ΠΟΙΗΣΗ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

«Έδωκαν αυτώ πιείν όξος μετά χολής μεμιγμένον. Και γευσάμενος ουκ ήθελε πιείν» (= Του έδωσαν να πιεί ξίδι ανακατεμένο με χολή. Και αφού το δοκίμασε, δεν ήθελε να το πιεί) (Ματθαίου, κζ’, 34).

 

Τα πλούτη γιατί ζήλεψαν οι Δυνατοί του κόσμου,

αφού η ευτυχία τους καμιάν δεν έχει αξία;

Ξέρουν καλά οι θηρευτές πως τ’ όβολων η κτήση

αφυδατώνει την ψυχή, θεριεύει την κακία.

Ο Ήφαιστος ολοχρονίς σμιλεύει στο αμόνι

φαρμακερά τα βόλια του τον πόνο να σκορπάνε.

Κλαίνε οι μανούλες τα παιδιά, τους άντρες οι γυναίκες,

ερείπια ατέλειωτα μενούν τη δυστυχία.

Άδικος πάει ο κόπος τους, που χτίσανε μ’ ελπίδα

τον Άδη καλοκάρδισαν με την πλεονεξία.

Θεέ μ’, που είσαι στα ψηλά και όλα Εσύ τα βλέπεις,

γιατί το χαλινάρι Σου το έχεις τόση λάσκα;

Εσύ είσαι παντοδύναμος και κυβερνάς τον κόσμο

πες μου πώς η καρδούλα σου το μακελειό το στέργει;

Έστειλες τον μονάκριβο τον γιο Σου εδώ στον κόσμο

μήπως και βάλει λίγο νου στα διαλεχτά Σου τέκνα.

Μα κείνα νου δεν έβαλαν στον Γολγοθά τον σύραν,

χολή και όξος του ’δωκαν τη δίψα του να σβήσει.

Ελάχιστα αργύρια ήτανε

το αντάλλαγμα της τόσης καλοσύνης.

Στον Γολγοθά τον σταύρωσαν σαν να τανε ληστής.

Έτσι θελήσαν οι Γραφές για να σωθεί ο κόσμος,

του Ήφαιστου να γκρεμιστεί το μισητό εργαστήρι.

Κείνο φουντώνει αδιάκοπα, σταματημό δεν έχει,

ψυχές αθώες χάνονται χωρίς να φταίνε διόλου.

Ως πότε πια η θεϊκή βουλή Σου θε να δείξει

πόσο πολύ το αγαπάς το πλάσμα των χεριών Σου;

Σ’ αυτό που απλόχερα έδωσες την αγάπη

τον γιο Σου έστειλες να πει ειρήνη σ’ όλον τον κόσμο

μα κείνος την αρνήθηκε, του Σατανά ο δούλος.

Αγκιστρωμένος στ’ άρμα του σκορπάει τη δυστυχία

και η ψυχή του αγάλλεται το αίμα σαν κυλάει*.

 

ΣΧΟΛΙΑ

 

Τούτες τις ημέρες που ο Θεός έστειλε για μια ακόμη φορά στον κόσμο με την άπειρη αγάπη, με την οποία περιβάλλει το τελειότερο των δημιουργημάτων του, τα υψηλά μηνύματα: της ειλικρινούς αγάπης και της ειρήνης αλέθονται χαιρέκακα στον μύλο της πλεονεξίας, της ξέχειλης κακίας και της αποστροφής στα θεϊκά μηνύματα.

Η ανθρώπινη ζωή κατήντησε άθυρμα και περίσσιο αγαθό στη σκέψη των Δυνατών. Ο πόνος βαθύς, η πείνα αδικαιολόγητη, ο ξεριζωμός αναγκαία λύση, η εγκατάλειψη των αγίων χωμάτων έγινε άχθος αρούρης.

Πότε επιτέλους θα συνετισθεί ο κόσμος των Δυνατών ότι μάταιη είναι η συσσώρευση του πλούτου; Πότε θα συνειδητοποιήσει, ώστε το εργαστήρι του χωλού Ηφαίστου να είναι μισητό έκθεμα του μουσείου της λήθης; Πότε ο Ηροδότειος λόγος «πόλεμος πατήρ πάντων» θα αποτελεί αποτρεπτική ανάμνηση του μακρινού παρελθόντος;

Και αν όλα αυτά δεν καταστούν αποφευκτέος μακρινός απόηχος, πώς θα μπορούμε να καυχώμεθα ότι είμαστε γεννήτορες και ιερουργοί του πολιτισμού; Γιατί, ας μη λησμονούμε, ότι το κρηπίδωμα του πολιτισμού είναι η πηγαία αγάπη και η ειλικρινής ειρήνη.