ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

 

του κ. Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

 

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

 

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

 

O αγώνας σκληρός και άνισος. Θέτουν στο στόχαστρο την εξόντωση των παλληκαριών του τόσο οι Τούρκοι, όσο και οι κομιτατζήδες και μαζί τους και οι Άγγλοι αξιωματικοί, οι οποίοι παρευρίσκονται στη Δράμα ως επιτροπή της τήρησης των ανύπαρκτων μεταρρυθμίσεων, που καθιέρωσε η Υψηλή Πύλη.

Δυστυχώς οι Άγγλοι επίτροποι αξιωματικοί με επικεφαλής τον κωμικό συνταγματάρχη Έλλιοτ1 διατίθενται με ευμένεια προς τους Τούρκους και τους κομιτατζήδες και εχθρικά προς τους Έλληνες χριστιανούς της Δράμας. Απροκάλυπτα εκδηλώνουν τα φιλοβουλγαρικά και φιλοτουρκικά συναισθήματά τους.

Σε κάθε επιτυχία εξόντωσης των αγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα από τους κομιτατζήδες είτε κωφεύουν είτε και επιχαίρουν, ενώ στην επιτυχία εξόντωσης κομιτατζήδων από τους Μακεδονομάχους, αυτοί οργίζονται και αγωνίζονται να συλλάβουν ως αποσταθεροποιητές της τοπικής ηρεμίας τους Μακεδονομάχους. Και έχουν τους λόγους τους οι Άγγλοι να επιδεικνύουν την ανθελληνική τους πολιτική στον καζά της Δράμας. Είναι γιατί διαπνέονται από αποικιακή αντίληψη και εποφθαλμιούν να έχουν άμεσο λόγο στα εδάφη της Μακεδονίας και από την άλλη πλευρά διαβλέπουν ως επικίνδυνο ανταγωνιστή του εμπορικού τους ναυτικού το ελληνικό ναυτικό μετά την ελληνική ανεξαρτησία.

Θύματα της λυσσώδους οργής των κομιτατζήδων είναι πολλοί Έλληνες χριστιανοί του καζά της Δράμας. Όμως στόχος των κομιτατζήδων είναι κυρίως οι ηγέτες του αγώνα. Έτσι δολοφονείται άνανδρα και μάλιστα από συγγενείς του εξαρχικούς ο Προεστός της Πετρούσας Αθανάσιος Βαλαβάνης2 και ο επίσης συντοπίτης του προεστός Δημήτριος Μαδεμλής, ενώ η οικογένεια των Κομβόκηδων πυρπολείται μέσα στο σπίτι της. Αποκορύφωμα της απάνθρωπης συμπεριφοράς Τούρκων και κομιτατζήδων αποτελεί η καταδίκη σε θάνατο δι’ απαγχονισμού του νεαρού ήρωα μάρτυρα Άρμεν Κούπτσιου από το Βώλακα στην πλατεία της Δράμας, γιατί είχε καταστεί το φόβητρο των κομιτατζήδων και ο πονοκέφαλος των Τούρκων για τις πολλές εξοντώσεις, που προκάλεσε. Τη μνήμη του Άρμεν Κούπτσιου τιμά ο λαός της Δράμας στη γενέτειρά του στα πλαίσια εορτασμού του Μακεδονικού Αγώνα, καθιερώνοντας μάλιστα και το συμβολικό αγώνισμα «Δρόμος Θυσίας».

Στο πάνθεο των ηρώων του Μακεδονικού Αγώνα εντάχθηκε και ο ιερέας της Καλής Βρύσης Παπαγιάννης Παπαεμμανουήλ3 λόγω της προβολής αντίστασης στην υλοποίηση των σχεδίων αφελληνισμού του καζά της Δράμας από τους κομιτατζήδες. Προαισθανόμενος το τέλος του ο Παπαγιάννης απέστειλε επιστολή προς τον Χρυσόστομο να μεριμνήσει για την τύχη των παιδιών του μετά τη δολοφονία του (στο Αρχείο μου έχω το πρωτότυπο της επιστολής του).

Δυστυχώς οι μεταρρυθμίσεις, τις οποίες εισηγήθηκαν οι Μεγάλες Δυνάμεις στην Υψηλή Πύλη για ανακούφιση των χριστιανών του καζά της Δράμας, πετάχτηκαν στον κάλαθο των αχρήστων.

Οι Νεότουρκοι αποκαλύψανε το σκληρό τους πρόσωπο. Με το διορισμό ως Γενικού Επιθεωρητή του Χουσεϊν Χιλμή Πασά στη Μακεδονία, η κατάσταση στον καζά της Δράμας επιδεινώθηκε. Οι κομιτατζήδες αφηνίασαν. Με αρχικομιτατζήδες τους Πανίτσα4, Σαντάνσκη, Σαράφωφ, Ζαπράνωφ, Δάεφ, Χατζηγκεωργκίεφ και άλλους ενσπείρουν τον τρόμο στον καζά της Δράμας. Μάλιστα ο Τεοντόρ Πανίτσα είναι ο πρωτεργάτης της λεηλασίας των χειρογράφων και κειμηλίων από την παλαίφατη Ιερά Μονή της Εικοσιφοινίσσης το 1917, τα οποία σήμερα ασφυκτιούν στο ιστορικό μουσείο της Σόφιας και στο Ινστιτούτο Ιβάν Ντούιτσεφ5.

Οι κομιτατζήδες δεν αρκούνται μόνο σε δολοφονίες με όπλα και μαχαίρια. Επιδίδονται και στη ρίψη βομβών, όπως στο καζίνο της Δράμας το 1906 και την ίδια χρονιά στην ιερά Μονή της Αγίας Κυριακής της Αλιστράτης την ημέρα της πανήγυρης με αρκετά θύματα, μονολότι ο τουρκικός νόμος απαγόρευε με την ποινή του θανάτου ρίψεις βομβών. Και, όταν συλλαμβάνονταν οι ρίπτες βομβών κομιτατζήδες, καταδικάζονταν τυπικά και με την επέμβαση των Άγγλων επιτρόπων αποφυλακίζονταν.

Σε μια τέτοια ρίψη βόμβας στο καζίνο της Δράμας6 τον Ιούλιο του 1906 σκοτώθηκε μεταξύ άλλων και ο Γ. Παπαδημητρίου, πρόκριτος της Δράμας και επίλεκτος συνεργάτης του Χρυσοστόμου, για το χαμό του οποίου θρηνεί και διαμαρτύρεται ο Χρυσόστομος.

Ο Χρυσόστομος αντιμετωπίζει κι άλλο σοβαρότατο πρόβλημα. Είναι η κατάληψη των πατριαρχικών εκκλησιών από τους εξαρχικούς. Με την επέμβασή της η Υψηλή Πύλη, που εξακολουθεί να εφαρμόζει το δόγμα του «διαίρει και βασίλευε» υποχρεώνει τους πατριαρχικούς χριστιανούς να τελούν τη θεία λειτουργία εναλλάξ με τους εξαρχικούς. Είναι κάτι που συγκεντρώνει την οργή του Χρυσοστόμου, ο οποίος περιέρχεται την ύπαιθρο και πείθει όσους παγιδεύτηκαν και προσχώρησαν στην Εξαρχία, να επανέλθουν στο οικουμενικό πατριαρχείο και μαζί να αποδοθούν οι καταληφθείσες εκκλησίες, στους πατριαρχικούς, με τον ιδρώτα και τους κόπους των οποίων κτίσθηκαν.

Το φαινόμενο παρατηρείται στην Πλέβνα, στο Πουμπλήτσι, στο Βώλακα, στην Κουμπάλιστα, στη Βησσοτσάνη και στην Προσοτσάνη. Μια τέτοια πολιτική στον τομέα των εκκλησιών επιδίωξε η Υψηλή Πύλη με τον Γεν. Επιθεωρητή Μακεδονίας Χιλμή Πασά να εφαρμόσει και στα κοινωφελή ιδρύματα, όπως σε σχολεία, οικοτροφεία, ορφανοτροφεία. Κι εδώ ο αγώνας του Χρυσοστόμου είναι έντονος. Διαμαρτύρεται προς την Υψηλή Πύλη, αλλά και ζητεί την προστασία και μεσολάβηση του Πατριάρχη Ιωακείμ του Γ’ για την αποφυγή μιας τέτοιας συμφοράς. Και ο Ιωακείμ, μολονότι δε διατηρούσε αγαθές προσωπικές σχέσεις με τον Χρυσόστομο7, με την υπομονή και τη διπλωματική ικανότητα, που διεθέτει, παρεμβαίνει στην Υψηλή Πύλη και σε κάποια βαθμό σώζει την κατάσταση. Εκκλησίες, κοινωφελή ιδρύματα ανεγείρονται και συντηρούνται αποκλειστικά με τις γενναίες συνδρομές των Ελλήνων χριστιανών του καζά της Δράμας. Είναι η εποχή, που η Δράμα διανύει οικονομική άνθιση, η οποία οφείλεται στην καλλιέργεια του καπνού, του ρυζιού, του βαμβακιού και του κρόκου. Παρατηρείται έντονη εμπορική κίνηση προς τις ευρωπαϊκές χώρες, ενώ ένα μέρος της τουρκικής οικονομίας στηρίζεται στην παραγωγή ρυζιού, που καλλιεργείται στον κάμπο της Δράμας. Η οικονομική άνεση, που παρέχει η καλλιέργεια καπνού εξαιρετικής ποιότητας, οδηγεί τον Χρυσόστομο σε γενική συνέλευση το 1904 της Κοινότητος Τσιατάλτζιας να πείσει τους κατοίκους της να δεχθούν την επιβολή φόρου κατά 20 παράδες σε κάθε οκά καπνού, προκειμένου να καταστεί δυνατή η οικοδόμηση της εκκλησίας και του αναγνωστηρίου, ιδρυμάτων πολύ σημαντικών για την ηθική στήριξη του υπόδουλου Ελληνισμού και απόκτηση παιδείας και αισιοδοξίας, ώστε η δουλεία να φτάσει κάποτε στο τέλος της.

(συνεχίζεται…)

 

1 Αρχείον Χρυσοστόμου, τόμ. Α’, σ. 424.

2 Αρχείον Χρυσοστόμου, τόμ. Α’, σ.σ. 10,11,13,14.

3 Γ.Κ. Χατζοπούλου, Ιστορικά Ανάλεκτα, ό.π. σ.σ.127-131.

4 Αρχείον Χρυσοστόμου, τόμ. Α’, σ. 206

5 Γεωργίου Κ. Παπάζογλου, Χειρόγραφα και Βιβλιοθήκες της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, σ. Γ 58 και Δ 11.

6 Γ.Κ. Χατζοπούλου, βομβιστικό επεισόδιο στο κεντρικό καζίνο της Δράμας το 1906, εφημ. ΠΡΩΙΝΟΣ ΤΥΠΟΣ Δράμας 29.6.2013 και έγγραφο του Υποπροξενείου της Ελλάδος, εν Καβάλα, αριθμ. 301/9.7.1906

7 Αρχείον του Χρυσοστόμου, τόμ. Α’, σ.380.