ΑΡΘΡΟ

Του Κωνσταντίνου Μπλούχου

Βουλευτή Ν.Δ. Ν. Δράμας

 

 

Πριν λίγες ημέρες ήρθε στη Βουλή προς κύρωση από την Υπουργό Πολιτισμού κ. Μενδώνη η παράταση του προϋπάρχοντος Μνημονίου συνεργασίας Ελλάδας και ΗΠΑ σχετικά με την επιβολή εισαγωγικών περιορισμών σε κατηγορίες αρχαιολογικού υλικού μέχρι και τον 15ο αιώνα μ.Χ.. Δια του Μνημονίου αυτού επιβάλλονται αυστηροί έλεγχοι στην εισαγωγή πολιτιστικών αγαθών ελληνικής προέλευσης από τις αμερικανικές τελωνειακές αρχές. Επιδιώκεται, έτσι να αποτραπεί η λεηλασία άγνωστων αρχαιολογικών χώρων στην Ελλάδα και κατά συνέπεια η παράνομη διακίνηση και εμπορία ελληνικών αρχαιοτήτων στο αμερικανικό έδαφος.

Στη θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 1 της Συμφωνίας, προβλέπεται ότι η Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, σύμφωνα με την εσωτερική της νομοθεσία θα περιορίσει την εισαγωγή στις Ηνωμένες Πολιτείες κάθε αρχαιολογικού, εκκλησιαστικού και εθνολογικού υλικού που περιλαμβάνεται σε κατάλογο με κατηγορίες των προς προστασία πολιτιστικών αγαθών, ο οποίος θα διανεμηθεί από την Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών στις τελωνειακές της αρχές.

Με αφορμή την κύρωση του Μνημονίου αυτού θα ήθελα να καταστήσω κοινωνό τον αναγνώστη τούτου του κειμένου μερικών εντυπώσεων που χαράχτηκαν στο νου μου, σχετικών με την πολιτιστική μας κληρονομιά.

Προέρχομαι από την Ανατολική Μακεδονία, όπου πέραν της Δράμας, στην ευρύτερη περιοχή, από τον 5ο αιώνα ξεκινά ένας χριστιανικός πολιτιστικός οργασμός με κέντρο το Όρος Παγγαίο αλλά και ευρύτερα. Τον 5ο αιώνα ιδρύεται το Μοναστήρι της Παναγίας Εικοσιφοίνισσας, ενώ αργότερα ιδρύονται πέριξ αυτού και άλλα μοναστήρια.

Σήμερα, έχουμε την άνεση να προβάλλουμε το ατομικό μας δικαίωμα να θρησκεύουμε ή να μην θρησκεύουμε, να δεχόμαστε ή να αμφιβάλλουμε και να αρνούμαστε οποιαδήποτε μεταφυσική αναφορά στη ζωή μας. Όμως, τα χριστιανικά μοναστήρια ως μνημεία πολιτισμού, μνημεία δηλαδή νοηματοδότησης της ανθρώπινης ζωής μέσα στο χρόνο, συνεχίζουν να υπάρχουν. Και μάλιστα υπάρχουν όχι ως επισκέψιμα μουσεία, ή ως αρχαιολογικοί χώροι όπου σπουδάζουμε τη γνώση του παρελθόντος, αλλά υπάρχουν ως ζωντανοί οργανισμοί, ως ζωντανά μνημεία ενός Πολιτισμού που υπάρχει παλαιόθεν και ως τις μέρες μας σε τούτο τον τόπο, μας αρέσει δεν μας αρέσει. Ο Πολιτισμός συνδέεται με την παραγωγή ιδεολογίας και με την ενστάλαξη νοοτροπιών, δηλαδή με τη συλλογική συνείδηση της κοινωνίας και του έθνους μας. Συνάμα, ο Πολιτισμός είναι η πιο βαθιά εκδοχή της πολιτικής. Τα ζωντανά χριστιανικά τούτα μνημεία χρήζουν άμεσης και διαρκούς φροντίδας, ενόσω μιλούμε για πολιτιστική κληρονομιά ως πεδίο, όπου μπορούν να διαμορφωθούν πολύ μεγάλες συναινέσεις, πολιτικές, ιδεολογικές, αισθητικές και στο οποίο πεδίο πρέπει συνάμα να υπάρχει πολυφωνία και πλουραλισμός για να μην καταλήξουμε σε καταθλιπτική ομοιομορφία.

Στα μοναστήρια λοιπόν της Ανατολικής Μακεδονίας, στις αρχές του 20ού αιώνα, τότε που οι Οθωμανοί αποχωρούσαν και η Μακεδονία ήταν στόχος κατάκτησης γειτονικών λαών, συνέβησαν αμέτρητες κλοπές και συλήσεις. Σήμερα, κειμήλια της Εικοσιφοίνισσας, της Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών, της Παναγίας Καλαμούς Ξάνθης κατακρατούνται παράνομα στη Σόφια, στο Κέντρο Σλαβοβυζαντινών Σπουδών Ivan Dujev και στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Βουλγαρίας, ενώ κάποια άλλα πουλήθηκαν ή έφτασαν με άλλους τρόπους, μέσω Βουλγαρίας, σε βιβλιοθήκες εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και ιδιωτικές συλλογές της Ευρώπης και των ΗΠΑ.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι τοπικές Ιερές Μητροπόλεις καθώς και οι αρχές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν διατυπώσει επισήμως αιτήματα για την επιστροφή των κλαπέντων ελληνικών κειμηλίων.

Ήμουν παρών πριν λίγα χρόνια σε ένα συγκλονιστικό γεγονός για την επαρχία μου. Ο «κώδικας 1424», είναι ένα από τα 60 αντίτυπα της Καινής Διαθήκης που υπάρχουν σε ολόκληρο τον κόσμο, γραμμένης στα ελληνικά σε καλλιγραφική μικρογράμματη γραφή. Πρόκειται για κείμενο που χρονολογείται από τον 9ο αιώνα και εκλάπη από τη βιβλιοθήκη της Εικοσιφοίνισσας στις αρχές του 20ού. Κατέληξε ευτυχώς στις ΗΠΑ, στη βιβλιοθήκη και τα εργαστήρια της Λουθηρανικής Θεολογικής Σχολής στο Σικάγο. Οι επιστήμονες εκεί, με συνείδηση αποστολής, αφού ψηφιοποίησαν τον κώδικα, ειδοποίησαν τον τότε Ελληνορθόδοξο Αρχιεπίσκοπο Αμερικής κ. Δημήτριο Τρακατέλλη, ο οποίος με τη σειρά του ειδοποίησε τον Σεβασμιότατο Δράμας κ. Παύλο. Σε ιδιαίτερες τελετές που έλαβαν χώρα τον Δεκέμβριο του 2016, ο ελληνικής καταγωγής σύμβουλος του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ κ. Τζωρτζ Παπαδόπουλος, ο μέχρι πρότινος Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ. Δημήτριος και ο κοσμήτορας της Λουθηρανικής Θεολογικής Σχολής κ. Τζέημς Νίεμαν παρέδωσαν στον Μητροπολίτη Δράμας τον περίφημο κώδικα 1424, ο οποίος επανήλθε στο σπίτι του, δηλαδή στην Εικοσιφοίνισσα.

Στην ίδια λογική, αξίζει να μνημονεύσουμε κοινές ενέργειες που έγιναν με παράγοντες των Η.Π.Α. όπου η πολιτιστική μας κληρονομιά αναδείχθηκε, διαφημίσθηκε, τονίσθηκε, σε πείσμα μιας ελλαδικής αμηχανίας λόγω άγνοιας ή προκατάληψης. Θυμίζω την εκπληκτική έκθεση στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης το 1997 με τίτλο «Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ», όπου η συνεργασία μας με τις υπηρεσίες των ΗΠΑ εν προκειμένω ήταν κάτι παραπάνω από επωφελής, διαφημιστική και άκρως λειτουργική σε επίπεδο Πολιτιστικής Διπλωματίας.

Θεωρώ πως, πριν λίγες μέρες, ήταν αυτονόητο καθήκον μας η κύρωση της παράτασης ισχύος αυτού του Μνημονίου, ως εθνικά επωφελούς και ως κίνησης ένδειξης σεβασμού και υλοποίησης της διεθνούς πολιτιστικής παρουσίας της Ελλάδας. Παρουσιάζονται ευκαιρίες για να σφυρηλατήσουμε, μέσα από την πολιτική μας ζωή και κυρίως μέσα από την κοινοβουλευτική διαδικασία μια αρραγή εθνική στάση για τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς από παράνομες ενέργειες, από τα διεθνή αρχαιοκαπηλικά κυκλώματα, που δυστυχώς παραμένουν κραταιά. Χρειάζεται να ομονοούμε, αναδεικνύοντας έτσι την εθνική μας φιλαυτία.

Υπάρχει ένα πρόσφατο κακό προηγούμενο. Είναι κοντά 4,5 χρόνια τώρα που μια σπουδαία ανασκαφή αφέθηκε στη φθορά, από επιλογή. Αυτή του Τύμβου Καστά στην ευρύτερη περιοχή της Αμφίπολης, στην Ανατολική Μακεδονία.

Δεν είμαι αρχαιολόγος, μήτε ιστορικός. Οι ανακαλύψεις όμως που έρχονταν προ 5ετίας στο προσκήνιο με εντυπωσίαζαν και με έκαναν να αισθάνομαι περήφανος, για τα χώματα στα οποία γεννήθηκα, για τον τόπο μου γενικότερα. Μ’ έκαναν να στρωθώ στο διάβασμα και να παρακολουθώ τις αρχαιολογικές συζητήσεις με ζωηρό ενδιαφέρον. Η ανασκαφή στον Τύμβο Καστά έφερνε στο φως ένα μάλλον πολύ-πολύ σπουδαίο μνημείο της ελληνικής και της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Δυστυχώς, οι πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν έφεραν στο προσκήνιο μια πολιτική ηγεσία που πρόταξε μια ανόητη σκοπιμότητα: του να πνιγεί ακόμη και ως υποψία, η πιθανότητα μιας αρχαιολογικής ανακάλυψης που θα ενίσχυε την εθνική μας φιλαυτία.

Ευτυχώς, η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού διέπεται από άλλες αρχές και η επιστροφή μας στην πολιτική κανονικότητα φέρνει και άλλες προτεραιότητες. Η ιστορία, η παιδεία, η πολιτιστική κληρονομιά και η διαφύλαξή της, η προάσπισή τους και η ανάδειξή τους ως συλλογική έκφραση, αποτελούν πλέον ένα προνομιακό πεδίο εθνικής στρατηγικής και βάσης για εθνική συνεννόηση. Και η Πολιτιστική Διπλωματία προβάλλει ως ένα πεδίο δόξης λαμπρόν, όπου μπορεί να χτιστεί ένα πολύ γερό ελληνικό brand name.

 

*Το άρθρο του κ. Μπλούχου δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα infognomonpolitics.blogspot.com