Του Αρχιμανδρίτη Γεράσιμου Βλατίτση

Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα του βιβλίου «Ο Άγιος Χρυσόστομος (Καλαφάτης, Μητροπολίτης Σμύρνης ο από Δράμας, και η συμβολή στον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908)» του Αρχιμανδρίτη Γεράσιμου Βλατίτση, εφημέριου στον Ιερό Ναό Αγ. Χρυσοστόμου Δράμας, το οποίο κυκλοφόρησε το 2021 από τη ΔΕΚΠΟΤΑ.

Η εφημερίδα «Εργασία… συν» στο πλαίσιο της επετείου μνήμης για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή δημοσίευσε τμηματικά σημεία από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη πατέρα Γεράσιμου, τον οποίο ευχαριστούμε ιδιαίτερα για τη δυνατότητα αυτή.

Μέσα από το κείμενο αναδεικνύεται η δράση στην περιοχή της Δράμας ενός εκ των πρωταγωνιστών της τραγικής περιόδου για τις Αλησμόνητες Πατρίδες, του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης, ο οποίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο κατά την καταστροφή της Σμύρνης το 1922.

Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης, ο από Δράμας, σε ώριμη ηλικία

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Στο μεταξύ επιβλήθηκε από τις οθωμανικές αρχές (τον μουτεσαρίφη Σερρών) η απαγόρευση προσέγγισης των σλαβόφωνων και των μικτών κοινοτήτων στον καζά Ν. Ζίχνης από τον Χρυσόστομο προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποφυγή πραγματοποίησης περιοδειών σε αυτές. Επιπλέον προβλήματα τα οποία είχε να αντιπαρέλθει ο Χρυσόστομος ήταν η συνέχιση της λειτουργίας της σχισματικής εκκλησίας στο Εγρίδερε, των βουλγαρικών σχολείων στο ίδιο χωριό, στην Καρλίκοβα και την Γκόρνιτσα ενώ αποτράπηκε, κατόπιν δυναμικών ενεργειών του χαρισματικού ιεράρχη ο διορισμός Βούλγαρου Αρχιερατικού Επιτρόπου στην πόλη της Δράμας. Μολονότι εκδόθηκε σχετική διαταγή του Χιλμή πασά για τον παραπάνω διορισμό, κατόπιν επίμονων αιτήσεων του Έξαρχου, οι προσδοκίες των Βούλγαρων δεν ευοδώθηκαν. Άλλωστε, το γεγονός ότι δεν υπήρχε στη Δράμα έδρα Βούλγαρου Μητροπολίτη αφενός και ότι η βουλγαρική κοινότητα ήταν ολιγάριθμη αφετέρου, αποτελούμενη από 8-10 οικογένειες, αποτέλεσαν τροχοπέδη.

Το επόμενο διάστημα ακολούθησαν γεγονότα που πιστοποιούσαν την εμπαθή στάση των οθωμανικών αρχών εναντίον του Χρυσοστόμου. Κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, τον Νοέμβριου του 1908, στην αμιγώς ελληνόφωνη Χορβίστα του καζά Ν. Ζίχνης, οι αστυνομικές αρχές της περιοχής, αφού εισέβαλαν στον ναό του χωριού, διέκοψαν τη λειτουργία και ανάγκασαν τον Μητροπολίτη να απομακρυνθεί, εκτελώντας διαταγή του μουτεσαρίφη Σερρών. Την ίδια ακριβώς περίοδο συνέλαβαν τον Αρχιερατικό Επίτροπο του Χρυσοστόμου, Συνέσιο, στη Ν. Ζίχνη, στην οικία του και τον έπαυσαν από τη θέση του. Οι παραπάνω αντισυνταγματικές πράξεις, η παραβίαση του ασύλου και η παρεμπόδιση των θρησκευτικών ελευθεριών αποτελούσαν ξεκάθαρη άρση των αναγνωρισμένων προνομίων προς την Εκκλησία. Ο Χρυσόστομος σε αναλυτική του επιστολή προς τον Πατριάρχη ζητούσε την παρέμβασή του και την ηθική του στήριξη. Παρόμοιο περιστατικό θα λάμβανε χώρα στη Αλιστράτη, όταν στις αρχές του έτους ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος μετέβη για τη δοξολογία στην ιστορική κωμόπολη. Μολαταύτα, οι αστυνομικές αρχές της Ζιλιάχοβας, στον καζά Ν. Ζίχνης, απέστειλαν στρατιωτικό σώμα για την εκδίωξη του Μητροπολίτη και τον εξανάγκασαν να επιστρέψει στη Δράμα. Η σύνεση του Χρυσοστόμου να αποδεχθεί με βάρος καρδιάς την αντικανονική διαταγή περί απομάκρυνσής του από κοινότητα που ήταν κατά πλειοψηφία ελληνορθόδοξη, απέτρεψε οποιαδήποτε επιπλοκή με τις αρχές. Το πρόσχημα των αρχών ήταν η γνωστή επωδός της πιθανότητας για έξαψη των πνευμάτων στις μικτές κοινότητες και της διέγερσης της τοξικότητας μεταξύ των αλλοεθνών κοινοτήτων της περιοχής. Μία πρόσθετη ανυπόστατη κατηγορία εναντίον του ιεράρχη ήταν ο προσεταιρισμός ένοπλων ληστανταρτών και η συνοδεία του από αυτούς κατά τις περιοδείες του στις κοινότητες της Μητρόπολής του. Ασφαλώς, από τα μέσα του 1908 και μετά τη ψήφιση του Συντάγματος όλα τα αντάρτικα σώματα είχαν διαλυθεί. Παρά τις αρχικές προσδοκίες για βελτίωση της κατάστασης μετά το 1908, έτος πολιτειακών και πολιτικών αλλαγών, δεν σημειώθηκε άμβλυνση της στάσης των οθωμανικών αρχών ως προς την εμπάθειά τους έναντι του Χρυσοστόμου. Ακόμη και κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 1909 εμποδίστηκαν οι περιοδείες του Χρυσοστόμου στα μικτά αλλά και στα αμιγώς ελληνορθόδοξα χωριά του καζά Ν. Ζίχνης. Στις 3 Μαΐου, στο Κιούπκιοϊ, οι οθωμανικές αρχές εμπόδισαν τον Χρυσόστομο, που μετέβη στο χωριό, να έρθει σε επαφή με τον μουχτάρη και τον Αρχιερατικό Επίτροπο παπα-Χριστόδουλο Οικονόμου, ενώ στη συνέχεια, ήταν καταδιωκόμενος ο ίδιος και η συνοδεία του από δύο έφιππους, όργανα της οθωμανικής χωροφυλακής, από το χωριό έως την αίσια άφιξή του στη Δράμα. Ο λόγος ήταν η άρνηση του ιεράρχη να περιοριστεί κατ’ οίκον στην Κρομύστα σε οικία φυλασσόμενη από τις αρχές, πριν τη μετάβαση στη Δράμα.

Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης, ο από Δράμας, σε νεότερη ηλικία

Στην έδρα της Μητρόπολης Δράμας, η λειτουργία του βουλγαρικού σχολείου έως τον Δεκέμβριο του 1908 δεν είχε οριστικά αποτραπεί, παρά τις σύντονες ενέργειες του Χρυσοστόμου. Εξάλλου, το δίκαιο αίτημα των πατριαρχικών για την ανάγκη αποφυγής πρόκλησης προστριβών και παραβίασης της καθεστηκυίας τάξης δεν είχε εισακουσθεί λόγω της ανυποχώρητης στάσης του Χιλμή πασά. Ο Χιλμή πασά εξέδωσε διαταγή πάνω στο ζήτημα, με την οποία απαγόρευε ρητά την πάσης φύσεως εμπλοκή του μιλλέτ των Ρωμιών στα του έθνους των Βουλγάρων. Ο μουτεσαρίφης Δράμας γνωστοποίησε στον Χρυσόστομο ότι κάθε κοινότητα δικαιούταν να ιδρύει ιδιωτικές σχολές, στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αρκεί να γνωστοποιούσε το πρόγραμμα σπουδών, τα εγχειρίδια, τον τρόπο διδασκαλίας και τους πόρους για την πραγματοποίηση των παραπάνω, πέραν της μισθοδοσίας. Από την άλλη πλευρά ο Χρυσόστομος αντέτεινε την πιστή τήρηση των νόμων, την αποφυγή της ανάμειξης στα διακριτά πολιτιστικά δικαιώματα των άλλων κοινοτήτων αλλά και στο κρίσιμο σημείο της μη ύπαρξης ικανής αριθμητικά βουλγαρικής κοινότητας στη Δράμα ώστε να εγερθούν εκπαιδευτικά και θρησκευτικά δικαιώματα.

Ασφαλώς το ζήτημα αυτό διαλάμβανε νομικές πτυχές και κυρίως το λεπτό μέρος της ερμηνείας του νόμου περί βιλαετιών, σύμφωνα με τον οποίο για τη σύσταση κοινότητας απαιτούνταν τουλάχιστο 20 οικογένειες των οποίων τα μέλη θα ήταν μόνιμοι δημότες της πόλης που θα απέδιδαν φόρο. Αυτό το λεπτό σημείο αποτελούσε πρόσκομμα για την ευόδωση των ευσεβών πόθων των λιγοστών Βουλγάρων της Δράμας παρά τις προθέσεις των οθωμανικών αρχών οι οποίες ευνοούσαν τη βουλγαρική πλευρά.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του 1909 τα περιστατικά παραβίασης του οικογενειακού ασύλου για δήθεν έλεγχο για όπλα ή άλλα ύποπτα αντικείμενα, της τρομοκράτησης των Ελληνορθόδοξων κατοίκων, της παρεμπόδισης ιερέων να ολοκληρώσουν τα ιερατικά τους καθήκοντα και η απαγόρευση του Χρυσοστόμου να περιοδεύει στις μικτές κοινότητες ακόμη και σε αυτές τις οποίες το ελληνικό στοιχείο ήταν το πλειοψηφούν, ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Για τα παραπάνω γεγονότα αντέδρασε δυναμικά όχι μόνο ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος με τις κατά καιρούς εκτενείς του εκθέσεις προς τον επικεφαλής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και οι τοπικές κοινότητες με σχετικά τους υπομνήματα και διαμαρτυρίες προς τον Πατριάρχη.

Στον τομέα της ανάκτησης των απολεσθέντων σχολείων και εκκλησιών των κοινοτήτων που περιήλθαν στην Εξαρχία κατά τα χρόνια της επέκτασης της Εξαρχίας στη μακεδονική ύπαιθρο από τη δεκαετία του 1890 σημειώθηκαν γεγονότα που κατεδείκνυαν τη ρευστότητα των εθνικών συνειδήσεων. Στα όρια της Μητρόπολης Νευροκοπίου, η οποία είχε τεθεί υπό τη δικαιοδοσία του Χρυσοστόμου από το 1903, στο χωριό Τσερέσοβο η εκκλησία έκλεισε το 1902, με τον διχασμό σε πατριαρχικούς και εξαρχικούς. Μολονότι άνοιξε προσωρινά το 1903, από το επόμενο έτος έκλεισε με απόφαση των αρχών και παρέμενε κλειστή έως και το 1909, ενώ το σχολείο παρέμενε και αυτό διχασμένο από το 1905.

Πέραν του κλεισίματος ή του διχασμού των λατρευτικών και των εκπαιδευτικών κτιρίων η κατάσταση σε άλλες κοινότητες ήταν ακόμη χειρότερη. Στην Καρλίκοβα, την Γκόρνιτσα και το Εγρίδερε (κατάληψη του μονύδριου της Αγίας Παρασκευής) οι Βούλγαροι έλεγχαν, πλέον, την πλειοψηφία των κοινοτήτων, καταλαμβάνοντας τις εκκλησίες και τα σχολεία. Το ελληνορθόδοξο στοιχείο εκτοπίστηκε από την Κουμπάλιστα, ενώ σε Πλεύνα και Προσοτσάνη οι Έλληνες θεμελίωσαν καινούργιους ναούς και σχολεία καθώς τα υφιστάμενα κτίρια είχαν καταληφθεί από τους προσήλυτους στην Εξαρχία. Στη μεν Πλεύνα αμφότερα τα κτίσματα σφετερίστηκαν από τους εξαρχικούς, στη δε Προσοτσάνη κατέλαβαν μόνο την εκκλησία, χωρίς να ελέγχουν καθ’ ολοκληρίαν το σχολείο.

Η τακτική της διχοτόμησης του σχολείου, προϊόν της διαμεσολάβησης των οθωμανικών αρχών, επιλέχθηκε και για τον Βώλακα, ενώ στην εκκλησία επιβλήθηκε η εκ περιτροπής λειτουργία, ελληνιστί και βουλγαριστί.

Η δολοφονία του σλαβόφωνου, γεννημένου στην Προσοτσάνη Ηλία Χατζή Γεώργη, θεμελιωτή του βουλγαρισμού στην περιοχή και σημαντικού παράγοντα για την προώθηση των βουλγαρικών συμφερόντων, στην Ξάνθη αναζωπύρωσε το συγκρουσιακό κλίμα μεταξύ των δύο κυρίαρχων χριστιανικών κοινοτήτων στα όρια της Μητρόπολης Δράμας. Κατά την εκφορά του νεκρού το πλήθος των εξαρχικών παριστάμενων προέτρεψε σε πράξεις αντεκδίκησης κατά του ελληνορθόδοξου στοιχείου της πόλης. Οι κραυγές και οι ύβρεις εστίασαν σε συγκεκριμένα συνθήματα όπως «θάνατος στους Γραικούς», «κρεμάλα στον Μητροπολίτη Δράμας», «κατάρα στον Πατριάρχη» και «ανάθεμα στο Πατριαρχείο».

Εκτιμώντας την κατάσταση και σταθμίζοντας τις πιθανές επιπτώσεις μίας γενικευμένης σύγκρουσης λόγω της αναζωπύρωσης των εθνικών παθών ο Χρυσόστομος, αποφάσισε, με την εγκατάλειψη της έδρας του και την απόσυρση στην Καβάλα, την κυριολεκτική του αυτοθυσία. Η παραπάνω πρωτοβουλία αποδείκνυε το μεγαλείο ψυχής, την ανυστεροβουλία και την αίσθηση του πνευματικού καθήκοντος του ιεράρχη. Ο Χρυσόστομος, με ενδιάμεση στάση την ιδιαίτερη πατρίδα του, Τρίγλια, έφθασε στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί μετέβη εκ νέου στην Τρίγλια όπου συνέχισε το έργο του, το οποίο ξεκίνησε κατά την περίοδο της πρότερης παρουσίας του, στην πρώτη του εξορία (1907-1908). Η εκδημία του Μητροπολίτη Σμύρνης Βασιλείου, τον Ιανουάριο του 1910, εκκίνησε τη διαδικασία πλήρωσης του χηρεύοντος μητροπολιτικού θρόνου. Η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου συνήλθε στις 11 Μαρτίου και διά του Ιωακείμ Γ΄ ορίσθηκε ο Χρυσόστομος για την πλήρωση του κενού.

Λήψη από πανήγυρη εις μνήμην του Αγίου Χρυσοστόμου στον αύλειο χώρο του Ι.Ν. Αγίου Χρυσοστόμου Δράμας

Συμπεράσματα

Ο Μακεδονικός Αγώνας υπήρξε μία από τις ενδοξότερες σελίδες στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Στην Ανατολική Μακεδονία, με επίκεντρο το σαντζάκι Δράμας και Καβάλας, η πνευματική καθοδήγηση του Μητροπολίτη Δράμας Χρυσοστόμου και η σύμπραξη του Αρχιδιακόνου Θεμιστοκλή Χατζησταύρου, το έργο των οποίων συνεπικούρησε πρώτιστα το προξενείο Καβάλας υπό τους Μαυρουδή και Μαυρομιχάλη, είχαν ως αποτέλεσμα να επιτευχθεί αξιοθαύμαστη πρόοδος ως προς την ανάσχεση του βουλγαρικού παράγοντα.

Η ίδρυση εκπαιδευτικών και εκκλησιαστικών ιδρυμάτων συνέτεινε αποφασιστικά στην προβολή του ελληνικού πολιτισμού και κατέδειξε την υπεροχή των ελληνικών γραμμάτων, γεγονός που περιχαράκωσε έως ένα βαθμό το συμπαγές της ελληνικής εθνικής συνείδησης των τοπικών κοινοτήτων.

Η εξύψωση του εθνικού φρονήματος των Ελληνορθόδοξων αλλά και μέρους των σλαβόφωνων των κοινοτήτων της Μητρόπολης Δράμας συνέβαλε στην ανακοπή της περαιτέρω παρείσφρησης των Βούλγαρων στις σλαβόφωνες και στις μικτές κοινότητες των καζάδων Δράμας, Νευροκοπίου και Ν. Ζίχνης. Πρακτικά, η προπαρασκευή του αγώνα κατορθώθηκε με την οργάνωση των Επιτροπών Άμυνας, ενώ ο οικονομικός αποκλεισμός από το εμπορικό κέντρο της Δράμας ήταν κομβικής σημασίας για τον έλεγχο της βουλγαρικής επιρροής.

Ως σημείο τομής θεωρείται το σύνολο των εμπρηστικών επιθέσεων των Βουλγάρων στην πόλη της Δράμας το 1906. Έκτοτε η κινητοποίηση σύμπασας της ελληνορθόδοξης κοινότητας απέβη καθοριστική για την επίτευξη των εθνικών σκοπών. Από τότε η δράση των αντάρτικων ομάδων της περιοχής, τα οποία αποτελούνταν από Έλληνες αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του ελληνικού στρατού αλλά και από εντόπιους αγωνιστές, αντιμετώπισε δυναμικά τις ένοπλες ομάδες των Βουλγάρων.

Ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος, κυρίως στην πρώτη του περίοδο (1902-1907) αλλά και στη δεύτερη (1908-1909), μετά την επιστροφή του από την εξορία, αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής αντίστασης στην περιοχή. Ως εξαιρετικής σημασίας αποτιμάται το εθνικό του έργο. Πέραν των ανεγέρσεων και ανακαινίσεων ναών και σχολείων συνεισέφερε, και με τη βοήθεια του Αρχιδιακόνου της Μητρόπολης, μετέπειτα Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Φιλίππων (1924-1962) και Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χρυσοστόμου (1962-1967), την οικονομική ενίσχυση των ένοπλων ομάδων προστασίας της περιοχής.

Σημερινή εξωτερική όψη του Ι. Ν. Αγίου Χρυσοστόμου Δράμας

Η έντονη και δυναμική προσωπικότητα του χαρισματικού ιεράρχη δημιούργησε και αντιπάλους τόσο μεταξύ των Βρετανών αξιωματικών που επόπτευαν την τάξη στις περιοχές που ανήκαν στη Μητρόπολη Δράμας όσο και ανάμεσα σε εκπροσώπους της οθωμανικής διοίκησης. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι σε όλη τη διπλωματική αλληλογραφία του Χρυσοστόμου, με επίκεντρο την επικοινωνία του με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ στον οποίο λογοδοτούσε και ήταν υποχρεωμένος να τον ενημερώνει εκτενώς για τα πεπραγμένα σε θρησκευτικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, τονίζεται η μεροληπτική στάση των τοπικών αρχών υπέρ των Βουλγάρων. Πρόκειται για επιλογές οφειλόμενες σε υπερβάλλοντα ζήλο των αρχών σε επιθέσεις εναντίον εξαρχικών σλαβόφωνων και Βουλγάρων, οι οποίοι ήταν υπαίτιοι πρόκλησης έμψυχων απωλειών για την πλευρά των πατριαρχικών. Εξάλλου, όπως καταγράφηκε, στην περιοχή της Δράμας το ελληνορθόδοξο στοιχείο κινήθηκε μόνο από αμυντικούς σκοπούς και με γνώμονα την προστασία του.

Ο στόχος των ανυπόστατων κατηγοριών και σκευωριών, κατά πάσα πιθανότητα με σύμπραξη των αρχών με την Εξαρχία και τους υποστηρικτές της στην περιοχή, ήταν ο Χρυσόστομος, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί το καλοκαίρι του 1907 από τη μητροπολιτική του έδρα όντας πικραμένος και από την αρκετά μετριοπαθή έως εφεκτική στάση του Οικουμενικού Πατριάρχη. Βέβαια, η στάση του Πατριάρχη ερμηνεύεται στο πλαίσιο της απροθυμίας του να συγκρουστεί με την Υψηλή Πύλη αφενός αλλά και της έξωθεν καλής μαρτυρίας έναντι των ξένων δυνάμεων που ευνοούσαν την ειρήνευση στην περιοχή, τουλάχιστο σε εκείνη την χρονική περίοδο, αφετέρου.

Μετά από περίπου ένα έτος, με τη λήξη του Μακεδονικού Αγώνα, ο Χρυσόστομος επανήλθε χωρίς δυστυχώς να τύχει αξιοπρεπούς συμπεριφοράς από τις οθωμανικές αρχές οι οποίες, παρά τη μεταπολιτευτική φάση που διένυε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, συνέχισαν να θεωρούν τον Χρυσόστομο πηγή κάθε αναταραχής και τοπικής διένεξης. Αυτή τη φορά ο ιεράρχης προέβη σε οικειοθελή αυτοεξορία στην ιδιαίτερη πατρίδα του, πιστεύοντας πως με τη θυσιαστική του αυτή στάση θα συνεισέφερε στην επικράτηση της νηνεμίας και της ειρήνευσης. Η έσχατη ενέργειά του ως επικεφαλής ποιμένα της Μητρόπολης Δράμας αποτελεί μία σαφή απόδειξη του μεγαλείου του πνευματικού ανδρός.