ΠΟΙΗΣΗ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

«Και με τα τόσα βάσανα πάλι η ζωή γλυκιά είναι»

 

Κοντά στο τζάκι κάθεται

βαθιά συλλογισμένος

τα χρόνια που διαβήκανε

νοσταλγικά θυμάται1.

Πίκρες και βάσανα πολλά

ήταν όλη η ζωή του2

χαρά ποτέ δεν ένιωσε

η όψη του να λάμψει.

Και τώρα που εδιάβηκε

τη δύσβατη τη στράτα3

ο νους του γοργοφτέρουγος4

γυρνά στα περασμένα4.

Τα νιάτα να ξανάρχονταν5

κι ας ήταν πικραμένα5,

τούτος ο βιός στο τέρμα του

ασήκωτος διαβαίνει6.

Πανάκριβος ο πόθος του

λαλιά δεν αποκραίνει7

έτσι είν’ ο νόμος της ζωής

και γυρισμό δεν έχει.

 

ΣΧΟΛΙΑ

  1. Είναι φυσικό για τους υπερήλικες να αναπολούν το παρελθόν τους, ιδιαίτερα, όταν μένουν μόνοι στη ζωή. Όταν απομακρυνθούν τα παιδιά τους από την πατρική εστία λόγω δημιουργίας δικής τους οικογένειας και κυρίως όταν χάσουν τη συμβία τους. Η νοσταλγία σ’ αυτές τις περιπτώσεις μετατρέπεται σε παράπονο, αλλά και πίκρα βαθιά.

2.3. Σπάνιες είναι οι περιπτώσεις ανθρώπων, που η ζωή τους κυλά ανέφελα. Συνήθως οι περισσότεροι ταλαιπωρούνται για να επιβιώσουν, αντιμετωπίζουν αντιξοότητες, μοχθούν για να αναστήσουν τα παιδιά τους. Γενικά η ζωή τους είναι ένας τραχύς αγώνας, τον οποίο απαλύνουν ευχάριστες και, συνήθως, σύντομες στιγμές ευτυχίας.

4.5. Μολονότι οι χαρές της ζωής είναι βραχύβιες και λίγες, σε αντίθεση με τις πικρίες, παρά ταύτα, όταν η κόμη γίνεται πολιά και τα μέλη του σώματος φορτίζονται από δυσκολίες, η ανάμνηση της νιότης, όσο κι αν αυτή πέρασε μέσα από δύσβατες στράτες, αναπολείται μάταια. Πρόκειται για νόμο της φύσης, που δεν ανατρέπεται.

6.7. Είναι φυσικό η βεβαρημένη υγεία αντάμα με τη μοναξιά να προκαλούν απογοήτευση και παράπονο, που δεν παίρνουν γιατρειά. Η απομόνωση και ο εγκλεισμός στους τέσσερις τοίχους, τους ταλαιπωρημένους από τον χρόνο, αφαιρούν κάθε διάθεση χαράς και αισιοδοξίας και μοιραία ακούγονται τα παράπονα σε αυτιά, που αρκούνται σε μια φραστική κενολογία, που την υπαγορεύει η τυπική ανθρώπινη αναγκαιότητα.