπειτα από έξι μέρες δουλειάς αναπαύθηκε αιώνια». Τι άλλο μπορεί να σημαίνουν σήμερα αυτές οι ρήσεις από την ανάγκη να υπάρχει χρόνος «για να ζούμε, να γελάμε, να αγαπάμε» (όπως έλεγε ένα παλιότερο σύνθημα συνδικάτου, που δεν έχει χάσει την επικαιρότητά του); Να δουλεύουμε για να ζούμε και όχι να ζούμε για να δουλεύουμε αφού άλλωστε φαίνεται ότι και δουλεύοντας τα εισοδήματα δεν φτάνουν για να ζούμε αξιοπρεπώς.
Οι ώρες εργασίας, η διπλοαπασχόληση ή η συνέχιση της εργασίας πέραν του τυπικού ωραρίου, η αίσθηση της δημιουργίας στην εργασία συγκριτικά με τις υπόλοιπες δραστηριότητές τους, η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου τους, η συμμετοχή σε συλλογικές δράσεις και οι συνθήκες διαβίωσης δίνουν το πλαίσιο που συνθέτει το πρόσωπο των εργαζομένων. Και ποιο είναι αυτό σήμερα;
Το 20% των εργαζομένων στην Ελλάδα πολυαπασχολείται κυρίως για οικονομικούς λόγους, αφού ο Έλληνας εργαζόμενος υποχρεώνεται να εργάζεται κατά 89% περισσότερο χρόνο για να αποκτήσει τα ίδια αγαθά με τον μέσο ευρωπαίο συνάδελφό του. Ένα αντίστοιχο ποσοστό επιθυμεί την προσφυγή στην πολυαπασχόληση σε δεδομένη ευκαιρία! Το 1/3 των μισθωτών προβαίνει σε υπερωριακή απασχόληση για οικονομικούς λόγους.
Τα στοιχεία αυτά είναι αποτέλεσμα πρόσφατων ερευνών του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, που αποτυπώνουν την κατάσταση την οποία βιώνουν οι εργαζόμενοι λόγω της οικονομικής στενότητας. «Είμαστε η χώρα με τις περισσότερες ώρες εργασίας στην Ευρώπη», επισημαίνει επιπρόσθετα ο κ. Σάββας Ρομπόλης, επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ και καθηγητής Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. «Η ανεργία θα μπορούσε να δεχτεί γερό χτύπημα αν το αίτημα για 35 ώρες εργασίας γινόταν αποδεκτό με συνολικότερη βέβαια αναπτυξιακή πολιτική. Το πιστεύετε ότι όταν συνοδεύουμε το αίτημα για 35ωρο με εκείνο για μείωση των υπερωριών, πολλοί εργαζόμενοι λένε ότι “χωρίς υπερωρίες δεν μπορούμε να ζήσουμε”; Σκεφτείτε ότι οι πραγματικοί μισθοί στη βιομηχανία είναι στο επίπεδο του 1982, ενώ οι μισθοί των μισθωτών αντιστοιχούν στο 65% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Η οικονομική δυσπραγία οδηγεί τους ήδη εργαζομένους να δουλεύουν σε δεύτερη δουλειά, περισσότερα μέλη των οικογενειών τους να ρίχνονται στην αγορά εργασίας, να χάνεται αυτό που λέμε ποιότητα ζωής με τον περιορισμένο ελεύθερο χρόνο, αλλά και να πέφτει η απόδοση της εργασίας στο τυπικό ωράριο της πρώτης δουλειάς. «Επιπλέον η παραοικονομία και η διπλοαπασχόληση οδηγούν σε καθήλωση της οικονομίας. Όσον αφορά την προσπάθεια των εργαζομένων να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, παρατηρείται πολλές φορές το φαινόμενο να δουλεύουν πολύ χωρίς να έχουν ανάλογα οικονομικά οφέλη».
Από την πλευρά του ένας εργαζόμενος δίνει τη δική του αίσθηση από όσα βιώνει: «Ακόμη και ο ελεύθερος χρόνος έχει χάσει το νόημά του. Το μόνο που μπορείς να κάνεις σήμερα στον ελεύθερο χρόνο σου είναι να ανακτήσεις τις δυνάμεις σου για την επομένη μέρα, στο κρεβάτι ή στην τηλεόραση. Ζω μέσα στο άγχος λόγω της εντατικοποίησης της δουλειάς μου, που το μεταφέρω στο σπίτι», λέει ο Γιάννης Κ., εργαζόμενος στη ΔΕΗ.
«Είχα δει μια γελοιογραφία που παρουσίαζε τον υπάλληλο μπροστά στο γραφείο του εργοδότη να του λέει: “Ευχαρίστως θα δούλευα 35 ώρες τη Δευτέρα και να έχω την υπόλοιπη εβδομάδα ελεύθερη!!!”. Το λέω αν και ξέρω ότι ακόμη με το ελαστικό 40ωρο που έχει προταθεί (40 ώρες σε τέσσερις μέρες) θα αυξηθούν τα ατυχήματα. Θέλουμε χρόνο για να ζήσουμε. Δεν είναι ζωή να μην προλαβαίνω να δω την κόρη μου, να βάζω καλώδια όλη μέρα στη δουλειά και το απόγευμα ή το πρωί, ανάλογα με τη βάρδια στη ΔΕΗ, να πηγαίνω σε οικοδομές για να κάνω ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις. Και πολύ δουλεύω και τα χρήματα δεν μου φτάνουν και ελεύθερο χρόνο δεν έχω. Η ζωή αρχίζει εκεί όπου τελειώνει η δουλειά, αλλά και εκεί δεν έχεις πια το κουράγιο να ζήσεις».
Σε έρευνα που διενήργησε η εταιρεία PRC για λογαριασμό του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ το 1996, σε δείγμα 1. 046 εργαζομένων, σε Αθήνα και Πειραιά, δίνονται εντυπωσιακά στοιχεία για τη ζωή των εργαζομένων. Το 16% των απασχολουμένων έχει δεύτερη εργασία ή συνεχίζει να εργάζεται μετά το κανονικό ωράριο στην πρώτη του εργασία. Σημαντικές διαφοροποιήσεις προκύπτουν αναλόγως του επαγγέλματος του εργαζομένου. Το χαμηλότερο ποσοστό συναντάται στους εργάτες και δημοσίους υπαλλήλους με 7%. Η πλειονότητα των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα διπλοαπασχολείται σε ποσοστό 11%, ενώ ένας στους τρεις καθηγητές – δασκάλους συνεχίζει να εργάζεται μετά το τυπικό του ωράριο ή κάνει δεύτερη εργασία. Οι διπλοαπασχολούμενοι ή εργαζόμενοι πέραν του ωραρίου εργασίας κατά μηνιαίο εισόδημα είναι σε ποσοστά: το 14,5% με εισόδημα κάτω των 150.000 δραχμών, το 38,6% με εισόδημα από 150.000 ως 250.000 δραχμές, το 22,3% με εισόδημα από 250.000 ως 400.000 δραχμές, το 12,9% με εισόδημα πάνω από 400.000 δραχμές.
Ο εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας είναι 46,7 ώρες κατά μέσο όρο. Οι αυτοαπασχολούμενοι εργάζονται 55 ώρες, οι εργοδότες φθάνουν τις 60,5 ώρες, οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα εργάζονται 44,6 ώρες και οι μισθωτοί του Δημοσίου 39,3 ώρες. Οι δραστηριότητες των εργαζομένων είναι άμεσα συναρτημένες και διαφοροποιούνται σημαντικά βάσει του φύλου τους. Οι δραστηριότητες ενός εργαζόμενου άντρα σε μια τυπική καθημερινή ημέρα επιμερίζονται ως εξής: εργάζεται 8 ώρες και 40 λεπτά, μετακινείται 1 ώρα και 20 λεπτά, κάνει δουλειές στο σπίτι 50 λεπτά, φροντίζει τα παιδιά 36 λεπτά, ξεκουράζεται ή διασκεδάζει 3 ώρες και 35 λεπτά. Αντίστοιχα οι δραστηριότητες μιας εργαζόμενης γυναίκας είναι: εργάζεται 7 ώρες και 35 λεπτά, μετακινείται 1 ώρα και 20 λεπτά, κάνει δουλειές στο σπίτι 2 ώρες και 45 λεπτά, φροντίζει τα παιδιά μιάμιση ώρα, ξεκουράζεται ή διασκεδάζει 2 ώρες και 10 λεπτά.
Ο ελεύθερος χρόνος στη συντριπτική του πλειονότητα διατίθεται κυρίως στην παρακολούθηση της τηλεόρασης. Το 82% των απασχολουμένων δηλώνει ότι βλέπει καθημερινά τηλεόραση, ενώ το 93% βλέπει τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. Μόνο το 3,4% δηλώνει ότι έστω και μία φορά την εβδομάδα πηγαίνει σε κινηματογράφο, θέατρο ή συναυλία. Ειδικότερα, οι νέοι διαφοροποιούνται από τους υπόλοιπους εργαζομένους κυρίως στη διασκέδαση, όπως μπαρ ή ντίσκο (όπου το 47,4% δηλώνει ότι πηγαίνει τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα), και όσον αφορά την επίσκεψη σε αθλητικούς χώρους ή γυμναστήρια (29,2%). Εξάλλου, οι δραστηριότητες που θα ήθελε να αναπτύξει ένας νέος εργαζόμενος και δεν μπορεί είναι κυρίως ταξίδια (28,2%) και να ασχοληθεί με τη γυμναστική και τα σπορ γενικότερα (27%). Δραστηριότητες όπως η επιμόρφωση ή η ενασχόληση με τις τέχνες αφορούν μια μικρή μειονότητα (6,4% και 3,7%, αντίστοιχα). Πόσο καλύπτουμε τις ανάγκες μας
Το 63% των εργαζομένων αντιμετωπίζει με δυσκολίες τις ανάγκες του νοικοκυριού του, ενώ ιδιαίτερα στην κατώτερη εισοδηματική ομάδα το ποσοστό αυτό φτάνει περίπου το 83%. Στην ανώτερη εισοδηματική ομάδα το 63% δηλώνει ότι αντιμετωπίζει εύκολα τις ανάγκες. Από τους εργαζομένους που ανήκουν στα χαμηλά και μεσαία οικογενειακά εισοδήματα (ως 400.000 δραχμές τον μήνα) εκφράζουν μικρή ικανοποίηση από την κατοικία τους, αναφέροντας ως κύρια προβλήματα την ηχορύπανση και το μικρό μέγεθος της κατοικίας.
Δύο στους τρεις απασχολουμένους θεωρούν ότι το ωράριο της εργασίας τους είναι πιο δημιουργικό από το υπόλοιπο της ημέρας τους. Ειδικότερα στους αυτοαπασχολούμενους το 76% έχει αυτή την άποψη. Στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα το ποσοστό αυτό είναι 26%. Είναι χαρακτηριστικό επίσης το γεγονός ότι 8% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα θεωρεί το ωράριο πιο ξεκούραστο από το υπόλοιπο της ημέρας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις υπόλοιπες κατηγορίες των εργαζομένων πλησιάζει το 19%. Βεβαίως υπάρχει διαφοροποίηση ως προς την αίσθηση της δημιουργίας και της «κοινωνικότητας» μέσω της εργασίας ανάλογα με τη θέση στην απασχόληση των εργαζομένων. Όλα τα σχετικά μεγέθη της έρευνας οδηγούν στη διαπίστωση ότι οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα εργάζονται σκληρότερα, κοινωνικοποιούνται μέσω της εργασίας τους λιγότερο και νιώθουν λιγότερο δημιουργικοί από ό,τι οι υπόλοιπες κατηγορίες απασχολουμένων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 42,4% των ερωτηθέντων δεν έχει συμμετάσχει ενεργά σε καμιά μορφή συλλογικής οργάνωσης. Ειδικότερα, ως και στους αποφοίτους δημοτικού το ποσοστό ανεβαίνει στο 65,4%, ενώ στους αποφοίτους ΤΕΙ και άνω πέφτει στο 22%.
«Είμαι καθηγητής Φυσικής Αγωγής στο 40ό Γυμνάσιο Αθηνών. Για να συμπληρώνω όμως το εισόδημα της οικογένειας δουλεύω ως ελαιοχρωματιστής τα Σαββατοκύριακα, τις γιορτές και λίγα απογεύματα κατά τις καθημερινές. Έχω ένα γιο, η γυναίκα μου δουλεύει και το μηνιαίο εισόδημά μας φτάνει τις 400.000 δραχμές. Θέλουμε να εξασφαλίσουμε ένα μίνιμουμ αξιοπρεπούς ζωής. Να μπορούμε να πηγαίνουμε μία φορά το μήνα σε παιδικό θέατρο το παιδί μας, να παίρνουμε κάνα βιβλίο, να έχουμε δύο εξόδους τον μήνα». Ο 40χρονος Χαράλαμπος Κόκλας θα ήθελε να έχει περισσότερο ελεύθερο χρόνο για να ασχοληθεί περισσότερο με το παιδί του, να ρίξει μεγαλύτερο βάρος στο σχολείο. «Οι μαθητές έχουν ανάγκη εμάς τους δασκάλους. Και τώρα προσπαθώ από το περίσσευμα της αντοχής μου και της ψυχής μου. Θα μπορούσα να δραστηριοποιηθώ πιο πολύ οργανώνοντας πολιτιστικές δραστηριότητες, εκδρομές, αθλητικές εκδηλώσεις. Το κάνω όσο μπορώ». Θεωρεί ότι ο εργαζόμενος πρέπει να έχει ελεύθερο χρόνο για να ασχολείται με τα κοινά και με ζητήματα που αφορούν τη γειτονιά, τη συνοικία, την ποιότητα ζωής, την οικολογία. «Όσο πιο πολύ εξαντλείται τόσο αδιαφορεί για τα κοινωνικά ζητήματα. Ο εργαζόμενος πρέπει να ζει μόνο από τον μισθό της κύριας απασχόλησης. Αλλιώς πολλά κακά έπονται».
Τι γίνεται όμως και με αυτούς που έχουν αναγκαστικά πολύ ελεύθερο χρόνο γιατί… δεν έχουν δουλειά; «Μου έλεγε ένας φίλος ότι “οι φτωχοί δεν έχουν λεφτά και οι πλούσιοι δεν έχουν χρόνο”. Στο σύστημα όπου ζούμε όλα στραβά είναι. Είμαι τρεις μήνες άνεργος», λέει ο Γιώργος Καρναβάς, 29 ετών. «Ευτυχώς δουλεύει η γυναίκα μου σε μια φαρμακευτική επιχείρηση. Τα φέρνουμε τσίμα τσίμα βόλτα. Τι να το κάνω που έχω χρόνο και δεν μπορώ να ξοδέψω για να πάω σε μια συναυλία, να κάνω ένα ταξίδι, να αγοράσω βιβλία… Όλη μέρα ξεφυλλίζω μικρές αγγελίες. Δεν έχω πολλά τυπικά προσόντα. Απόφοιτος γυμνασίου είμαι. Χωρίς κάποιες τεχνικές γνώσεις δεν κάνεις χαΐρι εύκολα. Θα πουλήσω τη μοτοσικλέτα μου που τη λατρεύω γιατί χρειάζομαι τα χρήματα .Τέλος πάντων, κάτι πρέπει να αλλάξει. Εκνευρίζομαι όταν ακούω για δείκτες της οικονομίας που πάνε καλά. Οι αριθμοί υγιαίνουν, εμείς ασθενούμε».