ΑΙΧΜΕΣ

Γράφει ο Σίμος Ματεντζόγλου

Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας

Απόφοιτος Τμήματος ΔΕΟΠΣ (Πολιτικών Σπουδών και Διπλωματίας) Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Μ.Α. «Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές» Παντείου Πανεπιστημίου

Email: simosmat@gmail.com

 

Πριν μερικές εβδομάδες, συριακές και ρωσικές δυνάμεις προχώρησαν στην ανακατάληψη της επαρχίας Ιντλίμπ, τον τελευταίο θύλακα του Ισλαμικού Κράτους, το οποίο έχει πλέον περιοριστεί σε ερημικές μόνο περιοχές.

Το γεγονός αυτό σηματοδοτεί την εδαφική ήττα της τζιχαντιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης που αυτοαποκαλείται «Ισλαμικό Κράτος», που κατείχε τμήματα της Συρίας και του Ιράκ. Ταυτόχρονα, η εξέλιξη αυτή σημαίνει τον τερματισμό της κρίσης της Συρίας, τουλάχιστον σε αυτήν την φάση, με επικράτηση των δυνάμεων του Προέδρου Ασάντ και των συμμάχων του.

Στο σημείο αυτό, θα επιχειρηθεί ένας απολογισμός της ένοπλης αυτής συριακής σύρραξης, ως προς τα αίτια που την προκάλεσαν, καθώς και μία πρώτη σκιαγράφηση των γεωστρατηγικών συνεπειών της έκβασής της.

Καταρχήν, θα πρέπει να τεθεί το ερώτημα: ποιές ήταν εκείνες οι αιτίες που οδήγησαν στην κρίση στην Συρία και στη δημιουργία του Ισλαμικού Κράτους, αυτού του μορφώματος πρωτοφανούς βαρβαρότητας και πρωτογονισμού;

Με μία ενδελεχή εξέταση των πραγμάτων, γίνεται φανερό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, ιδίως μετά την πτώση του σοβιετικού «αντίπαλου δέους», ακολούθησαν στην Εγγύς Ανατολή μία τυχοδιωκτική και αμοραλιστική πολιτική και επέδειξαν μία επιθετική αλαζονεία του «όλα πλέον επιτρέπονται». Με τον τρόπο αυτό, όμως, ενεργοποίησαν την έκλυση μίας σειράς παραγόντων με καταστροφική δυναμική. Πυροδότησαν έναν φαύλο κύκλο βίας, που άμεσα ή έμμεσα οδήγησε στην κατασκευή αυτού του τερατουργήματος, του «Ισλαμικού Κράτους».

Μετά τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 και χρησιμοποιώντας την «καταπολέμηση της τρομοκρατίας» ως πρόσχημα για αναβαθμισμένη ιμπεριαλιστική επεμβατικότητα, οι ΗΠΑ κήρυξαν έναν ανίερο και ατέρμονο πόλεμο, μία μαζική έφοδο, ενάντια στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Καθοριστικά γεγονότα ήταν η αμερικανική επέμβαση και κατοχή σε Αφγανιστάν και Ιράκ, η μυστική δυτική στρατηγική για ανατροπή καθεστώτων στην Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική με την πρόκληση της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης», που έλαβε την μορφή ενός πλήρους υβριδικού πολέμου και προκάλεσε εμφύλιους πολέμους και χάος σε μία σειρά από χώρες, όπως στο Σουδάν, στην Τυνησία, στην Αίγυπτο, στην Λιβύη, στην Υεμένη και τελευταία, στην Συρία. Επίσης, είναι σημαντικό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες με τις ενέργειές τους στην περιοχή ανασκάλισαν την μακροχρόνια ενδομουσουλμανική διαμάχη μεταξύ σιιτών και σουνιτών, με τις όποιες καταστροφικές συνέπειες.

Με όλα τα παραπάνω, δημιουργήθηκαν οι πολιτικές προϋποθέσεις που επέτρεψαν την άνοδο του τζιχαντισμού (σαλαφιτικός σουνιτικός ακροφονταμενταλισμός), που έλαβε εδαφική μορφή με τη δημιουργία του «χαλιφάτου». Εύστοχα, το Ισλαμικό Κράτος έχει χαρακτηρισθεί ο «Φρανκενστάιν» της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, των χαρακτών και των εκτελεστικών οργάνων της και των μυστικών τους υπηρεσιών. Αυτό που σε κάποια παρούσα φάση δημιουργείς μπορεί στο μέλλον με την εξέλιξη των πραγμάτων να αυτονομηθεί, να αποκτήσει τους δικούς του στόχους και να ξεφύγει από τον έλεγχό σου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τζιχαντισμός μπορεί να ηττήθηκε εδαφικά στην Συρία και το Ιράκ, αλλά η επιρροή του, λόγω της θρησκευτικής και αποκαλυψιακής φύσης του, δεν γνωρίζει όρια. Είναι ανοικτό το ενδεχόμενο, αυτός να μετακυλήσει την σύγκρουση σε άλλες περιοχές και σε άλλες εστίες, όπως στην Λιβύη, την Υποσαχάρια Αφρική, το Πακιστάν, τις Φιλιππίνες, αλλά ακόμη και στα μεγάλα δυτικά αστικά κέντρα.

Πέρα από τους παράγοντες που προκάλεσαν την άνοδο του τζιχαντισμού, χρήζει να διερευνηθούν και οι απώτερες συνέπειες της κατάληξης της κρίσης στην Συρία, όσον αφορά τον παγκόσμιο συσχετισμό ισχύος και το γεωστρατηγικό παίγνιο των Μεγάλων Δυνάμεων.

Με την αυξημένη επεμβατικότητα τους στην ευρύτερη περιοχή, οι ΗΠΑ αποσκοπούσαν στη δόμηση μίας «νέας Μέσης Ανατολής», μέσω αλλαγής καθεστώτων και επαναχάραξης συνόρων, προκειμένου να έχουν απόλυτη κυριαρχία επί των πηγών, των διόδων και των ροών ενέργειας. Επίσης, απώτερος στόχος της παρέμβασής τους στην Συρία κατά της κυβέρνησης Ασάντ ήταν η «ανάσχεση» του ιρανικού τόξου και εμμέσως, ο περιορισμός της ρωσικής σφαίρας επιρροής, ώστε να παρεμποδίσουν την επάνοδο της Ρωσίας ως παγκόσμιας υπερδύναμης. Χρήζει να επισημανθεί ότι στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και ιδιαίτερα, σε Συρία-Ιράν, συμπίπτουν απόλυτα τα στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας και της Κίνας και βρίσκουν μέγιστη εφαρμογή ο σινο-ρωσικός άξονας και η στενή σινο-ρωσική στρατιωτική συμμαχία.

Στην ουσία, πρόκειται για έναν «ηγεμονικό πόλεμο», μία αναμέτρηση μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων για τον έλεγχο εδαφών και αγορών, για την κατάκτηση καλύτερης θέσης στην παγκόσμια κατανομή ισχύος.

Προχωρώντας σε έναν στρατηγικό απολογισμό της μέχρι τώρα έκβασης του πολέμου στην Συρία, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι σημειώνεται μία απομείωση της αμερικανικής επιρροής και της ικανότητας της Υπερδύναμης να ελέγχει το αποτέλεσμα των συγκρούσεων. Η μετά το 1991 αμερικανική παντοδυναμία φαίνεται να αρχίζει να λαμβάνει τέλος. Η εμπλοκή των ΗΠΑ στον πολύχρονο πόλεμο στην Μέση Ανατολή κατέδειξε τα όρια προβολής της αμερικανικής ισχύος.

Από την έναρξη των μεσανατολικών πολέμων, με την επέμβαση στο Αφγανιστάν το 2001, η Υπερδύναμη οδηγήθηκε στην λεγόμενη «διαβολική παγίδα» της τριβής και της κλιμάκωσης. Η εξέλιξη των γεγονότων στο πεδίο του πολέμου εξελίχθηκε διαφορετικά από τις αρχικές επιδιώξεις της. Οι συγκρούσεις εντατικοποιήθηκαν και επεκτάθηκαν σε πολλά μέτωπα, στην αναμέτρηση έκαναν την εμφάνισή τους πολλοί νέοι παίκτες, ενώ και οι συμμαχικές/εχθρικές σχέσεις συνεχώς μεταβάλλονται. Προκλήθηκαν τέτοιες αλυσιδωτές επενέργειες, τις οποίες, από όσο διαφαίνεται, οι ίδιες οι ΗΠΑ δεν μπορούν να ελέγξουν. Παρόμοια περίπτωση ήταν η πολεμική εμπλοκή τους στο Βιετνάμ το 1965-1973.

Όπως και να έχει, η αποδυνάμωση του αμερικανικού ρόλου στην Μέση Ανατολή δημιούργησε ένα κενό ισχύος, που ήρθε να συμπληρώσει η ρωσική επιρροή και παρέμβαση. Πράγματι, η επέμβαση των Ρώσων στην Συρία το 2015 τροποποίησε εν μέρει την περιφερειακή και παγκόσμια κατάσταση πραγμάτων. Ρωσία, Κίνα και Ιράν απέκτησαν αποφασιστικό ρόλο στην Μέση Ανατολή, ενώ σε αυτόν τον άξονα φαίνεται να προστίθεται η Τουρκία και το Πακιστάν ή η Ινδία.

Κατά μία άποψη, η εξέλιξη αυτή στην συριακή κρίση αποτελεί αποκρυστάλλωση του μετασχηματισμού που έχει επέλθει, τα τελευταία χρόνια, στην παγκόσμια κατανομή ισχύος. Οι ΗΠΑ επεκτάθηκαν πέρα από ένα ορισμένο όριο, με αποτέλεσμα να αρχίσει να διαβρώνεται η ηγεμονία τους. Ο αμερικανικός μονοπολισμός της δεκαετίας του ’90 φτάνει στο τέλος του και αρχίζει να αναδύεται ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα. Διαμορφώνεται, έτσι, ένας κόσμος στον οποίο η Κίνα και η Ρωσία αμφισβητούν την αμερικανική παγκόσμια τάξη, συχνά σε συνεργασία η μία με την άλλη.

Ωστόσο, οι εξελίξεις στην Συρία δεν σημαίνουν μία ολοκληρωτική ήττα για την αμερικανική υπερδύναμη. Μπορεί οι ΗΠΑ να χάνουν, προς το παρόν, μία μάχη, αλλά όχι τον πόλεμο. Έτσι, αναμένεται αυτές να προχωρήσουν σε νέες κινήσεις στην λεγόμενη «μεγάλη σκακιέρα».

Ως προς αυτό, ενδέχεται να εκτυλιχθούν δύο πιθανά σενάρια.

Πρώτον, οι ΗΠΑ να συνεχίσουν την παρέμβασή τους στην Μέση Ανατολή, προχωρώντας σε περαιτέρω κλιμάκωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων τους, σε απόλυτη συνεργασία με το Ισραήλ. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί με νέα διευρυμένη επέμβαση στην Συρία, ως απάντηση στη συμφωνία Ρωσίας-Τουρκίας για τη δημιουργία «αποστρατικοποιημένης ζώνης» στο Ιντλίμπ και κυρίως, για την μεταφορά προηγμένων ρωσικών συστημάτων αντιπυραυλικής άμυνας στην Συρία, ενώ είναι πιθανή και η πρόκληση προβοκάτσιας από την πλευρά τζιχαντιστών και ανταρτών. Επίσης, στο πλαίσιο αυτού του σεναρίου, δεν αποκλείεται μία επέμβαση των ΗΠΑ κατά του Ιράν ή και υποκίνηση «ροζ επανάστασης», μετά και από την απόσυρση της προεδρίας Τραμπ από την πυρηνική συμφωνία και την επιβολή κυρώσεων. Όμως, τέτοιες ενέργειες θα συνιστούσαν στρατηγικό παραλογισμό, καθώς θα προκληθεί ευθεία αντιπαράθεση Αμερικής με Ρωσία-Κίνα, κάτι που δεν είναι προς το συμφέρον για καμία από τις δύο πλευρές, λόγω του κινδύνου πυρηνικής κλιμάκωσης.

Δεύτερον, και το πιο πιθανό, είναι το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να μετατοπίσουν το επίκεντρο της αντιμαχίας σε άλλες περιοχές ζωτικής σημασίας, όπως στην Ουκρανία, την Ανατολική Ασία, αλλά και στα Βαλκάνια και την Νοτιοανατολική Ευρώπη. Μία μεταφορά της στρατηγικής σύγκρουσης στις δύο τελευταίες περιοχές, αναμφίβολα, θα επηρεάσει και την χώρα μας.

Εν τάχει, με το ένα ή το άλλο σενάριο, η ηγεμονική σύγκρουση θα συνεχιστεί, προκαλώντας παρατεταμένη παγκόσμια αστάθεια. Η υφήλιος θα εξακολουθεί να ζει τις πολλαπλές συνέπειες αυτού του γεωπολιτικού θρίλερ, με όλα τα ενδεχόμενα για το παγκόσμιο σύστημα να είναι ανοικτά.