ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
Τ. Λυκειάρχη
(συνέχεια από το φύλλο της Πέμπτης 17 Ιανουαρίου)
Στα δημοτικά τραγούδια του Πόντου συναντάμε και μιαν άλλη παρουσία ηρωίδας της αρχαίας τραγωδίας. Εδώ αναβιώνει η κορυφαία πρωταγωνίστρια της τραγωδίας του Ευριπίδη «Άλκηστις». Πρόκειται για τη σύζυγο του Γιάννη του Μονόγιαννη, τη γενναία υπεραλτρουΐστρια, την οποία θα ζήλευε ο αρχαίος τραγικός ποιητής Ευριπίδης, όταν έπλαθε την ομώνυμη τραγωδία του.
Ας δούμε με λίγα λόγια την υπόθεση του δημοτικού ποντιακού τραγουδιού «Ο Γιάννες ο Μονόγιαννες».
Ο Γιάννες ο Μονόγιαννες ετοιμάζεται για το μυστήριο του γάμου. Και ενώ λίγες ώρες απομένουν για να ξεκινήσει το μεγάλο ταξίδι της κοινωνικής ζωής, εμφανίζεται στυγνός ο Χάρος και ζητεί την ψυχή του. «Από Θεού λαλιά έρθεν ο Γιάννες θ’ αποθάνει». Πρόκειται για τον σύγχρονο βασιλιά των Φερών, τον Άδμητο, που βρίσκεται στην ίδια μοίρα. Και ενώ εκεί εμφανίζεται ο ψυχοπομπός Ερμής για να τον οδηγήσει στον Αχέροντα κι από εκεί με βάρκα στον κάτω κόσμο, στο τραγούδι του Πόντου εμφανίζεται ο άγγελος.
Μια όμως λύση υπάρχει για να αποφύγει το αιώνιο ταξίδι ο Γιάννες ο Μονόγιαννες, όπως και ο βασιλιάς Άδμητος των Φερών της Θεσσαλίας. Αν φιλοτιμηθεί κάποιος από τους δικούς τους να τους χαρίσει λίγα από τα χρόνια του. Και τότε ο Γιάννης, ωσάν επαίτης περιφέρεται χτυπώντας σπαρακτικά την πόρτα της ευσπλαχνίας των δικών του. Και πρώτα πρώτα απευθύνεται στην υπερήλικη μάνα του. Είναι το μόνο πρόσωπο, που πιστεύει ότι θα του τα δώσει. Το ίδιο κάνει και ο Άδμητος στην τραγωδία του Ευριπίδη.
Κέρδα με, μάνα μ’, κέρδα με, να μη κερδαίν’ με ο Χάρον!
Υιγέ μ’, και πώς κερδαίνω σε να μη κερδαίντσε ο Χάρον;
Δώσ’ ασ’ σα χρόνα σ’ τα καλά, χάρος να μην κερδαίν’ με.
Τι απογοήτευση όμως! Πόσο απατήθηκε ο Γιάννες! Η πόρτα της καρδίας της μάνας μένει σφαλιστή. Στον αέρα τα παρακάλια του Γιάννε. Η μάνα τον παραπέμπει στον πατέρα.
Υιγέ μ’, δέβα ’ς στον κύρη σου και ας δι’ σε ασ’ σα χρόνα τ’. ’Γώ ασ’ σα χρόνα μ’ τα καλά τριχάριν ’κί χαρίζω!
Είναι περίεργη και σχεδόν αφύσικη τούτη η στάση της μάνας. Ίσως να αποτελεί εξαίρεση, να είναι η σπάνια περίπτωση της σκληρής μάνας, της φιλοτομαρίστριας, που δεν ανταλλάσσει με κανένα συναίσθημα τη δική της ζωή. Συνηθισμένος στην επαιτεία ο Γιάννης και, ακολουθώντας τη σκληρή υπόδειξη της μάνας του, απευθύνεται στον κύρη του:
Κέρδα με, κύρη μ’, κέρδα με, να μη κερδαίν’ με ο Χάρον.
Το ίδιο άκαρδος και ο πατέρας, γιατί, ενώ δεν πρόκειται να πεθάνει, αλλά μόνον ένα μικρό δώρο από την υπερήλικη ζωή του θα κάνει, χαρίζοντας τη ζωή στο γιο του, αρνείται με επιμονή:
’Γώ ασ’ σα χρόνα μ’ τα καλά ημέραν ’κί χαρίζω!
Έχασε σχεδόν κάθε ελπίδα ο Γιάννες για να ζήσει. Τα προσφιλέστατα πρόσωπα, στα οποία στήριξε όλες του τις ελπίδες για να κερδίσει τη ζωή του, τον απέπεμψαν σκαιότατα. Ούτε ένα λόγο παρηγοριάς δε σάλεψαν τα χείλη τους.
Μια όμως αδύναμη αχτίδα ελπίδας φώτισε την ψυχή του Γιάννε. Παίρνει την απόφαση να καταφύγει στη μέλλουσα συμβία του. Πώς μπορεί όμως να ελπίζει σ’ αυτήν, αφού είναι ξένη ακόμη, αφού στις φλέβες της κυλά αίμα, που δεν έχει καμία σχέση με το δικό του; Με ποιο θάρρος θα της ζητήσει μια τέτοια θυσία, που στο άκουσμά της και μόνο είχε κινήσει την οργή των γονικών του;
Βρίσκει όμως ο Γιάννες την ψυχική δύναμη να αποτολμήσει το αδιανόητο. Η αδύναμη όμως αχτίδα ελπίδας, που κρυφόφεγγε στα μύχια της ψυχής του, αποδεικνύεται ήλιος πανίσχυρος.
Κουμπωμένος και γεμάτος αγωνία, αλλά και με αδύναμη την ελπίδα καταφεύγει δειλά στη μέλλουσα συμβία.
-Κέρδα με, κάλη μ’, κέρδα με, Χάρος να μη κερδαίν’ με!
-Ήλιε μ’, και πώς κερδαίνω σε, να μη κερδαίν’τσε ο Χάρον;
-Δώσ’ με ασ’ σα χρόνα σ’ τα καλά, Χάρος να μη κερδαίν’ με.
-Τ’ εμ’ σά και τα καλλέτερα, ήλιε μ’, τ’ εσά ας είναι!
Έκπληξη, αλλά και θρίαμβος της συζυγικής σχέσης, μιας συμβίωσης, που ακόμη δεν ευλογήθηκε από το ιερό μυστήριο του γάμου.
Η Ποντία Άλκηστη, χωρίς εξαναγκασμό παίρνει την αγέρωχη, την παράτολμη και ηρωική απόφαση να χαρίσει τη ζωή στον μέλλοντα συνοδοιπόρο της ζωής της. Βίοι παράλληλοι με την Άλκηστη του Ευριπίδη, που, ενώ απέχουν κοντά 24 αιώνες, αποτυπώνουν το μεγαλείο της άδολης αγάπης. Μιας αγάπης, που θα τη ζήλευε ο Ευριπίδης γράφοντας τη δική του Άλκηστη.
(συνεχίζεται…)