ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Από τα δημοτικά τραγούδια, τα οποία σημάδεψαν ανεξίτηλα τη ζωή των Ποντίων, είναι εκείνα, που διεκτραγωδούν τον πόνο, τον οποίο προκαλεί ο μισεμός, ένα φαινόμενο συνυφασμένο για χρόνους πολλούς με τη ζωή των Ποντίων.

Ο δύσκολος τρόπος ζωής, η αναζήτηση ευκαιριών για βελτίωση της ζήσης τους, τους ανάγκαζε συχνά να εγκαταλείπουν συμβία, τέκνα και γονείς και να αναζητούν νέους τόπους για επίλυση του προβλήματος του βιοπορισμού τους.

Αθέλητη αναμφίβολα η απομάκρυνση από την οικογενειακή εστία, όμως αναγκαία και ταυτόχρονα κατάφορτη από κινδύνους.

Και την κατάσταση αυτή δεν παραλείπει να την διεκτραγωδήσει ο Πόντιος λυράρης με τα μελανώτερα χρώματα, ταυτίζοντάς την με το ταξίδι χωρίς γυρισμό.

Σ σην ξενιτάν π’ αχπάσκεται ν’ αϊλλοί και βάι το χάλ’ν ατ’, το σάβανον ας ετοιμάζ’ αφ’κά ’ς σο μαξιλάρ’ν ατ’.

Και ασφαλώς δεν έχει άδικο διαζωγραφίζοντας μια τέτοια κατάσταση. Τόποι άγνωστοι, αφιλόξενοι, συνθήκες εργασίας απάνθρωπες, οδοιπορίες μακρινές με χίλιες δυο παγίδες θέτουν συχνά σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα των ξενιτεμένων και κάποτε την ίδια τη ζωή τους.

Η σπαραξικάρδια ώρα του χωρισμού, ο ενδόμυχος φόβος μήπως είναι η τελευταία στιγμή επικοινωνίας, οδηγούν τον λυράρη σε πενθούσα μουσική να αναθεματίσει όχι μόνον την ίδια την ξενιτιά, αλλά και κάθε ένα, που θα τολμούσε να εκφρασθεί θετικά γι’ αυτήν. Γι’ αυτό και θα ανακρούσει πένθιμα τους στίχους:

Ανάθεμά τον π’ έλεεν η ξενιτιά καλόν έν’ τη ξενιτείας το νερόν πικρόν φαρμακερόν εν’.

Στο ίδιο μοτίβο θα σύρει το δοξάρι του περίδακρυς:

Ανάθεμα και τα μακρά όθεν ‘κί πάει λαλία, τ’ ομμάτα μ’ εσκοτίνεψαν

κι ασ’ σην αροθυμίαν.

Όσο οδυνηρή είναι η ώρα του αποχωρισμού, τόσο γλυκύτατη είναι η ώρα της επιστροφής. Το νόστιμον ήμαρ, το συνυφασμένο με το DNA του Έλληνα, γιατί όχι και των Ποντίων, αφού αυτοί, κατά την ποντιακή μούσα, είναι Τραντέλληνες. Είναι οι αιώνιοι Οδυσσείς, οι ιέμενοι και καπνόν αποθρώσκοντα νοήσαι ης γαίης θανέειν ιμείρονται, όπως θα τραγουδήσει με τη φόρμιγγά του ο ομηρικός Φήμιος αντάμα με τον Δημόδοκο στο παλάτι του πολύπλαγκτου Οδυσσέα.

Νομίζω πως παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για έναν μελετητή της δημοτικής ποίησης του Πόντου να εγκύψει περισσότερο στη μελέτη των τραγουδιών εκείνων, τα οποία συγκαταλέγονται στην κορυφαία ομάδα, που δίκαια αποκλήθηκαν παραλογές και εύλογα κερδίζουν τον χαρακτηρισμό μικρών τραγωδιών και εμφανίζουν κοινή δομή και περιεχόμενο με τις αρχαίες τραγωδίες. Ας τις δούμε αναλυτικά και ας ξεκινήσουμε με το τραγούδι «ο Μάραντον», ένα τραγούδι, που σμιλεύτηκε γύρω στις αρχές του 13ου μ.Χ. αιώνα.

Κύριος πρωταγωνιστής του έργου είναι ο Μάραντον, ο Πόντιος Ακρίτας αξιωματούχος, που επιστρατεύεται να συνετίσει τους αλλόδοξους, που είχαν καταντήσει ο εφιάλτης του βυζαντινού Ελληνισμού. Και ενώ ο Ιθακήσιος Οδυσσέας, ο πολυμήχανος οδεύει προς την Τροία για να ξεπλύνει την ντροπή, που ο τρωικός βασιλόπαις Πάρις προκάλεσε στο παλάτι του Μενελάου και ευρύτερα της Ελλάδος, ο Μάραντον θέλει να κρατήσει ελεύθερη τη γη των Βυζαντινών από την ξεδιάντροπη βουλιμία των Αγαρηνών.

Κι όπως ο ομηρικός Οδυσσέας αφήνει πίσω του το υπόδειγμα συζυγικής πίστης και αφοσίωσης, την καρτερική Πηνελόπη, έτσι και ο Μάραντον αφήνει στο άσπιλο παλλάδιό του τη σεμνή σύντροφό του. Αποκομμένη από την τύρβη και την αίγλη του ανακτόρου της η γυναίκα του Μάραντου, καταφεύγει στις βουνοκορφές με συντροφιά τα ανεξίκακα πρόβατά της και με μια μόνη σκέψη να υποδεχθεί στο σεμνό παλλάδιό της τον Μάραντο για να ξεδιπλώσει μαζί του την υπόλοιπη διαδρομή του ανηφορικού και κακοτράχαλου Γολγοθά της ζωής.

Τον εγκλεισμό της στο βάθος του καλλιμάρμαρου μεγάρου της Ιθάκης επιλέγει η ομηρική Πηνελόπη, σφραγίζοντας τ’ αυτιά της στις προκλητικές ερωτικές οχλήσεις των αργόσχολων μνηστήρων, που κατασπαταλούν το βίο του Οδυσσέα. Αυτή, σφραγίζοντας με βουλοκέρι τα αυτιά της στις ανήθικες επιθέσεις τους, καταγίνεται με την ηλακάτη και τον αργαλειό και με τη μόνη σκέψη να ξανασμίξει με τον Οδυσσέα.

Ίδιοι περίπου μνηστήρες πολιορκούν και την Ποντία Πηνελόπη. Αλαζονικοί και θλιβεροί κι αυτοί πασχίζουν να τη δελεάσουν με τον ισχυρισμό πως ο Μάραντος θα καταστεί σφάγιο στο βωμό του Άρη. Μα κείνη δηλώνει αδίστακτα πως είναι αποφασισμένη να αναμένει τον ερχομό του Μάραντου, δηλώνοντας: Εφτά χρόνα εγέντονε τον Μάραντον πα ‘κ’ είδεν. Τα πέντε ’ποίκεν εκατόν τα δεκαπέντε χίλια. Κι αν συμβεί και δεν έρθει ο Μάραντον από τη στρατεία, τότε θα καλογερέψει αφαιρώντας κάθε μύχια σκέψη των μνηστήρων, που την πολιορκούν ασύστολα.

Εφτά χρόνα ενέμενα κι άλλ’ εφτά αναμένω, αν έρ’ται ο Μάραντον, κι αν ’κί έν’ καλογερεύω.

Είκοσι χρόνια κάνει υπομονή η ομηρική Πηνελόπη, απεριόριστους χρόνους η Ποντία Πηνελόπη. Ο πόλεμος στα βυζαντινά σύνορα τέλειωσε νικηφόρα για τον Μάραντο, όπως και για τον Οδυσσέα στη μακρινή Τροία με την άλωσή της. Κι οι δυο επιστρέφουν στον τόπο τους. Παρόντα τα σημάδια της αναγνώρισής τους. Η ουλή στο πόδι του Οδυσσέα από τη γερόντισσα δούλα Ευρύκλεια, το χαρακτηριστικό στημνοδέσιμο του Μάραντου από την Ποντία Πηνελόπη «Κι ατό το στημνοδέσιμον τη Μάραντε μ’ ομάζει».

Η ιώβεια υπομονή, η πίστη στο συζυγικό στεφάνι, η ξέχειλη αγάπη θριαμβεύουν. Η δύναμη της αληθινής συζυγικής αγάπης της Πηνελόπης διανθίστηκε με την πένα του θείου Ομήρου, ενώ της Ποντίας Πηνελόπης με το απολλώνιο θείο δώρο του Ποντίου τροβαδούρου. Ο μεγάλος των αιώνων ποιητής Όμηρος πήρε αντάμα του στην ατελεύτητη πορεία τον Πόντιο τροβαδούρο για να γευτούν το νέκταρ της αθανασίας.

 (συνεχίζεται…)