ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

 

 

 

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Η κ. Παπαευαγγέλου υποστήριξε ότι «δεν υπάρχει καμία ένδειξη προς το παρόν για σοβαρή νοσηρότητα από την παραλλαγή Όμικρον στα παιδιά». Σε πολλές χώρες όμως, στις οποίες η Όμικρον έφτασε πριν έρθει στην Ελλάδα, όπως στις ΗΠΑ, δημοσιεύματα αναφέρουν ότι ο αριθμός των παιδιών που νοσηλεύονται με Covid-19 αυξάνεται ραγδαία όσο εξαπλώνεται η εξαιρετικά μεταδοτική παραλλαγή της Όμικρον. Σε αρκετά νοσοκομεία μάλιστα οι παιδιατρικές νοσηλείες από covid λόγω Όμικρον έχουν ξεπεράσει τις νοσηλείες στην έξαρση της Δέλτα.

Η Ελλάδα είχε περιθώριο να προετοιμαστεί για τη νέα παραλλαγή, καθώς δεν ήταν από τις πρώτες χώρες στις οποίες εμφανίστηκε, αλλά δεν το έκανε. Αντιθέτως, πήρε το ρίσκο να υποδεχτεί τη νέα υπερμεταδοτική παραλλαγή με γεμάτες τις ΜΕΘ από τη Δέλτα, την οποία ακόμα δεν έχει ελέγξει. Πού ποντάρει; Στα ηπιότερα συμπτώματα που δείχνουν οι έως τώρα ενδείξεις, για τις οποίες όμως δεν υπάρχει ακόμα επιστημονική βεβαιότητα. Άρθρα επιστημόνων προειδοποιούσαν εδώ και αρκετές μέρες ότι η αυξημένη μεταδοτικότητα μαζί με το γεγονός ότι η Όμικρον μολύνει και εμβολιασμένους θα στερούσε γιατρούς από τα νοσοκομεία, που θα έπρεπε να μπουν σε καραντίνα, και εκπαιδευτικούς από τα σχολεία. Παρ’ όλα αυτά η Κυβέρνηση μόνο αφού εκδηλώθηκε το πρόβλημα (οι ιατρικοί σύλλογοι μιλούν για πάνω από 2.000 γιατρούς που νοσούν από Όμικρον) τρέχει πίσω του για να δει πώς θα το αντιμετωπίσει. Όσο για την αισιοδοξία της, αυτή δεν τη συμμερίζονται όλοι.

Ο ιολόγος-ερευνητής Γιώργος Παυλάκης υποστηρίζει ότι ο ιός θα μείνει μαζί μας πολλά χρόνια, ότι δεν τελειώσαμε μαζί του και πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτόν, ενώ για την Όμικρον λέει ότι «δεν είναι αθώα» και είναι νωρίς για συμπεράσματα. Ό,τι περίπου λέει για το θέμα αυτό και ο εξελικτικός βιολόγος από την Οξφόρδη Άρης Κατζουράκης.

Ο γιατρός-συγγραφέας του «Ημερολόγιου Κορωνοϊού», δρ Γιώργος Παππάς, στο τελευταίο άρθρο του (όπου στηλιτεύει και αυτός την πρόωρη υπεραισιοδοξία) επισημαίνει μεταξύ άλλων πως «δεν φροντίσαμε τον καθαρό αέρα των κλειστών χώρων και δεν φαίνεται να σκοπεύουμε να το κάνουμε, δεν αναπτύξαμε τη διαγνωστική μας ικανότητα όπως θα έπρεπε, μήτε την ιχνηλατική μας, και δεν προλαβαίνουμε για το Όμικρον τουλάχιστον, δεν δημιουργήσαμε ελεγκτικούς και υποστηρικτικούς μηχανισμούς απομονωμένων νοσούντων και επαφών και δεν σπεύδουμε να το κάνουμε, δεν κάναμε εκτεταμένο sequencing που στο επόμενο

στέλεχος θα είναι σημαντικό (να μια απορία: πώς ξέρεις από ποιο στέλεχος νοσείς; έχει σημασία; έχει κάποια), δεν αναπτύξαμε τοπικές μονάδες δράσης και δεν προλαβαίνουμε για το Όμικρον, δεν τιμωρήσαμε τις πηγές παραπληροφόρησης επειδή δεν θέλουμε, δεν κάναμε, εν κατακλείδι, σοφότερη την κοινωνία όσον αφορά την επιστήμη και την υγεία».

Η Κυβέρνηση και ο Υπουργός Υγείας έχουν ποντάρει όλα τους τα λεφτά στο καλό σενάριο, αυτό του τέλους της πανδημίας που πλησιάζει. Μετά από όσα έγιναν την πρώτη χρονιά, η κυβέρνηση έχει κατεβάσει τους ρυθμούς της, δεν ενισχύει περαιτέρω το Εθνικό Σύστημα Υγείας και έχει επιλέξει να κάνει διαχείριση μέχρι να τελειώσει η πανδημία. Το επόμενο δεκαπενθήμερο, με τα σχολεία ανοιχτά και τη νέα παραλλαγή να σαρώνει, θα αποτελέσει μια σημαντική δοκιμασία που θα κρίνει εάν η τακτική αυτή της κυβέρνησης ήταν σωστή ή όχι.

Μοιάζει με ανάμνηση από άλλη ζωή παρότι έχουν ακόμα συμπληρωθεί τρία χρόνια από εκείνο το ερώτημα που είχε τεθεί στην αρχή της πανδημίας, όταν πιστέψαμε ότι είχε φτάσει η Μέρα της Κρίσεως: Θα μας κάνει καλύτερους (συν)ανθρώπους αυτή η δοκιμασία;

Το ερώτημα παραμένει μετέωρο, αν όχι ρητορικό. Ίσως το μόνο σίγουρο που θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς (και τα κολοσσιαία κέρδη των τεχνολογικών κολοσσών που σημειώθηκαν στο μεταξύ το αποδεικνύουν) είναι ότι ισχυροποιήθηκε σε απόλυτο βαθμό η σχέση μας με (και η εξάρτηση μας από) την τεχνολογία, τις συσκευές, τις πλατφόρμες, ενώ συγχρόνως η συνθήκη ενίσχυσε την αποξένωση, την εσωστρέφεια και τον ναρκισσισμό.

Είναι νωρίς ίσως ακόμα να κάνουμε κάποιου είδους ψυχοσυναισθηματική σούμα, κάποιες απαντήσεις όμως μου φαίνεται σαν να δίνει από το παρελθόν ένα κείμενο του διάσημου συγγραφέα Τζόναθαν Φράνζεν που διάβασα πρόσφατα.

Πρόκειται για το κείμενο του χαιρετισμού που είχε απευθύνει προ δεκαετίας περίπου, τον Μάιο του 2011, στους αποφοίτους του Κολεγίου Kenyon, όπου είχε φοιτήσει και ο ίδιος κάποτε. Ο τίτλος της ομιλίας ήταν «Ο πόνος δεν θα σε σκοτώσει», τίτλος πιο συμπαγής από εκείνον του αντίστοιχου κειμένου του αείμνηστου συγγραφέα και στενού φίλου του Φράνζεν, Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, που λεγόταν «Αυτό εδώ είναι νερό» και μάλιστα έχει εκδοθεί και στα ελληνικά.

Το να προσπαθείς να αγαπήσεις ολόκληρη την ανθρωπότητα μπορεί να είναι ένα ευγενές εγχείρημα, περιέργως όμως σε κάνει να εστιάζεις ακόμα περισσότερο στον εαυτό σου, στην ηθική και πνευματική σου ευημερία. Αντιθέτως, για να αγαπήσεις ένα συγκεκριμένο άτομο, για να ταυτιστείς με τις χαρές και τις αγωνίες του σαν να ήταν δικές σου, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να εγκαταλείψεις λίγο από τον δικό σου εαυτό…

«Το πιο πιθανό είναι να έχετε βαρεθεί μέχρι θανάτου να ακούτε στριμμένους πενηντάρηδες να θάβουν τα social media», λέει σε κάποιο σημείο του κειμένου ο συγγραφέας των Διορθώσεων και της Ελευθερίας. «Ο σκοπός μου όμως εδώ είναι κυρίως να θίξω την αντίθεση ανάμεσα στις ναρκισσιστικές τάσεις της τεχνολογίας και στο πρόβλημα της αληθινής αγάπης…».

Σύμφωνα με τη λογική του τεχνοκαταναλωτισμού, όπου οι αγορές διαρκώς ανακαλύπτουν τις μύχιες επιθυμίες των καταναλωτών, η τεχνολογία μας έχει γίνει

εξαιρετικά επιδέξια στη δημιουργία προϊόντων που ανταποκρίνονται στο φαντασιακό ιδεώδες μιας ερωτικής σχέσης, στην οποία το ερωτικό αντικείμενο δεν ζητά τίποτα και τα δίνει όλα, άμεσα, μας κάνει να νιώθουμε πανίσχυροι, και δεν κάνει ποτέ σκηνές όταν φτάσει η στιγμή να αντικατασταθεί από ένα ακόμα πιο επιθυμητό αντικείμενο και να αποσυρθεί στο ράφι: ο απώτερος στόχος της τεχνολογίας, το τέλος της τέχνης, είναι να αντικατασταθεί ένας φυσικός κόσμος που αδιαφορεί για τις επιθυμίες μας –ένας κόσμος με καταιγίδες και κακουχίες και ραγισμένες καρδιές, ένας κόσμος αντίστασης– από έναν κόσμο που να ανταποκρίνεται τόσο άμεσα στις επιθυμίες ώστε να αποτελεί, ουσιαστικά, μόνο μια προέκταση του εαυτού. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ο κόσμος του τεχνοκαταναλωτισμού μοιάζει να βασανίζεται από τον αληθινό έρωτα και δεν έχει άλλη επιλογή από το να τον βασανίσει κι αυτός με την σειρά του.

Ένα από τα πιο ενθαρρυντικά πράγματα της μάστιγας των κινητών είναι ότι καμιά φορά τυχαίνει να πέσω πάνω σε κάποιο άτομο που εκείνη την ώρα καυγαδίζει από το κινητό με τον ερωτικό του σύντροφο. Είμαι σίγουρος ότι θα προτιμούσε να μην του συνέβαινε αυτός ο καυγάς ενώ βρίσκεται σε δημόσιο χώρο, να που συμβαίνει όμως και τον/την κάνει να συμπεριφέρεται με τον πιο uncool τρόπο. Φωνές, κατηγορίες, παρακαλετά, βρισίδια. Κάτι τέτοια είναι που μου δίνουν ελπίδα για τον κόσμο».

«Δεν θέλω να πω πως ο αληθινός έρωτας βρίσκεται στους καυγάδες ή πως όσοι είναι βαθιά απορροφημένοι από τον εαυτό τους δεν συμπεριφέρονται έτσι. Ο αληθινός έρωτας είναι σαν ένα είδος αστείρευτης ενσυναίσθησης που γεννιέται όταν η καρδιά ανακαλύπτει ότι ένα άλλο άτομο είναι όσο αληθινό είσαι κι εσύ. Και γι’ αυτό η αγάπη, όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ, είναι πάντα συγκεκριμένη. Το να προσπαθείς να αγαπήσεις ολόκληρη την ανθρωπότητα μπορεί να είναι ένα ευγενές εγχείρημα, περιέργως όμως σε κάνει να εστιάζεις ακόμα περισσότερο στον εαυτό σου, στην ηθική και πνευματική σου ευημερία. Αντιθέτως, για να αγαπήσεις ένα συγκεκριμένο άτομο, για να ταυτιστείς με τις χαρές και τις αγωνίες του σα να ήταν δικές σου, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να εγκαταλείψεις λίγο από τον δικό σου εαυτό…».