ΑΡΘΡΟ

Της Δήμητρας Ευθυμιάδου

Πτυχιούχου του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.

Το τελευταίο χρονικό διάστημα, έπειτα από την αιφνιδιαστική καταγγελία, της αθλήτριας και Ολυμπιονίκη Ιστιοπλοΐας Σοφίας Μπεκατώρου, για σεξουαλική κακοποίηση από παράγοντα του ομίλου Ιστιοπλοΐας, έχει ξεσπάσει μπαράζ αλυσιδωτών αντιδράσεων και καταγγελιών.

Η καταγγελία ήρθε στο φως πολλά χρόνια αργότερα, απ’ όταν έλαβε χώρα το συγκεκριμένο περιστατικό προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, της εικοσιαδιάχρονης τότε, αθλήτριας. Με αφορμή αυτήν την καταγγελία, πολλές γυναίκες από τον χώρο του αθλητισμού, της τηλεόρασης, της Ακαδημίας, αλλά και του καλλιτεχνικού χώρου, βρήκαν την δύναμη και το θάρρος να καταγγείλουν δημόσια ότι και οι ίδιες έχουν πέσει θύματα βιασμού ή σεξουαλικής παρενόχλησης.

Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας προβλέπεται στο άρθρο 337 Ποινικού Κώδικα και κατατάσσεται ανάμεσα στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.

Πολλοί στάθηκαν και παράλληλα σχολίασαν αρνητικά το γεγονός ότι οι καταγγελίες ήρθαν «αργοπορημένα», χωρίς ωστόσο να λάβουν υπόψη τους αφενός την ψυχολογική κατάσταση των θυμάτων και το σοκ που υπέστησαν και αφετέρου το σαθρό, σε τέτοιες περιπτώσεις, σύστημα Δικαιοσύνης της χώρας, το οποίο αδυνατεί να καταδικάσει τους θύτες και να προστατεύσει τα θύματα.

Οι πρόσφατες αυτές καταγγελίες επαναφέρουν στον δημόσιο διάλογο κρίσιμα ζητήματα, όπως αυτό της έμφυλης βίας, της πατριαρχίας και των στερεοτύπων, το φορτίο του victim blaming και της κουλτούρας του βιασμού, που – δυστυχώς – χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία.

Μπροστά στην είδηση του βιασμού, στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι άνθρωποι μένουν παθητικοί. Λειτουργούν ως απλοί ακροατές της είδησης, ενώ την επόμενη στιγμή προσπαθούν να τη σβήσουν από την μνήμη τους, προσποιούμενοι ότι δεν αντέχουν το αποτρόπαιο της σεξουαλικής κακοποίησης. Παραγνωρίζουν, όμως, το γεγονός ότι πράξεις σεξουαλικής κακοποίησης και παρενοχλήσεις λαμβάνουν χώρα καθημερινά. Η στάση αποστασιοποίησης λοιπόν, κάθε άλλο παρά βοηθά την κοινωνία να αποτινάξει την κουλτούρα βιασμού. Αντιθέτως, υποθάλπει την αναπαραγωγή της – τραγελαφικής- άποψης ότι, αφού η «κοινωνία» είναι βίαιη, η γυναίκα οφείλει να προσέχει κάθε πράξη της, κάθε στιγμή της μέρας.

Ένα ακόμα ζήτημα, που χρήζει άμεσης επίλυσης, είναι ο φόβος του θύματος να καταγγείλει και να καταδικάσει την κακοποίησή του, λόγω του κοινωνικού στιγματισμού. Στην πραγματικότητα, το κοινωνικό σύνολο είναι αυτό ακριβώς που θα έπρεπε να παρέχει στις γυναίκες, όπως και σε κάθε κακοποιημένο άτομο, ένα αόρατο τοίχος προστασίας και την σιγουριά ότι «αν μιλήσω θα βοηθηθώ». Ωστόσο, έχει λάβει μια άλλη υπόσταση, αυτή του κριτή των πάντων, που άλλοτε επιδοκιμάζει και άλλοτε αποδοκιμάζει την απόφαση μιας κακοποιημένης γυναίκας να μιλήσει.

Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η δημοκρατική κοινωνία μας αποτυγχάνει, κάθε φορά που ένας πολίτης της δεν αισθάνεται ασφαλής και ελεύθερος μέσα σε αυτήν. Δυστυχώς, τα στερεότυπα που ενυπάρχουν, ακόμα και σε ανεπτυγμένες ή αναπτυσσόμενες χώρες του κόσμου, είναι αρκετά για να αναπαράγουν συμπεριφορές που υποβιβάζουν το γυναικείο φύλο, άμεσα ή έμμεσα.

Ακόμη και τον 21ο αιώνα, όπου η Δημοκρατία και οι ατομικές ελευθερίες έχουν κάνει μεγάλη πρόοδο, υπάρχουν εκατομμύρια γυναίκες απ’ ολόκληρο τον κόσμο που διεκδικούν μια ζωή χωρίς βία, φόβο και καταπίεση. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα, όπου τα περιστατικά της έμφυλης βίας κάθε άλλο παρά μειώνονται. Σύμφωνα με την Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, στον τομέα της βίας κατά των γυναικών, τα στατιστικά στοιχεία είναι άκρως απογοητευτικά, καθώς το 85,8% των θυμάτων σεξουαλικής βίας είναι γένους θηλυκού και το 98,3% των δραστών με καταδίκη είναι άνδρες, ενώ έχει καταγραφεί αύξηση των βιασμών κατά 47% την περίοδο 2008-2015.

Οι πρόσφατες καταγγελίες από γυναίκες αθλήτριες, φοιτήτριες και επαγγελματίες, ακόμη κι αν αποδεικνύουν την ύπαρξη της κατάπτυστης και αποτρόπαιης μορφής της κοινωνίας, αποτελούν ένα ενθαρρυντικό βήμα, καθώς οι γυναίκες, αυτή τη φορά, μιλούν ανοιχτά για όλα όσα η κοινωνία δυσκολεύεται να ακούσει. Ο κύβος ερρίφθη!

Ανακαλώντας λοιπόν, μνήμες περιστατικών έμφυλης βίας, όπως βιώθηκαν από τις ίδιες και παράλληλα προσεγγίζοντας το αποτύπωμα της κακοποίησης στη συλλογική συνείδηση, δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στα ζητήματα βίας, σεξισμού και ρατσισμού που ταλανίζουν, ακόμη και σήμερα, εκατομμύρια γυναίκες, σε πολλές πτυχές της ζωής τους.

Τέλος, κρίνεται απαραίτητο να αναφερθεί ότι για κάθε γυναίκα θύμα, που ενδιαφέρεται να επικοινωνήσει µε ένα φορέα αντιμετώπισης έμφυλης βίας, υπάρχει η Γραμμή SOS 15900. Τη γραμμή στελεχώνουν ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι που παρέχουν άμεση βοήθεια σε έκτακτα και επείγοντα περιστατικά βίας σε 24ωρη βάση, 365 ημέρες το χρόνο!

 

*Το άρθρο της κ. Ευθυμιάδου δημοσιεύτηκε στο blog PoliticsToday.news.blog