ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

Πολλαπλασιασμός των κινδύνων μπροστά στον επεκτατισμό της Τουρκίας

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

 

β. Ο νέο-οθωμανικός ηγεμονισμός της Τουρκίας

 

Εδώ και μισό αιώνα πλέον, η Τουρκία συνιστά τη μεγαλύτερη πηγή προβλημάτων για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, αλλά και για την ίδια την ασφάλειά της. Μετά τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, τον αφανισμό των εναπομεινάντων στην Κωνσταντινούπολη (1941, 1955 και 1963-4), η Τουρκία εισέβαλε το 1974 και έκτοτε κατέχει παρανόμως το βόρειο τμήμα της Κύπρου, κωλυσιεργεί από το 1975 στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, αμφισβητεί την καθιερωθείσα από το 1931 έκταση ελληνικού εναερίου χώρου 10 ναυτικών μιλίων και το υπό ελληνικό έλεγχο FIR και διατηρεί το casus belli σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων σε 12 ναυτικά μίλια.

Κατά την τελευταία δεκαπενταετία η Τουρκία αύξησε τον αριθμό των διαφορών ή ενέτεινε τις αμφισβητήσεις. Αρχικά μέσω της κρίσης των Ιμίων (31.1.1996) αμφισβήτησε την ελληνική κυριαρχία στις βραχονησίδες. Εν συνεχεία αμφισβήτησε την κυριαρχία επί της Γαύδου και άλλων βραχονησίδων περί την Κρήτη (30.05.1996). Πέτυχε, το «Κοινό Ανακοινωθέν της Μαδρίτης» (8.7.1997), σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα αναγνωρίζει το «σεβασμό στα νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο». Τέλος, κατά την τελευταία τριακονταετία καλλιεργεί συστηματικά ένα «ψυχρό» εναέριο πόλεμο στο Αιγαίο, με συστηματικές παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου από μαχητικά της, συχνά οπλισμένα, αεροσκάφη.

Επιπλέον, γιγάντιες είναι οι προσπάθειες της Τουρκίας για αύξηση του στρατηγικού της οπλοστασίου. Από εικοσαετίας τουλάχιστον ο τύπος της Τουρκίας αναφέρεται στο πυρηνικό πρόγραμμά της, το οποίο εξαρχής υποστηρίχθηκε από το κυβερνών κόμμα, μάλιστα ως προεκλογική του δέσμευση. Το πυρηνικό πρόγραμμα της Τουρκίας, κατά παράβαση διεθνών συνθηκών, ενισχύθηκε από το Πακιστάν και πιθανά ενισχύεται πλέον από το Ιράν. Σήμερα εκτιμάται ότι η Τουρκία έχει τη δυνατότητα να παράγει εμπλουτισμένο ουράνιο U-235 που είναι το προαπαιτούμενο για την κατασκευή πυρηνικών όπλων, ενώ η συμφωνία με τη Ρωσία (2011) για την κατασκευή τριών εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνική, συνιστά βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση. Ακόμη, προχωρά με το πρόγραμμα κατασκευής βαλλιστικών πυραύλων, καθώς από το 2001 δοκίμασε με επιτυχία βαλλιστικό πύραυλο μικρού βεληνεκούς. Σε αυτά τα εξοπλιστικά προγράμματα πρέπει να προστεθεί η κατοχή από το 1995 δύο τηλεπικοινωνιακών δορυφόρων, η προσεχής εκτόξευση στρατιωτικού δορυφόρου παρακολούθησης, καθώς και τα σχέδια ενίσχυσης του στόλου της Μεσογείου με την κατασκευή αεροπλανοφόρου.

Όλα τα παραπάνω έχουν περιβληθεί από την τριάδα Ερντογάν, Γκιούλ και Νταβούτογλου με τον ιδεολογικό μανδύα του νέο-οθωμανισμού και της πίστης ότι η Τουρκία μπορεί και πρέπει να παίξει έναν σημαντικό ρόλο, όχι μόνο σε περιφερειακό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Αδιάψευστος μάρτυρας των εν λόγω φιλοδοξιών είναι το βιβλίο του νυν Υπουργού των Εξωτερικών και Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων Αχμέτ Νταβούτογλου. Το στρατηγικό βάθος, το οποίο οφείλει να μελετήσει όποιος επιθυμεί να κατανοήσει την τουρκική εξωτερική πολιτική. Χαρακτηριστικό όχι για τη στάση της Τουρκίας στο Κυπριακό, στα Βαλκάνια, στο Αιγαίο, στη Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή ή τις σχέσεις της με το Ισραήλ και την Ελλάδα, αλλά για την θέση της στο διεθνές σύστημα και τις παγκοσμίων διαστάσεων φιλοδοξίες της, είναι ένα από τα σχόλια του Νταβούτογλου ως προς τη συμμετοχή της Τουρκίας στους G-20:

«Κάθε μεγάλη δύναμη, η οποία έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει παγκόσμιες στρατηγικές, τρέφει προσδοκίες αναφορικά με την … ιδιότητα (του μέλους) του οργανισμού».

 

γ. Ανακατατάξεις και ευκαιρίες στο διεθνές υποσύστημα

 

Η πρώτη αιτία των ανακατατάξεων στο διεθνές περιβάλλον της Ελλάδας εντοπίζεται στην κινητικότητα της Τουρκίας και στα λάθη της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η διάθεσή της να συμμετάσχει αν όχι να ηγηθεί του αραβικού κόσμου, να λειτουργήσει ως προστάτης των Παλαιστινίων και άλλων Αράβων, να υποδυθεί ουσιαστικά το ρόλο πυρηνικής δύναμης και πυρηνικού διαμεσολαβητή απεγκλωβίζοντας το Ιράν από τις διεθνείς πιέσεις, οδήγησε σε τριβές με το Ισραήλ και, τελικώς, στη διάσπαση της συμμαχίας τους. Το γεγονός αυτό οδήγησε το Ισραήλ σε νέους προσανατολισμούς και στην αναζήτηση μίας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας στην περιοχή. Πρόσφατη έκφανση αυτής της νέας αντίληψης είναι η συμφωνία αμυντικής συνεργασίας Ελλάδας και Ισραήλ.

Η δεύτερη αιτία είναι η ανακάλυψη υδρογονανθράκων στο υπέδαφος της Ανατολικής Μεσογείου και σε γειτνιάζουσες περιοχές της ΑΟΖ του Ισραήλ και της Κύπρου. Η Τουρκία συναισθανόμενη τη σημασία της συγκεκριμένης προοπτικής για το Ισραήλ, για την Κύπρο και τα ζητήματα που αυτή δημιουργεί στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, ξεδίπλωσε την πολιτική της για την περιοχή και προσπάθησε με την απειλή της ισχύος της να συμμετάσχει στη «μοιρασιά» του προσδοκώμενου πλούτου. Αυτή η στάση έφερε πιο κοντά το Ισραήλ με την Κύπρο και, εμμέσως, με την Ελλάδα. Επιπλέον, μετά τη στάση της προσφάτως απέναντι στην Αρμενία, στο Ιράκ, στην Κύπρο και τώρα στη Συρία, απέδειξε ότι η διακηρυγμένη πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες ήταν απλώς μία ρητορική για τα ώτα του φιλικού προς αυτή διεθνούς ακροατηρίου

Πέραν των ανακατατάξεων που έχουν επέλθει στο επίπεδο των στρατιωτικών αξόνων, η προοπτική ανεύρεσης και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην προς διακήρυξη ελληνική ΑΟΖ – την οποία επίσης η Τουρκία επιχειρεί να σταματήσει – συνιστά σημαντική πολιτικού, οικονομικού και αμυντικού χαρακτήρα ευκαιρία, την οποία η Ελλάδα ακόμη και αν δεν βρίσκονταν στην παρούσα οικονομική κατάσταση όφειλε να διερευνήσει. Αν μη τι άλλο, η ανακήρυξη ελληνικής ΑΟΖ μπορεί να εγγυηθεί την ασφαλή διέλευση αγωγών μεταφοράς υδρογονανθράκων κατευθείαν από την κυπριακή ΑΟΖ προς την ΕΕ. Οι δισταγμοί που μπορεί να οφείλονται στην τουρκική αντίθεση και προκλητικότητα πρέπει να ξεπεραστούν για δύο λόγους. Πρώτον, διότι ισχυρότατοι παράγοντες του διεθνούς συστήματος επιθυμούν την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου. Δεύτερον, διότι οι σημαντικότεροι των ενδιαφερομένων φαίνεται να επιθυμούν οι αγωγοί προς τη Δύση να διέλθουν μόνο από την Ελληνική ΑΟΖ, χωρίς την παρεμβολή τρίτων.

 

Β. Οι συνέπειες της κρίσης στην εξωτερική πολιτική

 

Η τεράστια οικονομική κρίση που βιώνει η Ελλάδα είναι φυσικό να έχει επηρεάσει την εξωτερική της πολιτική και κυρίως ένα μέρος των συντελεστών ισχύος στους οποίους στηρίζεται και τα μέσα με τα οποία υλοποιείται.

 

Ευρωπαϊκή Ένωση

 

Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε. παρείχε έναν θεσμικό, πολιτικό και οικονομικό συντελεστή ισχύος για την εξωτερική της πολιτική. Όλοι γνωρίζουν τη μεγάλη σημασία της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΟΚ/Ένωση για τις σχέσεις της με την Τουρκία και την ΠΓΔΜ ή στην πορεία ένταξης στην ΕΕ της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ο συντελεστής αυτός συνεχίζει να υφίσταται και να παρέχει τα πλεονεκτήματα κάθε κράτους μέλους, ανεξαρτήτως της συμμετοχής του στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Τα πλεονεκτήματα προκύπτουν από το ρόλο κάθε κράτους μέλους στην ένταξη νέων μελών, στην αναθεώρηση των Συνθηκών και στις διεθνείς συμφωνίες. Προκύπτουν επίσης από τη συμμετοχή εκπροσώπων από κάθε χώρα στα όργανα της ΕΕ, τα οποία αποφασίζουν για πολλά θέματα που αφορούν χώρες εντός και εκτός Ένωσης.

Ωστόσο τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας, η διαρκής ενασχόληση κρατών μελών και Ευρωπαϊκών οργάνων με δικά της ζητήματα και η σχετική κόπωση, η απόδοση ευθυνών που άλλες της ανήκουν και άλλες όχι, περιορίζουν τις δυνατότητες χρήσης τού συγκεκριμένου συντελεστή ισχύος στην εξωτερική της πολιτική. Με απλά λόγια, καθώς το σύστημα της ΕΕ έχει κορεσθεί και κουραστεί από την Ελληνική κρίση, εκτιμώ πως είναι πιο δύσκολο για την Ελλάδα απ΄ότι στο παρελθόν να θέσει στην ατζέντα της ΕΕ ζητήματα εξωτερικής της πολιτικής.

 

Ο «Τιτανικός» του διεθνούς κύρους

 

Και τούτο διότι αυτό που έχει υποστεί η Ελλάδα στην ΕΕ και διεθνώς, όπως και κάθε κράτος σε οικονομική κρίση, είναι ένα τεράστιο πλήγμα στο κύρος της. Φίλοι και αντίπαλοι θεωρούν ότι λόγω των οικονομικών περιορισμών είναι πιο διαχειρίσιμο, πιέζεται πιο εύκολα ή έχει περιορισμένες ικανότητες αντίδρασης. Το κύρος ενός κράτους οικοδομείται με πολύ μεγάλη δυσκολία και δεν χρειάζονται πολλές, αρκεί μία λανθασμένη κίνηση ώστε το κύρος του να αρχίσει να βυθίζεται και οι εκκλήσεις για οικονομική βοήθεια ώστε να οδηγηθεί στην άβυσσο. Αρκεί ένας άστοχος χειρισμός για να μετατρέψει μία χώρα αρχικά σε μαύρο πρόβατο και στη συνέχεια σε αποδιοπομπαίο τράγο. Φτάνει ένα σχόλιο, μερικές ώρες, πόσο μάλλον μέρες, ασυνεννοησίας για να ταυτιστεί η χώρα με το χάος.

(συνεχίζεται…)