Του Αρχιμανδρίτη Γεράσιμου Βλατίτση

 

Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα του βιβλίου «Ο Άγιος Χρυσόστομος (Καλαφάτης, Μητροπολίτης Σμύρνης ο από Δράμας, και η συμβολή στον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908)» του Αρχιμανδρίτη Γεράσιμου Βλατίτση, εφημέριου στον Ιερό Ναό Αγ. Χρυσοστόμου Δράμας, το οποίο κυκλοφόρησε το 2021 από τη ΔΕΚΠΟΤΑ.

Η εφημερίδα «Εργασία… συν» στο πλαίσιο της επετείου μνήμης για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή δημοσιεύει τμηματικά σημεία από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη πατέρα Γεράσιμου, τον οποίο ευχαριστούμε ιδιαίτερα για τη δυνατότητα αυτή.

Μέσα από το κείμενο αναδεικνύεται η δράση στην περιοχή της Δράμας ενός εκ των πρωταγωνιστών της τραγικής περιόδου για τις Αλησμόνητες Πατρίδες, του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης, ο οποίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο κατά την καταστροφή της Σμύρνης το 1922.

Η πορεία του Χρυσοστόμου από τη γέννησή του έως την ενθρόνισή του στη Μητρόπολη Δράμας. Η κοινωνική και εκπαιδευτική του δράση

Η γέννηση, τα παιδικά χρόνια και οι σπουδές του Χρυσοστόμου

Ο κατά κόσμον Χρυσόστομος (Καλαφάτης) γεννήθηκε στην Τρίγλια, κωμόπολη της Βιθυνίας στις ακτές της Προποντίδας, στις 7 Ιανουαρίου του 1867. Η Τρίγλια, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, αριθμούσε περίπου 6.000 αμιγώς ελληνορθόδοξους κατοίκους με αποκλειστικώς ομιλουμένη την ελληνική γλώσσα.

Πατέρας του ήταν ο Νικόλαος, δημογέροντας της ελληνικής κοινότητας, και μητέρα του η Καλλιόπη, το γένος Λεμω(ο)νίδη. Οι γονείς του Χρυσοστόμου, παντρεμένοι από το 1865, είχαν αποκτήσει συνολικά οκτώ τέκνα, τέσσερις υιούς και τέσσερις θυγατέρες. Το δεύτερο τέκνο της οικογένειας ήταν ο Χρυσόστομος.

Στις 8 Ιανουαρίου του 1868 ο αοίδιμος ιεράρχης έλαβε το κοσμικό όνομα Χρυσόστομος, το οποίο διατήρησε και κατά την είσοδο του στην ιερωσύνη. Κατά την περίοδο της παιδικής του ηλικίας, ο Χρυσόστομος έδειξε κλίση για τη θρησκεία και τη χριστιανική διδασκαλία λόγω και του ευσεβούς θρησκευτικού περιβάλλοντος στο οποίο ανατράφηκε και γαλουχήθηκε. Ο Χρυσόστομος ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο επτατάξιο αλληλοδιδακτικό σχολείο. Η έφεση στα θρησκευτικά και ιδίως στην εκκλησιαστική ιστορία ώθησε τον ιερωμένο δάσκαλο του Χρυσοστόμου στα θρησκευτικά, τον Αρχιμανδρίτη Ιωαννίκιο, να ενθαρρύνει τη συνέχιση των σπουδών του νεαρού στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, όπως και έγινε, το 1884.

Στη Χάλκη ο Χρυσόστομος είχε καθηγητές τους Γερμανό Γρηγορά (1832-1904), διευθυντή της Σχολής από το 1877 έως το 1897, Φιλάρετο Βαφείδη (1850-1933), κατοπινό Μητροπολίτη Καστορίας (1889), Διδυμοτείχου (1899) και Ηρακλείας (1928), Μιχαήλ Κλεόβουλο (1850-1918), μετέπειτα Μητροπολίτη Σάρδεων (1901), Απόστολο Χριστοδούλου (1856-1917), κατοπινό Μητροπολίτη Βεροίας (1906) και Σερρών (1909), και Ευμένιο Ξηρουδάκη (1850-1920), μετέπειτα Μητροπολίτη Κρήτης (1898-1916).

Σε σύντομο χρονικό διάστημα τα ξεχωριστά προτερήματα του Χρυσοστόμου έγιναν αντιληπτά τόσο από τους συμφοιτητές του όσο και από τους καθηγητές του στη Σχολή. Διακρινόταν για τη ρητορική του δεινότητα, το θρησκευτικό και πατριωτικό παλμό, τη φιλομάθεια και την ευρύτητα σκέψεως.

 

Η είσοδος του Χρυσοστόμου στην ιερωσύνη και η πορεία του έως το 1902

 

Από το 1887, κατόπιν θετικής εισήγησης του σχολάρχη Γερμανού Γρηγορά, ανέλαβε την κηδεμονία του νεαρού Χρυσοστόμου ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης (1876-1893), Εφέσου (1893-1897) και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης (1897-1901) Κωνσταντίνος Βαλιάδης (1833-1914). Το 1891 ο Χρυσόστομος, όντας αριστούχος απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μητροπολίτη Μυτιλήνης και ορίσθηκε από τον ίδιο ως αρχιδιάκονος της Μητροπόλεως Μυτιλήνης και αργότερα στην ίδια θέση στη Μητρόπολη Εφέσου.

Ο Χρυσόστομος, από τα πρώτα έτη της διακονίας του, επέδειξε πραότητα, σύνεση, σωφροσύνη, ενάρετη συμπεριφορά παράλληλα με τα φυσικά του προσόντα της καλλιφωνίας και της ευγλωττίας κατά την κήρυξη του Θείου λόγου. Πέραν των παραπάνω, ο Χρυσόστομος ανέδειξε και το συγγραφικό του τάλαντο, κομίζοντας αρκετές μελέτες στην επιστήμη, με συγγραφικό ορόσημο την εκπόνηση του δίτομου έργου ‘Περί Εκκλησίας’, μελέτη 116 σελίδων διαρθρωμένη σε τέσσερα διακριτά θεματικά κεφάλαια. Η εργασία αφορούσε στην επιστημονικώ τω τρόπω προσέγγιση των σημαντικότερων δογμάτων του Χριστιανισμού, δηλαδή της Ορθοδοξίας, του Ρωμαιοκαθολικισμού και του Προτεσταντισμού. Στη μονογραφία αυτή αντικειμενικός σκοπός του συγγραφέα είναι να αποδείξει ότι μόνη η Ορθοδοξία διατηρεί ανόθευτη τη διδασκαλία του Χριστού διά μέσου των αιώνων, την ερμηνεύει αλαθήτως και έτσι «ορθοτομεί», δηλαδή διδάσκει σωστά «τον λόγο της αληθείας». Για τη στήριξη και την τεκμηρίωση της θέσης του ο Χρυσόστομος ερμηνεύει σχετικά βιβλικά χωρία, αξιοποιεί τις υψίστης βαρύτητας μαρτυρίες των Πατέρων της Εκκλησίας και τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων.

Πέραν του δίτομου έργου αξιομνημόνευτη είναι και η αρθρογραφία του Χρυσοστόμου, με σημείο αναφοράς τα άρθρα του στην τοπική εφημερίδα της Σμύρνης ‘Αμάλθεια’ το έτος 1896. Στα άρθρα του αυτά ο τότε αρχιδιάκονος της Μητρόπολης Εφέσου Χρυσόστομος, δυναμικός και συνάμα άριστα καταρτισμένος θεολογικά, ανασκεύασε τους ανιστόρητους και αυθαίρετους ισχυρισμούς των ρωμαιοκαθολικού δόγματος Λαζαριστών και Καπουκίνων μοναχών ‘περί ευρέσεως του ιερού τάφου της Παναγίας Θεοτόκου’.

Οι απαρχές της παραπάνω υπόθεσης τοποθετούνται στο 1894, όταν ορισμένοι ρωμαιοκαθολικοί μοναχοί αγόρασαν στην περιοχή της Εφέσου μικρή έκταση στην οποία βρισκόταν ένας ναΐσκος της Παναγίας. Στον ναΐσκο ήταν τοποθετημένη η θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου, που προερχόταν από το εικονοστάσιο της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους. Η θέση αυτή ονομαζόταν Παναγιά η Πορταΐτισσα (τουρκιστί Καπουλί Παναγιά). Το παραπάνω γεγονός εκμεταλλεύτηκαν οι νέοι κτήτορες του ιερού χώρου προκαλώντας την μήνιν αρχικά του τότε Μητροπολίτη Σμύρνης Βασιλείου (1834-1910, ενθρ. το 1884), τον οποίο διαδέχθηκε ο Χρυσόστομος.

Ο Μητροπολίτης Σμύρνης κινήθηκε τόσο στο προσκήνιο, μέσω δημοσιεύσεων και δημόσιων ομιλιών, όσο και στο διπλωματικό παρασκήνιο, επιτυγχάνοντας, με τη στήριξη και του Ρώσου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, την ακύρωση της επικείμενης τελετής, που θα λάμβανε χώρα για την ανακήρυξη του ναΐσκου ως ιερού τόπου προσκυνήματος για τη χριστιανική θρησκεία.

Στο ίδιο πλαίσιο δραστηριοποιήθηκε και ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος (1878-1958, ενθρ. 1925), ο οποίος στηλίτευσε την κίνηση των ρωμαιοκαθολικών μοναχών, αναφέροντας ως «…κακοήθη διαστρέβλωση της αλήθειας…» τον ισχυρισμό των τελευταίων ότι η θέση του τάφου της Θεοτόκου βρισκόταν στην Έφεσο.

Ένα καθοριστικής σημασίας βήμα για τη μετέπειτα πορεία του Χρυσοστόμου στην ιερωσύνη ήταν η άνοδος ως τοποτηρητή στον Πατριαρχικό θρόνο του ‘προστάτου’ και υποστηρικτού του Κωνσταντίνου Βαλιάδη στις 2 Απρίλιου του 1897. Στις 18 Μαΐου η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου ενέκρινε την πρόταση του Κωνσταντίνου και κατόπιν ακολούθησε η χειροτονία του Χρυσοστόμου ως πρεσβυτέρου. Αμέσως μετά ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος πρότεινε τον Χρυσόστομο για τη θέση του μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου. Ως εκ της θέσεώς του ο Χρυσόστομος είχε τη δυνατότητα να εκπροσωπεί τον Πατριάρχη και να τον αναπληρώνει στην άσκηση των διοικητικών του καθηκόντων.

Σε αυτό το πλαίσιο ο Χρυσόστομος ανέπτυξε σημαντική δράση γύρω από τα θέματα τόσο της Ορθοδοξίας όσο και του Ελληνισμού, μεγέθη τα οποία απειλούνταν από το πανσλαβιστικό κίνημα και τη συναφή επιρροή του σλαβισμού στη βαλκανική χερσόνησο. Το σχίσμα του 1872 στους κόλπους της Ορθοδοξίας επήλθε με βουλγαρική υπαιτιότητα. Εξάλλου, το παραπάνω γεγονός ήταν συνακόλουθο της παραχώρησης του αυτοκέφαλου στη Βουλγαρική Εκκλησία το 1870, με σουλτανικό φιρμάνι, κίνηση η οποία δρομολόγησε την ίδρυση της εθνικής βουλγαρικής Εκκλησίας (Εξαρχία). Η εξέλιξη αυτή είχε σημαντικό αντίκτυπο, καθώς δυσχέραινε τη θέση των ελληνικών εθνικών διεκδικήσεων και παράλληλα έθετε σε αμφισβήτηση την πνευματική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο σλαβικό ορθόδοξο ποίμνιο των υπόδουλων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία Βαλκανίων. Κατά την κρίσιμη δεκαετία του 1890 η ανάπτυξη της βουλγαρικής προπαγάνδας, με τη δεδηλωμένη ρωσική υποστήριξη, έστρεψαν τη διπλωματία του Πατριαρχείου προς την προσέγγιση της Αγγλικανικής Εκκλησίας, της εθνικής Εκκλησίας των Άγγλων.

Τούτου δοθέντος, κατά τη διάρκεια μεγάλης Συνόδου των Επισκόπων της Αγγλικανικής Εκκλησίας, που συνήλθε στο Labeth της Μ. Βρετανίας τον Ιούλιο του 1897, συγκροτήθηκε μία διαδογματική επιτροπή Αγγλικανών και Ορθοδόξων κληρικών για το ζήτημα της ένωσης των δύο Εκκλησιών. Στην επιτροπή, που ανέλαβε το σχετικό προπαρασκευαστικό έργο, προκειμένου να ακολουθήσει η επεξεργασία των δογματικών διαφορών και να διερευνηθούν οι πιθανότητες για την ένωση, προήδρευσε ο μεγάλος Πρωτοσύγκελλος του Πατριαρχείου Χρυσόστομος, κατόπιν προτάσεως του Οικουμενικού Πατριάρχου.

Στα επόμενα έτη της διακονίας του ως μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου, ο Χρυσόστομος αφοσιώθηκε τόσα στα πνευματικά του καθήκοντα, όπως η από άμβωνος διδασκαλία και κατήχηση, όσο και στις διοικητικές του αρμοδιότητες και στις λοιπές φιλανθρωπικές και κοινωνικές δράσεις, συνεπικουρώντας τον Πατριάρχη στην επιτέλεση των καθηκόντων του. Κατά την περίοδο 1897-1901 ανεγέρθησαν εκπαιδευτικά κέντρα, κοινωφελή ιδρύματα, εκπονήθηκε προσχέδιο για την αποκατάσταση των παλαιών υμνωδών της εκκλησιαστικής υμνογραφίας και εξεδόθη η πρώτη έκδοση των Ευαγγελισταρίων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Τέλος, αξιομνημόνευτη και ιδιαίτερα φορτισμένη ήταν η εκφώνηση, τον Αύγουστο του 1899, του επιμνημόσυνου λόγου του Χρυσοστόμου εις μνήμην του εκλιπόντος πρώην Οικουμενικού Πατριάρχου (1863-1866) και κατόπιν Πατριάρχου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής (1870-1899) Σωφρονίου (1798-1899), πνευματικού πατρός του τότε Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντίνου. Όμως η απομάκρυνση του τελευταίου από τον θρόνο του Πατριαρχείου δύο χρόνια αργότερα επέσπευσε και το τέλος της ευδόκιμης διακονίας του Χρυσοστόμου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

 

Το ποιμαντικό, κοινωνικό και εθνικό έργο του Μητροπολίτη Δράμας Χρυσοστόμου (1902-1910)

Η χειροτονία και εγκατάσταση του Χρυσοστόμου στη Μητρόπολη Δράμας

 

Ο Χρυσόστομος εξελέγη παμψηφεί Μητροπολίτης Δράμας από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία κινήθηκε εσπευσμένα για να πληρώσει τον κενωθέντα μητροπολιτικό θρόνο Δράμας. Η χειροτονία του στον βαθμό του Επισκόπου, τον τρίτο βαθμό της ιερωσύνης, από τον Ιωακείμ Γ΄ έλαβε χώρα στις 23 Μαΐου του 1902 στον Πατριαρχικό Ναό, παρουσία των Μητροπολιτών, μελών της Ιεράς Συνόδου, των μελών του Μεικτού Συμβουλίου και άλλων βαθμούχων κληρικών. Η τοποθέτηση του Χρυσοστόμου στην κεφαλή της Μητρόπολης Δράμας συνέπεσε με τις ιδιάζουσες πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις στην υπό οθωμανική κατοχή Μακεδονία, τα εδάφη της οποίας, πέραν της Ελλάδος, διεκδικούνταν και από τις Σερβία και Βουλγαρία, στο πλαίσιο της έξαρσης του Ανατολικού Ζητήματος.

Στις 22 Ιουλίου ο λαός της Δράμας σε πάνδημο συγκέντρωση υποδέχθηκε το νέο Μητροπολίτη, έναν νεαρό δυναμικό ιεράρχη 35 ετών, του οποίου η ευγενής φυσιογνωμία, η ευγλωττία και το φλογερό πάθος για τα ιδανικά του Ελληνισμού τον κατέστησαν εξαρχής αγαπητό στο ποίμνιό του.

 

Η εκπαιδευτική κατάσταση στα όρια της Μητρόπολης Δράμας το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα

 

Για την αντιμετώπιση της βουλγαρικής προπαγάνδας στη Μητρόπολη Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών, ο Χρυσόστομος από την πρώτη στιγμή της ενθρονίσεώς του αποδύθηκε σε έναν εργώδη και άοκνο αγώνα. Είναι αξιοσημείωτο ότι ακόμη και η Εξαρχία μέσω των πρακτόρων της ήταν ενήμερη για τις κινήσεις του νέου ιεράρχη. Εξάλλου, σε σχετικό βουλγαρικό έγγραφο αναφερόταν η δράση του προξενείου Σερρών και η συνδρομή του Χρυσοστόμου Δράμας στην περιστολή της εθνικής (εννοείται: της βουλγαρικής) συνείδησης του τοπικού σλαβόφωνου στοιχείου. Η αντεπίθεση της ελληνικής πλευράς στους καζάδες Δράμας και Ν. Ζίχνης εστιάστηκε, σε πρώτη φάση, στην περαιτέρω εκπαιδευτική και πολιτιστική κινητοποίηση με την ίδρυση εκπαιδευτηρίων, αρρεναγωγείων και παρθεναγωγείων, νηπιαγωγείων, πολιτιστικών και αθλητικών συλλόγων.

Το 1880 εντός των επισκοπικών ορίων της Μητρόπολης Δράμας υπήρχε ένα νηπιαγωγείο με 90 μαθητές, τέσσερα μικτά σχολεία (αρρένων – θηλέων) δημοτικής εκπαίδευσης με 130 μαθητές, πέντε κοινοτικά σχολεία αρρένων με 360 μαθητές και δύο θηλέων με 110 μαθήτριες όπως και δύο επιπλέον σχολεία με 65 μαθητές.

Το 1885 στον καζά Δράμας ο συνολικός αριθμός των ελληνικών σχολείων ήταν 15: εννέα δημοτικά αρρένων, δύο παρθεναγωγεία και τέσσερα νηπιαγωγεία, με 775 μαθητές, ενώ την ίδια περίοδο στον καζά Ζίχνης, τα διοικητικά όρια του οποίου σχεδόν ταυτίζονταν με τα αντίστοιχα δικαιοδοτικά της Μητρόπολης Δράμας, υπήρχαν εννέα δημοτικά σχολεία, ένδεκα γραμματοδιδασκαλεία, δύο παρθεναγωγεία και εφτά νηπιαγωγεία, δηλαδή συνολικά 29 ελληνικά σχολεία. Σε όλα τα παραπάνω φοιτούσαν 1.315 μαθητές και μαθήτριες.

Καθώς η ταύτιση των μητροπολιτικών ορίων με τα διοικητικά όρια των επαρχιών συνήθως δεν απαντάται, αναφέρεται ότι στα όρια της Μητρόπολης Δράμας ανήκαν εν μέρει ή εξολοκλήρου οι καζάδες Ν. Ζίχνης (Ζίχνας) και Νευροκοπίου, μολονότι η Μητρόπολη Νευροκοπίου ήταν διακριτή με Μητροπολίτη τον Θεοδώρητο Βασματζίδη (1903-1907). Το 1894-1895 στον καζά Νευροκοπίου (Κάτω Βροντού, Νευροκόπι, Τσέρνοβο, Στάρτιστα) υπήρχαν 6 ελληνικά σχολεία και 230 μαθητές, στον καζά Ζίχνας 53 σχολεία και 3.000 μαθητές και στον καζά Δράμας-Καβάλας 41 σχολεία και 2.681 μαθητές. Σε αυτή τη ζώνη, όπως και στους καζάδες Σερρών, Δεμίρ Ισάρ (σημ. Σιδηρόκαστρου Σερρών), Γευγελής, Γιαννιτσών, Βοδενών (σημ. Έδεσσας), Λαγκαδά και Θεσσαλονίκης το ελληνόφωνο στοιχείο είχε ευκρινή υπεροχή έναντι του σλαβόφωνου. Αντίθετα, η βουλγαρική υπεροχή στο πλαίσιο του βιλαετιού Θεσσαλονίκης καταγραφόταν στους καζάδες Άνω Τζουμαγιάς (σημ. Ν. Ηράκλειας Σερρών), Μελενίκου, Πετριτσίου, Δοϊράνης, Αβρέτ Ισάρ (σημ. Νέου Γυναικόκαστρου Κιλκίς) και Στρώμνιτσας με 185 σχολεία και 6.802 μαθητές έναντι 40 ελληνικών με 2.007 μαθητές. Πέραν της Θεσσαλονίκης, οι Σέρρες και η Δράμα ήταν τα πιο αξιόλογα εκπαιδευτικά και πολιτιστικά κέντρα του Ελληνισμού κατά τα τέλη του 19ου και στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα.

Το αρρεναγωγείο και το παρθεναγωγείο της Δράμας οικοδομήθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου. Σημαντικές κωμοπόλεις της περιοχής ήταν η Προσοτσάνη, το Δοξάτο και η Τσατάλτζα (σημ. Χωριστή). Στη Χωριστή η θεμελίωση τριών σχολείων υλοποιήθηκε χάρη στις δωρεές του εύπορου εμπόρου Στέργιου Μιχαηλίδη, ενώ η Προσοτσάνη διέθετε ελληνικό σχολείο και ήταν έδρα της ‘Εκπαιδευτικής Αδελφότητας’. Τέλος, το Δοξάτο έως το 1913 διέθετε νηπιαγωγείο (1874), εξατάξιο αρρεναγωγείο και πεντατάξιο παρθεναγωγείο.

Στο τέλος του 19ου αιώνα ο ανταγωνισμός μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εξαρχίας στον μακεδονικό χώρο και ο διαχωρισμός των τοπικών κοινοτήτων σε πατριαρχικές και εξαρχικές είχε κορυφωθεί. Έτσι, το 1899 στον καζά Δράμας (Δράμα, Καβάλα, Πράβι [σημ. Ελευθερούπολη] και Σαρή Σαμπάν [σημ. Χρυσούπολη]) ο αριθμός των ελληνικών σχολείων ήταν 49 με 2.222 μαθητές, ενώ ο αντίστοιχος των βουλγαρικών σχολείων ήταν πέντε με 140 μαθητές. Στη Ζίχνη υπήρχαν 3 βουλγαρικά σχολεία με 84 μαθητές και 32 ελληνικά με 1.629. Τέλος, στο Νευροκόπι και τα περιφερειακά χωριά το βουλγαρικό στοιχείο είχε σημαντική υπεροχή. Αυτό αντανακλάται στο γεγονός ότι υπήρχαν 38 βουλγαρικά σχολεία με 1.124 μαθητές και μόνο 12 ελληνικά με 570 μαθητές.

Στην περιοχή της Δράμας, στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, λειτουργούσαν 80 ελληνικά δημοτικά σχολεία με 120 δημοδιδασκάλους και 3.750 μαθητές ενώ, αντίστοιχα, μόλις 6 βουλγαρικά σχολεία με 10 δημοδιδασκάλους και 90 μαθητές.

Αναφορικά με την εθνολογική σύσταση των χριστιανικών πληθυσμών που κατοικούσαν εντός των ορίων των υπό την πνευματική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Μητροπόλεων (της Μητροπόλεως Δράμας συμπεριλαμβανομένης), συγκεκριμένα στατιστικά δεδομένα διπλωματικών πηγών του τότε ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών αποτυπώνουν τον διαχωρισμό τόσο ως προς την εθνογλωσσική ταυτότητα όσο και ως προς την εκκλησιαστική θεσμική αρχή στην οποία υπάγονταν πνευματικά οι ανωτέρω πληθυσμοί. Έτσι, στο σύνολο των 24 υπαγομένων στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Μητροπόλεων, εντός των βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, υπολογίζεται ότι το 1903 κατοικούσαν περί τους 798.512. Από αυτούς οι πατριαρχικοί πληθυσμοί αποτελούνταν από 306.619 ελληνόφωνους, 186.681 σλαβόφωνους και 60.764 βλαχόφωνους, μαζί με τους αλβανόφωνους του βιλαετιού Μοναστηρίου. Οι εξαρχικοί πληθυσμοί ανέρχονταν σε 235.117. Στη Μητρόπολη Δράμας οι πατριαρχικοί υπολογίζονταν σε 19.725 ελληνόφωνους και 7.245 σλαβόφωνους, ενώ οι εξαρχικοί σε 3.575. Στην όμορη Μητρόπολη Νευροκοπίου οι εξαρχικοί, σε σύνολο 7.055 κατοίκων, αποτελούσαν την πλειοψηφία με 4.620.

(συνεχίζεται…)