ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
Τ. Λυκειάρχη
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Παρενθετικά εδώ ας δούμε ποιο είναι το υπόβαθρο αυτών των τραγουδιών, που κυριάρχησαν στη ζωή των Ποντίων τροβαδούρων, που έδωσαν το όνομά τους σε συλλόγους πολιτιστικούς και αθλητικούς μετά τον ανήκουστο στην ανθρώπινη ιστορία και παντελώς άδικο ξεριζωμό και την εγκατάστασή τους στη μητέρα πατρίδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ στο Nομό μας ο Σύλλογος Ακρίτας της Ν. Κρώμνης και ο ποδοσφαιρικός τους Σύλλογος Ακρίτας, αλλά και στο δυσχείμερο Νευροκόπι είναι εμφανής η παρουσία του όρου Ακρίτας.
Ο θεσμός των ακριτών είναι κατάλοιπο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία, για να προστατεύσει τα αχανή σύνορά της, καθιέρωσε το θεσμό των limitanei milites. Εγκατέστησε δηλαδή στα σύνορά της απόμαχους πολεμιστές, προσφέροντάς τους ως ιδιοκτησία γη, με την υποχρέωση τη θωράκιση των συνόρων της. Αυτόν τον θεσμό διατήρησε και το Βυζάντιο με αποτέλεσμα να προσφέρει προσφιλές θέμα στη λαϊκή μούσα. Έτσι και ο Πόντιος τροβαδούρος, ατόφιο κομμάτι του Βυζαντίου, εξύμνησε τον δικό του Ακρίτα. Έναν ακρίτα με μυθικές διαστάσεις, έναν νέο Ηρακλή και Θησέα, που πραγματοποιεί έργα, που κινούν τον θαυμασμό. Για να τον καθιερώσει όμως στη συνείδηση του λαού, τον προικίζει με υπεράνθρωπες σωματικές ιδιότητες. Αλλιώτικα πώς θα μπορούσε να δικαιολογήσει όσα αχώρητα στον ανθρώπινο νου έπραττε για εκατοντάδες χρόνια; Όμως ο Πόντιος ακρίτας, μολονότι ήταν εφοδιασμένος με το τοπούζι του, που ζύγιζε εξήντα οκάδες, δεν είναι μόνον ο φοβερός διώκτης των απελατών, αλλά και ο ειρηνικός και νοικοκύρης εργάτης, ο καταπονητής της μάνας γης, ο οποίος επιδεικνύει τον ευαίσθητο συναισθηματικό του κόσμο, όταν οι αντίπαλοί του έχουν την ατυχία να συλληφθούν αιχμάλωτοι. Και ενώ κατά το έπος των πολεμικών συγκρούσεων η τύχη των αιχμαλώτων είναι η απώλεια του φωτός του ηλίου, ο ακρίτας σκέφτεται αλλιώτικα:
-Αν κρούω και σκοτώνω σας θα λέγουν έν’ φονέας
’κί κρούω, ’κί σκοτώνω σας, θα λέγ’ νε εφοβέθεν.
Καλλίον ’κί σκοτώνω σας κι ας λέγ’νε εφοβέθεν.
Οποίο το μεγαλείο της ποντιακής ψυχής. Προτιμά να δεχθεί τον χαρακτηρισμό του δειλού από τους επικριτές του, παρά να αφαιρέσει ανθρώπινη ζωή. Η χριστιανική διδασκαλία σ’ όλο της το μεγαλείο.
Η αναφορά στα ακριτικά τραγούδια του Πόντου δεν έχει τελειωμό. Όμως η ανελέητη κλεψύδρα του χρόνου επιβάλλει την πορεία προς τα εμπρός.
Εγκαταλείποντας την αναφορά μου στα ακριτικά τραγούδια, θα αναφερθώ σ’ εκείνα τα τραγούδια, που εξυμνούν το ευγενές συναίσθημα της αγάπης, αυτό που δε λείπει από κανέναν άνθρωπο και που είναι πηγή έμπνευσης και δημιουργίας.
Μελετώντας κάποιος τα τραγούδια, τα αναφερόμενα στην αγάπη, θα πιστέψει εύλογα ότι ο ερωτισμός βρισκόταν σε έξαρση στον Πόντο, εκεί όπου η γυναίκα τελούσε κάτω από την αυστηρή επιτήρηση των γονέων της με περιορισμούς ασφυκτικούς, με τη δυνατότητα επικοινωνίας με το άλλο φύλλο σχεδόν αδύνατη. Παρ’ όλα αυτά μελετώντας κανείς τα τραγούδια της αγάπης σχηματίζει την άποψη ότι υφίσταται ικανή ελευθερία, αγνοώντας ότι η επιλογή του συζύγου γινόταν μόνο με τη συναίνεση του πατέρα, όπως καταδεικνύεται από τη φράση της νέας: «εγώ ασ’ ση κυρού μ’ τη βουλήν ’κ’ εβγαίνω». Χιλιάδες τα δίστιχα και πολύστιχα τραγούδια, που πλάστηκαν και εξακολουθούν να πλάθονται και σήμερα από τους σύγχρονους τροβαδούρους, τα οποία εξυμνούν την αγάπη. Αναφέρουμε ενδεικτικά ξεκινώντας από τον ορισμό της αγάπης:
-Σεβτάν το λένε παιδία, ’ς σην παξάν ’κί φυτρούται, ’ς ση πεκιαρίων την καρδίαν άμον καρφίν καρφούται.
Όμως ένα τέτοιο πανίσχυρο συναίσθημα, κορυφαίο συστατικό της ζωής και ευλογημένο από το Θεό, εύλογο είναι να σπάσει σπάνια, όμως σίγουρα, τους καγκελόφραχτους περιορισμούς.
Έτσι σπάνια μεν, αλλά με ευτυχή κατάληξη, είχαμε την απαγωγή της νέας, το σύρσιμον τη νύφες σε περιπτώσεις αρνήσεως των γονέων της για συγκατάνευση. Πάντοτε όμως με ευτυχές το τέλος.
Η αγάπ’ σ’ εμέν εποίκε με ζαντόν και δαιμονέαν και ’ς σα ραχία λάσκουμαι και ’ς σα κοιλάδα μένω. Στο ακόλουθο δίστιχο διαφαίνεται ολοκάθαρα η καταλυτική δύναμη της αγάπης, η οποία αποτελεί διαρκή κατάσταση στους πληγωμένους από τα βέλη του γιου της Αφροδίτης.
Ο ουρανόν ελίβωσεν κι η γη ετσαμουρώθεν
κι ασ’ ση σεβτάν π’ ερρώστεσεν καμίαν ’κ’ ελαρώθεν.
(συνεχίζεται…)