ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

 

ΜΑΤΙΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ

 

Εύλογη ήταν η τόσο ευρεία λατρεία του Διονύσου να αποτυπωθεί με την ίδρυση ιερών του στα πλαίσια της επικράτειας της χώρας των Ηδωνών. Ας τα δούμε λοιπόν:

α. Ιερό του θεού στο όρος Παγγαίο

Κατά τον Χαιρωνέα φιλόσοφο Πλούταρχο το όρος πήρε το όνομά του από τον Παγγαίο, ο οποίος ήταν γιος του θεού Άρη και της θνητής κόρης Κριτοβούλης. Στα ομηρικά χρόνια το όρος ονομαζόταν Νύσσα. Αργότερα έλαβε το όνομα Ματικίας, ύστερα Μαλακά, Καστανιά, Κουσνίτζα ή βουνό της Κοσφινίτας ή Πρινάρι, Μπουνάρ Νταγ, Πιλάφ Τεπέ, Σιβρί Τεπέ, Κελ Τεπέ, Εριτζέκ, Βίγγλα κ.α.

Οι πρώτοι κάτοικοί του ονομάζονταν Δερρίοπες, αρχαίο ελληνικό θρακικό φύλο, έλαβαν δε το όνομα αυτό από τα δέρματα ζώων, που φορούσαν (δέρρις = ακατέργαστο δέρμα) και ζούσαν με το ψάρεμα και κυρίως με το κυνήγι σημειώνει ο Πλούταρχος, αφού το όρος ήταν κατάμεστο από θηράματα, λόγω της άφθονης τροφής, που παρείχε η πυκνή βλάστησή του, όπως καρποί της καστανιάς και της βελανιδιάς, τροφές προσφιλέστατες και θρεπτικότατες στα αγρίμια.

Ο Ηρόδοτος αναφερόμενος στο όρος Παγγαίο γράφει στην Ιστορία του τα ακόλουθα: «Οι κάτοικοι του Παγγαίου, οι οποίοι έφεραν το όνομα Σάτρες, όσο ξέρω εγώ, δεν υποδουλώθηκαν ποτέ μέχρι σήμερα σε κανέναν εχθρό και μόνο αυτοί από τους Θράκες εξακολουθούν μέχρι τα δικά μου χρόνια να ζουν ελεύθεροι, γιατί κατοικούν επάνω σε ψηλά βουνά σκεπασμένα από κάθε είδους δάση και από χιόνια και είναι εξαίρετοι πολεμιστές. Αυτοί είναι, που έχουν το μαντείο του Διονύσου κάτω από την προστασία τους. Το μαντείο αυτό είναι επάνω στο πιο ψηλό βουνό (=κορυφή) και εκείνοι, που είναι προφήτες στο ιερό αυτό, ονομάζονται Βησσοί και προέρχονται από τη φυλή των Σατρών. Και όπως ακριβώς και στους Δελφούς, η προμάντις, που δίνεις τους χρησμούς είναι γυναίκα».

Την επιστασία του ιερού του Διονύσου, που βρισκόταν μέσα στην επικράτεια των Σατρών, οι οποίοι ήταν λαός εξαιρετικά πολεμικός και ανυπότακτος, κατά τη μαρτυρία πάντοτε του Ηροδότου, την είχαν οι ίδιοι οι Σάτρες, που, εκτός από τις άλλες ασχολίες τους, εκμεταλλεύονταν ένα μεγάλο μέρος από τα μεταλλεία του χρυσού και του αργύρου του Παγγαίου, τέχνη που την έμαθαν από τους Φοίνικες, και που αυτή η ασχολία τους τούς προσέφερε τεράστια οικονομική δύναμη και τους έδινε τη μεγάλη άνεση να προμηθεύονται καλύτερο και αποτελεσματικότερο πολεμικό υλικό, ώστε μαζί με τη γεωγραφική τους θέση να καθίστανται ανυπότακτοι.

Την ερμηνεία «των σημείων του θείου» (= μαντείες) την είχαν οι Βησσοί αντλώντας τις από τις κραυγές του εκστασιασμένου προμάντη και τις μεταδίδανε με τη μορφή του χρησμού στους επισκέπτες με το στόμα μιας σεβάσμιας γυναίκας κατά το πρότυπο της Δελφικής Πυθίας.

Στο ιερό του θεού στο Παγγαίο αναφέρεται και ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης στην τραγωδία του Ρήσος, στιχ. 970-973. Γράφει λοιπόν ο Ευριπίδης: «Σας ανθρωπόθεος όμως μέσα στα άντρα θα μείνει ασημογής και φως θα βλέπει, όπως στου Παγγαίου θρόνιασε το βράχο ο προφήτης του Βάκχου, που θεωρείται θεός και τον τιμούν αυτοί που ξέρουν» (Παυσανίας Θ, 30, 3).

Σε ποιο σημείο ακριβώς του χιονόδαρτου Παγγαίου βρισκόταν το φημισμένο Μαντείο του Διονύσου, δεν μας προσδιορίζει με σαφήνεια καμία πηγή. Εννοείται σε ποια από τις υψηλότερες κορυφές το είχαν κτίσει οι Σάτρες. Ο Κασόν το 1930 αναζήτησε αγωνιωδώς να βρει στο Παγγαίο τα ίχνη του μαντείου. Στη θέση «Ασκητότρυπα», όταν ερευνούσε για το μαντείο, βρήκε μόνο μερικά λείψανα, απομεινάρια της νεολιθικής και ρωμαϊκής εποχής. Τι όμως ζητούσε να βρει ο Κασόν; Μαρμάρινα κτίσματα, όπως αυτά των Δελφών; Ασφαλώς ματαιοπονούσε, γιατί παρόμοια τέτοια κτίσματα δεν ανεγείρονταν στους χρόνους εκείνους. Τα μαντεία της εποχής, στην οποία αναφερόμαστε, ήταν πρόχειρες κατασκευές κάτω από μια πανύψηλη δρυ (όπως στην αρχαία Δωδώνη με την ιερή φηγό, που από το θρόισμα των φύλλων της οι ιερείς του μαντείου του Διός διατύπωναν τους χρησμούς τους).

Έτσι και στο Παγγαίο από το θρόισμα των φύλλων, που προκαλούσε ο συχνός άνεμος, εκλαμβάνανε ως σημάδι τον ήχο, τον οποίο θεωρούσαν ως θεϊκό μήνυμα και μετουσιώνοντάς τον στην επιθυμία του αγωνιώντος προσκυνητού σε εντολή του θεού, τον μεταβιβάζανε στον εύπιστο επισκέπτη, εφαρμόζοντας προφανώς το πολυσυζητημένο «ήξεις αφήξεις» και παροιμιώδες καταστάν.

Με την ευκαιρία αναφέρουμε ότι κατάλοιπο της ονομασίας των Σατρών είναι ένα είδος μαχαιριού πλατύστομου, το οποίο χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα οι κρεοπώλες αποκαλώντας το ως σατήρι για να τεμαχίζουν τις σάρκες των σφαγμένων ζώων.

Για τα άλλα ιερά του Διονύσου θα συνεχίσουμε.