ΑΡΘΡΟ

Της Δήμητρας Ευθυμιάδου

Πτυχιούχου του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.

Συγκλονισμένη η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί τα συνεχή τρομοκρατικά χτυπήματα στην καρδιά της Ευρώπης. Η αιφνιδιαστική επίθεση στην Βιέννη αποτελεί το πιο πρόσφατο εξτρεμιστικό χτύπημα στην γηραιά ήπειρο, μετά από τον αποκεφαλισμό του καθηγητή Samuel Paty και τις δολοφονίες τριών ακόμη Γάλλων πολιτών τον τελευταίο μήνα. Το κοινό στοιχείο των παραπάνω ενεργειών, εκτός του αποτρόπαιου χαρακτήρα, είναι η εξτρεμιστική ταυτότητα των δραστών, η οποία αποδείχτηκε ότι προέρχεται από το ριζοσπαστικό Ισλάμ.

Το κλίμα αυτό, της τρομοκρατίας, γυρίζει την Ευρώπη πίσω, στις σκοτεινές μέρες του 2015 με τις πολύνεκρες τρομοκρατικές επιθέσεις του ISIS, στο Παρίσι και τις εν ψυχρώ δολοφονίες των δημοσιογράφων του Charlie Hebdo. Ωστόσο, το ριζοσπαστικό Ισλάμ προϋπήρχε και ήταν ενεργό σε τζιχαντιστικά δίκτυα, ακόμα και πριν την σύσταση του άλλοτε ισχυρού ISIS.

Είναι σημαντικό να τεθεί εισαγωγικά η εννοιολογική διαφοροποίηση μεταξύ Ισλάμ, ως θρησκείας, και Ισλαμισμού, ως ιδεολογίας, η οποία χρησιμοποιείται ως μέσο υποκίνησης εξτρεμιστικών ιδεών. Η απειλή για τη Δύση γενικότερα και για την Ευρώπη ειδικότερα δεν προέρχεται από το Ισλάμ ως πίστη των μετριοπαθών Μουσουλμάνων, αλλά από τον Ισλαμισμό ως μια αυταρχική θεοκρατική και πολιτική ιδεολογία.

Όπως πολλοί γνωρίζουν, το Ισλάμ δεν είναι ένα αδιαίρετο θρησκευτικό δόγμα, αλλά περιλαμβάνει διαφορετικές εκδοχές, με κυριότερη αυτή μεταξύ σουνιτών και σιιτών. Επομένως, όταν αναφερόμαστε στο Ισλάμ είναι λάθος να γίνεται λόγος για ένα συνολικό δίκτυο τρομοκρατών, με στόχο μόνο την Δύση. Υπάρχουν εξίσου πολλά ισλαμικά δίκτυα και κινήματα, τα οποία δεν ενστερνίζονται βίαιες πρακτικές και δεν επιθυμούν την επιβολή της Σαρία μέσω τρομοκρατικών επιθέσεων.

Πιο συγκεκριμένα, η τρομοκρατική δράση του Ισλάμ έχει συνδεθεί με τον Σουνιτικό κόσμο, κυρίως μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001. Αν και δεν αποδέχονται όλοι οι σουνίτες τη βία και τον εξτρεμισμό, είναι γεγονός ότι η εξάπλωση του τζιχάντ ξεκίνησε και αναπτύχθηκε από το σουνιτικό παρακλάδι. Γνωρίζουμε λοιπόν, ότι στο σουνιτικό χώρο δρούνε οι περισσότερες τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως η Αλ-Κάιντα, η Χαμάς, Αλ-Σαμπάμπ και Μπόκο Χαράμ. Άλλωστε, δεν υπάρχει πιο γνωστή τρομοκρατική οργάνωση από το ISIS, τo οποίο αποτελείται από Σουνίτες Ισλαμιστές και στόχο έχει την επιβολή του Ισλάμ στους «άπιστους» και τη δημιουργία ενός ισχυρού ισλαμικού χαλιφάτου.

Η δεύτερη μεγαλύτερη θρησκευτική ομάδα του Ισλάμ, αποτελείται από σιίτες μουσουλμάνους και κατά κανόνα έχει δείξει μη βίαιο χαρακτήρα. Πιθανόν αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι Σιίτες αποτελούν μειονότητα στα περισσότερα κράτη και δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μετωπικές συγκρούσεις με άλλα καθεστώτα. Εξαίρεση αποτελούν τόσο η Ιρανική Ισλαμική Δημοκρατία, όσο και τα Χεζμπολάχ

(κόμματα του Θεού), με βασικότερο το Λιβανέζικο Χεζμπολάχ, μια τρομοκρατική οργάνωση με ιδιαίτερα ενεργή δράση στα τέλη του 20ου αιώνα.

Ο Ισλαμισμός εν γένει έχει ως τελικό στόχο την επικράτηση και την εξάπλωση του Ισλάμ ανά τον κόσμο. Ωστόσο, η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των μετριοπαθών Μουσουλμάνων και των ριζοσπαστών εντοπίζεται στις μεθόδους που ο καθένας από αυτούς χρησιμοποιεί, για την επίτευξη του στόχου. Για τους οπαδούς του ριζοσπαστικού Ισλάμ, το τζιχάντ είναι ο πλέον απαραίτητος τρόπος εφαρμογής της Σαρία σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο εξτρεμισμός αποτελεί ένα ακαταμάχητο αφήγημα που συνεπαίρνει πλήθος δογματικών μαχητών του Ισλάμ, οι οποίοι θεωρούν καθήκον τους προς τον Θεό, την τιμωρία και τον θάνατο των απίστων.

Στις μέρες μας, δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η επιθυμία αυτή των ακραίων Ισλαμιστών για εκδίκηση και αιματοχυσία στην Ευρώπη, σχετίζεται άμεσα με το αποικιοκρατικό παρελθόν των Ευρωπαϊκών χωρών. Έχοντας ως αφετηρία αυτή την ερμηνεία, αυτόματα η θρησκευτική φυσιογνωμία του τζιχάντ δίνει την θέση της σε έναν πολιτικής φύσης πόλεμο εκδίκησης. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει, τουλάχιστον απόλυτα, για τους παρακάτω λόγους.

Αρχικά, κανένας τρομοκράτης, που έχει λάβει μέρος στις επιθέσεις που έχουν συμβεί, δεν θεωρούσε τον εαυτό του ως υπερασπιστή της χώρας του, καθώς ποτέ κανείς δεν φώναξε «Ζήτω το Ιράκ», το Πακιστάν, το Αφγανιστάν και ούτω καθεξής. Αντίθετα, όλοι οι τρομοκράτες επικαλούνται το όνομα του Αλλάχ πριν πραγματοποιήσουν την επίθεση, με την γνωστή φράση «Αλλάχ ου άκμπαρ». Άρα, συμπεραίνουμε ότι η εκάστοτε επίθεση έχει στόχο μια χώρα «απίστων» και όχι μια πάλαι ποτέ ισχυρή αποικιοκρατική δύναμη.

Επιπλέον, όπως είναι γνωστό, η αποικιοκρατία δεν έπληξε μόνο μουσουλμανικές χώρες (όπως αυτές της Μέσης Ανατολής και της βόρειας Αφρικής), αλλά και την Ινδία, την Κίνα, την Ιαπωνία, την Ινδοκίνα. Οι χώρες αυτές αποτελούνται κατά πλειοψηφία από ινδουιστικό και βουδιστικό πληθυσμό. Παρατηρούμε, όμως, ότι καμία τρομοκρατική ενέργεια δεν συνδέεται με τις συγκεκριμένες χώρες και τον πληθυσμό τους. Άρα, θα ήταν σε μεγάλο βαθμό λάθος να συνδέσουμε την φονταμενταλιστική πτυχή του Ισλάμ με την παρελθούσα αποικιοκρατία.

Ένα ακόμη στοιχείο, που έρχεται να αμφισβητήσει την πολιτική αιτιότητα των τρομοκρατικών επιθέσεων, των σαλαφιστών Μουσουλμάνων, είναι ότι οι κήρυκες του τζιχάντ και του εξτρεμιστικού αφηγήματος είναι οι περισσότεροι, εάν όχι όλοι, ηγέτες θρησκευτικών κοινοτήτων. Με τις δολοφονίες πολιτών της Δύσης και το μίσος που ελλοχεύει μέσα τους, πιστεύουν ότι κηρύσσουν την πίστη στον Αλλάχ, επιτελώντας έτσι τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.

Θα μπορούσαμε να πούμε με σιγουριά, ότι το πρώτο γεγονός που ώθησε την ανάπτυξη των τζιχαντιστικών δράσεων στην Ευρώπη ήταν η δράση της Αλ-Κάιντα, με σημείο τομή το τραγικό χτύπημα στους δίδυμους πύργους, τον Σεπτέμβριο του 2001. Ωστόσο, η έντονη επανεμφάνιση του ISIS το 2014, με τη διακήρυξη του Ισλαμικού Χαλιφάτου, επισφράγισε την κινητοποίηση των εξτρεμιστικών δικτύων μέσα από μια διαδικασία απόλυτης ριζοσπαστικοποίησης.

Παρά το γεγονός, ότι σήμερα το ISIS βρίσκεται αδιαμφισβήτητα σε περίοδο παρακμής, σε σύγκριση με το απόγειό του το 2014, θα ήταν αφελές να πιστέψουμε ότι λόγω αυτού η ισλαμιστική τρομοκρατία θα εξαφανιστεί. Όπως η τρομοκρατική

δράση συνέχισε να λαμβάνει σάρκα και οστά μετά τον θάνατο του Οσάμα Μπιν Λάντεν, έτσι κατά πάσα πιθανότητα ακόμα και μετά την εξαφάνιση του ISIS θα βρεθεί διάδοχος εξτρεμιστική οργάνωση, που θα αναλάβει τα ηνία.

Όσο για το Ισλάμ ως θρησκεία γενικότερα, οφείλει να προσαρμοστεί σε ένα κόσμο πλουραλιστικό και πολυσυλλεκτικό, όπως ο μετανεωτερικός κόσμος μας. Απαραίτητο κρίνεται τόσο να κυριαρχήσουν οι μετριοπαθείς φωνές του μουσουλμανικού κόσμου μέσα στο Ισλάμ, όσο και να διερευνηθούν οι βαθύτερες αιτίες που καλλιεργούν το έδαφος για τη ριζοσπαστικοποίηση. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, ότι τα Ευρωπαϊκά κράτη οφείλουν να παρέχουν άμεσα προστασία και ασφάλεια στους πολίτες τους, μέσω της πρόληψης και της διαχείρισης των προκλήσεων στον τομέα της ριζοσπαστικοποίησης.

 

*Το άρθρο της κ. Ευθυμιάδου δημοσιεύτηκε στο blog PoliticsToday.news.blog