ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

 

Πνευματικό Μνημόσυνο του Πνευματικού Πατρός μου, Κυρού Ιακώβου, πρώην Αρχιεπισκόπου Β. και Ν. Αμερικής (Μέρος Β’)

 

 

(συνέχεια από το προηγούμενο…)

 

 

Η χηρεία του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου της Αμερικής με το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Μιχαήλ το 1958 δημιούργησε μία αλυσιδωτή πορεία αντιδράσεων, οι οποίες οδήγησαν τον Ιάκωβο στη θέση του επικεφαλής της ελληνορθόδοξης κοινότητας της αμερικανικής ηπείρου.

Επιθυμία της πλειονοψηφίας των μελών της Πατριαρχικής Συνόδου ήταν η πλήρωση της έδρας από τον, τότε, Μητροπολίτη Ίμβρου Μελίτωνα Χατζή, παλαιού μέλους της Πατριαρχικής Αυλής και εξέχουσας φυσιογνωμίας της εκκλησιαστικής διπλωματίας. Η θέλησή τους, όμως, δε συμβάδιζε με τις θέσεις του Πατριάρχη και της ελληνικής κυβέρνησης. Έτσι σε επιστολή του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη με ημερομηνία 8 Αυγούστου του 1958 ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης, Κωνσταντίνος Καραμανλής επεσήμαινε:

«Εξ ετέρου, όμως, δεδομένου ότι ομού μετά των θρησκευτικών καθηκόντων, άτινα θα κληθή να εκπληρώσει ο εκλεγεισόμενος αρχιεπίσκοπος, εύρηνται συνυφασμένα ιδιάζοντα εθνικά συμφέροντα αφορώντα τον εν Αμερική Ελληνισμόν, ας μοι επιτραπή να διατυπώσω την ευχήν όπως η Υμετέρα Θειοτάτη Παναγιότης, κατά την επιλογήν Αυτής μεταξύ των ικανοτέρων Ιεραρχών της Μητρός Εκκλησίας, ευαρεστηθή και λάβη υπ’ όψιν της την υποψηφιότητα του Σεβασμιότατου Μητροπολίτου Μελίτης κυρίου Ιακώβου, ούτινος αι ικανότητες, το ήθος και ο εθνικός παλμός τυγχάνουν της πλήρους εκτιμήσεως και απολύτου εμπιστοσύνης της Β. Κυβερνήσεως». Η επιστολή του Πρωθυπουργού βοήθησε τον Πατριάρχη να προωθήσει τη λύση Ιακώβου. Αλλά η κίνηση αυτή δε βρήκε σύμφωνα επτά μέλη της Πατριαρχικής Συνόδου, τα οποία ο Πατριάρχης απέλυσε δι’ ειδικών πιττακίων από συνοδικούς και, ακολούθως, συγκάλεσε πενταμελή σύνοδο για τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας.

Τελικά στις 14 Φεβρουαρίου 1959 ο Ιάκωβος εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής και κλήθηκε προκειμένου να εκφωνήσει το Μέγα Μήνυμα, ήτοι την αποδοχή της εκλογής του.

Ποιμαντορική δράση στην Αμερική – Ομογενειακή δράση

 

Η ενθρόνιση του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου πραγματοποιήθηκε την 1η Απριλίου 1959 στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Τριάδος στη Νέα Υόρκη. Η σύμπτωση της αρχιεπισκοπίας Ιακώβου με τη μεγάλη αύξηση του ελληνικού πληθυσμού των Η.Π.Α. έθεσε νέες ποιμαντικές προτεραιότητες και προώθησε δυναμικές και ριζοσπαστικές λύσεις σε νεοπαγείς ανάγκες και χρονίζοντα προβλήματα.

Ο Ιάκωβος θεσμοθέτησε τις ανά διετία Κληρικολαικές συνελεύσεις, σημαντικό όργανο συζήτησης και επίλυσης των ομογενειακών προβλημάτων. Αναβάθμισε το ρόλο του Αρχιεπισκοπικού Συμβουλίου και της Εθνικής Φιλοπτώχου και εισήγαγε νέες δομές στην Αρχιεπισκοπή, με τμήματα Νεολαίας, Εκπαίδευσης, Κατηχητικής Παιδείας, Επικοινωνιών, Ιεραποστολής κ.α. Παράλληλα φρόντισε για την εδραίωση και επέκταση ιδρυμάτων όπως ο Οίκος Ευγηρίας Αγίου Μιχαήλ στο Γιόνκερς. Μετέτρεψε την εφημερίδα «Ορθόδοξος Παρατηρητής» σε δεκαπενθήμερο δημοσιογραφικό όργανο της Αρχιεπισκοπής και επί των ημερών του έφτασε να αριθμεί 200.000 συνδρομητές. Ίδρυσε την οργάνωση «Ηγεσία των 100» (Leadership 100) ως αποθεματικό ταμείο με σκοπό τη στήριξη των προγραμμάτων της Αρχιεπισκοπής και των ιδρυμάτων της και προώθησε την ανάπτυξη των τοπικών κοινοτήτων, τις οποίες θεωρούσε κέντρο της ομογενειακής και κοινωνικής ζωής των Ελλήνων της Αμερικής.

Στον εκπαιδευτικό τομέα με πρόνοια του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου η Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού έγινε Ίδρυμα πλήρως αναγνωρισμένο από την Ένωση Θεολογικών Σχολών Η.Π.Α. και Καναδά. Επιπλέον πέτυχε να αναγνωριστεί από το ελληνικό κράτος η θεολογική αυτή σχολή ως ισότιμη των θεολογικών σχολών των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης και της αντίστοιχης σχολής της Χάλκης. Ακόμη, συνέλαβε και υλοποίησε την ιδέα για τη δημιουργία του Ελληνικού Κολεγίου, κέντρου ελληνικών σπουδών συνδεδεμένου με τη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού.

Στην προσπάθειά του για τη μεταρρύθμιση της ομογενειακής παιδείας το 1973 προώθησε, μέσω του Αρχιεπισκοπικού Συμβουλίου, την ένωση της Ακαδημίας του Αγίου Βασιλείου με το Ελληνικό Κολλέγιο. Η κίνηση αυτή, όμως, δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα, την ενδυνάμωση δηλαδή του κύρους της Ακαδημίας με αναβαθμισμένο πρόγραμμα σπουδών και την παροχή πανεπιστημιακού διπλώματος. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος παραδέχθηκε αργότερα ότι δεν επετεύχθησαν οι στόχοι που είχε θέσει.

Μία από τις προτεραιότητες στη δράση του Ιακώβου στάθηκε η κατηχητική παιδεία των ελληνικών πληθυσμών πρώτης και δεύτερης γενιάς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 αναδιοργάνωσε με τη βοήθεια του πρωτοπρεσβύτερου Γεώργιου Νικοζήση το Τμήμα Κατηχητικής Παιδείας. Χρησιμοποιώντας μία επιτροπή ειδικών θεολόγων και δασκάλων κατάφερε να το καταστήσει ένα από τα εναργέστερα τμήματα της Αρχιεπισκοπής.

Ως κορυφαία προσφορά του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου στην ελληνορθόδοξη Εκκλησία της Αμερικής διακρίνεται ο Καταστατικός Χάρτης του 1978. Η εκπόνηση του νέου Καταστατικού Χάρτη είχε ως σκοπό τη διοικητική αποκέντρωση με την απόδοση στους επισκόπους περισσότερων αρμοδιοτήτων ενώ ο Αρχιεπίσκοπος διατηρούσε την ευθύνη να παρακολουθεί, να συντονίζει και να κατευθύνει τη λειτουργία του εκκλησιαστικού θεσμού.

 

Χρήση της αγγλικής γλώσσας στη λατρεία

 

Μία από τις πλέον κρίσιμες αποφάσεις του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου ήταν η εισαγωγή της αγγλικής γλώσσας στη λειτουργική ζωή της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας της Αμερικής. Αρχή αυτής της πρωτοβουλίας αποτέλεσε η έκθεση των απόψεων του Αρχιεπισκόπου για το θέμα στην 20η Κληρικολαϊκή Συνέλευση της Νέας Υόρκης το 1970. Σκοπός της χρήσης της αγγλικής στη Θεία Λειτουργία ήταν η πρόσληψη των κειμένων από τους μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, που δεν κατανοούσαν την κοινή ελληνιστική διάλεκτο στην οποία ήταν γραμμένα. Στην ίδια Συνέλευση και σε συνάρτηση με το γλωσσικό ζήτημα τέθηκε το θέμα της ενίσχυσης του καθεστώτος αυτονομίας της Αρχιεπισκοπής από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Οι καινοτόμες αυτές προτάσεις προκάλεσαν την έντονη αντίδραση ομογενειακών και ελλαδικών παραγόντων, οι οποίοι κατηγόρησαν τον Ιάκωβο για προσπάθεια «αφελληνισμού» της ομογένειας. Υπήρξαν φωνές που αιτούνταν, ακόμη, και την παύση του Αρχιεπίσκοπου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Ως μία επιπλέον παράμετρος της πρότασης για τη λειτουργική χρήση της αγγλικής ήταν η ανάγκη προσέγγισης των άλλων ορθοδόξων διοικήσεων των Η.Π.Α., οι οποίες ήδη χρησιμοποιούσαν την τοπική γλώσσα στις τελετές τους. Η προσέγγιση αποσκοπούσε στην ενίσχυση της εκπεφρασμένης διάθεσης για τη δημιουργία κοινού εκκλησιαστικού κέντρου των Ορθοδόξων στις Η.Π.Α.

Τελικά η εισαγωγή της αγγλικής γλώσσας στη Θεία Λειτουργία υπερψηφίστηκε από την Κληρικολαϊκή Συνέλευση με τη δικλείδα του να επιλέγει η κάθε τοπική εκκλησιαστική κοινότητα τη γλώσσα στην οποία επιθυμούσε να τελεί τη λατρεία της.

 

Διαχριστιανικές και διορθόδοξες πρωτοβουλίες

 

Ένα μήνα μετά την εκλογή του ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος συναντήθηκε, επίσημα, με τον Πάπα Παύλο ΣΤ’ στη Ρώμη, γενόμενος έτσι ο πρώτος Ορθόδοξος Ιεράρχης που έπειτα από τρεις και πλέον αιώνες συνομίλησε με την κεφαλή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Αυτή η συνάντηση σηματοδότησε ένα κύκλο επαφών μεταξύ του Βατικανού και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο οποίος οδήγησε στην ιστορική συνάντηση του 1964 μεταξύ των Προκαθημένων παλαιάς και νέας Ρώμης και, συνακόλουθα, στην άρση των αναθεμάτων Σε όλη αυτή την πορεία ο Ιάκωβος στάθηκε ο «ιθύνων νους» της σύγκλισης και ο βασικός συνομιλητής από πλευράς του Οικουμενικού Θρόνου.

Ο διαχριστιανικός διάλογος ήταν μία από τις βασικές επιδιώξεις του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου. Στα πλαίσια και ως κεντρική μορφή αυτού διετέλεσε για εννέα χρόνια (1959-1968) συμπρόεδρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ – WCC) και αντιπρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Εκκλησιών (NCC) για μία τριετία (1967-1969). Εκτός, όμως, από το διαχριστιανικό επεδίωξε και το διάλογο μεταξύ Χριστιανών και Ιουδαίων. Η δράση του σε αυτό τον τομέα τον έφερε στις τάξεις της Εθνικής Συνδιάσκεψης Χριστιανών και Ιουδαίων (NCCJ), από την οποία τιμήθηκε το 1965 με το «Χρυσό Μετάλλιο Γενναίας Ηγεσίας» και το 1969 με το «Βραβείο Θρησκευτικού Ηγέτη». Επίσης, του αποδόθηκε η βράβευση του «Κληρικού του Έτους» (1970) από τον οργανισμό Θρησκευτική Κληρονομιά της Αμερικής (RHA) και δύο φορές (1971, 1981) από το Συμβούλιο Εκκλησιών της πόλεως της Νέας Υόρκης (CCCNY).

Τρίτος άξονας στις προσπάθειες του Ιακώβου για την ομαλοποίηση και κατανόηση μεταξύ των θρησκειών, ομολογιών και εκκλησιαστικών διοικήσεων υπήρξε η προσπάθειά του για τον ορισμό ενός ενιαίου κέντρου μεταξύ των ορθοδόξων επισκόπων όλων των κανονικών διοικήσεων της Αμερικής. Όντας Αρχιεπίσκοπος της μεγαλύτερης και καλύτερα οργανωμένης Αρχιεπισκοπικής Εκκλησίας στην Αμερική κλήθηκε να ανταποκριθεί σε κρίσεις και προβλήματα της Αρχιεπισκοπής του και άλλων Ορθοδόξων δικαιοδοσιών, που βρίσκονταν σε σχίσμα ή υπό αντιθρησκευτικό καθεστώς. Τα προβλήματα των Ουκρανών Ορθοδόξων στο Νέο Κόσμο, η κανονικότητα ορισμένων επισκόπων, οι μεταξύ τους διαιρέσεις καθώς και η πρωτοβουλία της Ρωσικής Εκκλησίας της Αμερικής (Μετροπόλια) να λάβει καθεστώς αυτοκεφαλίας από το Πατριαρχείο Μόσχας και πασών των Ρωσιών, απασχόλησαν την αρχιεπισκοπική διακονία του Ιακώβου. Ως αντιπρόσωπος του πρωτόθρονου Πατριαρχείου στην Αμερική πρωτοστάτησε το 1960 στην ίδρυση της Μόνιμης Επιτροπής Κανονικών Ορθοδόξων Ιεραρχών Αμερικής (SCOBA), της οποίας παρέμεινε πρόεδρος για μία τριακονταπενταετία. Σκοπός της Συνδιάσκεψης ήταν ο στενότερος δεσμός μεταξύ των εθνικών ορθοδόξων διοικήσεων και η συμπόρευση στη διακήρυξη της ορθόδοξης μαρτυρίας.

(συνεχίζεται…)