ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

 

 

Ματώνει ειλικρινά η ψυχή μου καθώς οδεύω προς τα Νοτιοδυτικά του Νομού μας! Ένα κουφάρι άταφο βρίσκεται εδώ και χρόνια εκτεθειμένο στη μανία του πανδαμάτορα χρόνου. Ανελέητα το δέρνουν βοριάδες και πυρωμένοι ήλιοι λες και θέλουν να βγάλουν όλο τους το άχτι. Κι εκείνο σιωπηλό αναμένει την τελειωτική αποσύνθεσή του. Ποιος ξέρει πόσες κατηγορίες θα ξεστόμιζε, αν είχε λαλιά!

Είχε κάποτε λαλιά, και μάλιστα δυνατή και γλυκιά. Ήταν τότε που δεχόταν στους φιλόξενους χώρους του το σμάρι των Δραμινών εξασφαλίζοντάς τους όχι μόνο τον «άρτον τον επίουσιον», αλλά και την άνετη διαβίωση. Χάρισε την αισιοδοξία και την πίστη για τη ζωή.

Κινούσε με την ιδιότητα του οικονομικού κινητήρα την οικονομία της δραμινής αγοράς. Σκορπούσε το χαμόγελο στους μαγαζάτορες και στα εσνάφια. Τους γαλήνευε την ψυχή, τους έδινε το δικαίωμα να χτίζουν όνειρα γι’ αυτούς και τα παιδιά τους. και είναι αναμφίλεκτο, πως στόχος της ζωής του ανθρώπου δεν είναι να ιερουργεί μόνο στο τέμενος του Μαμωνά – χωρίς αυτό βέβαια ο άνθρωπος κυριαρχείται από ανασφάλεια, εγείρονται οι εύκολες συγκρούσεις, κυριαρχεί η μεμψιμοιρία, δεν αποτολμάται η δημιουργία του ιερού θεσμού της οικογένειας, η οποία συχνά ωθείται σε διάλυση με όλα τα δυσμενή παρεπόμενα.

Γεννά τη φτώχεια, λειτουργεί ως θερμοκήπιο αντικοινωνικών συχνά συμπεριφορών, αποστασιοποιεί τα άτομα, εξευτελίζει την ανθρώπινη προσωπικότητα, οδηγεί μοιραία σε διαχωριστικές γραμμές, καλλιεργεί την ηττοπάθεια, μαραζώνει τις ψυχές, διογκώνει το κύμα της ολέθριας εγκατάλειψης της πατρώας γης.

Αναμφίλεκτα οικονομικός πνεύμονας της Δράμας η Σόφτεξ, εφοδιάζοντας με καθάριο οξυγόνο τα βαλάντιά τους. Και τώρα η μαρτυρική πόλη και ο Νομός, που αυτή διαφεντεύει διεκδικούν την πρωτιά στο δείκτη της ανεργίας.

Κάποια προγράμματα, μερικής απασχόλησης και ολιγόμηνης διάρκειας, έχουν καταστεί μάννα εξ ουρανού. Και οι εκάστοτε κυβερνώντες με τους αργόσχολους κονδυλοφόρους μειώνουν τον δείκτη της ανεργίας φουσκώνοντας σαν παγώνια. Και η ομηρία συνεχίζεται. Και οι καφετέριες ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Και οι θαμώνες, νέοι συνταξιούχοι στην παραγωγική τους ηλικία, συμπορεύονται με ανέργους νέους, με ζηλευτούς όμως τίτλους. Και αναμένει η κοπελιά στο παραθύρι ποτίζοντας τον βασιλικό με τους κρυφούς αναστεναγμούς, γιατί αργεί ο χορός του Ησαΐα. Μα πώς να τολμήσει να τον προσκαλέσει κανείς, όταν ο ερχομός του είναι πολυδάπανος; Στέρεψαν και τα πουγγιά των συνταξιούχων γεννητόρων. Χάσαμε την αρίθμηση στην περικοπή των συντάξεων. Κι η κατωφέρειά τους δεν έχει σταματημό. Και τα σύννεφα στο οικονομικό στερέωμα όλο και πυκνώνουν ερεβώδη και απειλητικά. Και το ξέσπασμά τους δεν φαίνεται να αργεί. Και τότε; Τότε; Ο Θεός να βάλει το χέρι Του, αν και αυτός εξακολουθεί να μας νοιάζεται!

Μάκραινα κάπως τη συζήτηση, όμως δεν βγήκα από το θέμα μου. Εδώ και χρόνια διατυπώνω το αγωνιώδες ερώτημα τόσο από τον έντυπο Τύπο, όσο και από τα ερτζιανά. Τις πταίει, ώστε η κυψέλη, που άκουγε κάποτε στο όνομα Softex, έχασε τη βοή της; Τι απέγιναν οι εργάτριες μέλισσες; Γιατί περίσσεψαν οι άπραγοι κηφήνες;

Το λέω και το ξαναλέω, μα απόκριση καμιά δεν λαβαίνω. Αρκετοί οι υπεύθυνοι, που έκαναν ό,τι μπόρεσαν για να την κάνουν κουφάρι συμφοράς. Γκρέμισαν όνειρα, δυναμίτισαν το κάθισμα το αναπαυτικό. Άραγε δεν νοιώθουν τύψεις για το έγκλημα, το οποίο ασύστολα διέπραξαν; Γιατί προτίμησαν τις δυσχείμερες ώρες αντί για τις εαρινές; Θα βγει επιτέλους κάποοιος από αυτούς που έρριψαν τον λίθο του αναθέματος στην ευδαιμονία των Δραμινών; Θέλει αρετήν και τόλμην η αλήθεια, που οδηγεί αναμφίλεκτα στην ανάληψη της ευθύνης. Και η ανάληψη της ευθύνης είναι παληκαριά ατίμητη, που οδηγεί στην ορθή πορεία.

Είναι λυπηρό να κλωτσάς τη γεμάτη καρδάρα. Μια τέτοια συμπεριφορά, χωρίς αντίρρηση, μαρτυρά αφροσύνη και εκούσιο αυτοχειριασμό.

Μην μεταθέτουμε σε άλλους την ευθύνη. Μόνοι μας βγάλαμε τα μάτια μας. Ή καλύτερα κάποιοι μας παραμυθιάσανε ωσάν τις μυθικές Σειρήνες και εξορύξαμε τους οφθαλμούς μας. Θα βάλουμε άραγε ποτέ μυαλό; Ο θεός μας ευλόγησε πλουσιοπάροχα, όμως εμείς κλωτσήσαμε την ευλογία Του. Με το «κουφάρι» της Softex όμως δεν τελειώσαμε. Θα τα ξαναπούμε.