ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

«…ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν…» (Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα Ι)

Εκπλήσσεται όντως κανείς διαβάζοντας το πιο πάνω απόσπασμα από τα «Απομνημονεύματα» του μεγάλου πρωτεργάτη της Εθνεγερσίας του 1821 Στρατηγού Μακρυγιάννη, γραμμένα από το 1829 μέχρι το 1851 πόση γνώση της ελληνικής ιστορικής πορείας είχε, αλλά και πόσο προφητικός αποδείχθηκε ο αγράμματος εκείνος αγωνιστής, που με δυσκολία γνώριζε στοιχειώδη γραφή, όμως μας έδωσε με την τσεκουράτη γραφίδα του «γυμνή την αλήθεια για να δούνε όλοι οι Έλληνες ν’ αγωνίζονται για την πατρίδα τους, για τη θρησκεία τους».

Μα ας τα πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Η μεγάλη αρχαία Ελλάδα, που εκτεινόταν από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι την Κάτω Ιταλία, συρρικνώθηκε τον 2ο π.Χ. αιώνα, υποτασσόμενη στο αγροίκο Λάτιο. Και έφτασε στο σημείο ο λαός, που επινόησε το τελειότερο των πολιτευμάτων, τη Δημοκρατία, και άνοιξε και φώτισε διάπλατα τον νου της τότε Οικουμένης, να γίνει δούλος για πέντε και πλέον αιώνες του μιλιταριστικού Λατίου.

Κι ύστερα, αφού ξεπήδησε μέσα από τα Τάρταρα της δουλείας, απλώθηκε από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι τη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική.

Μα ξανάπεσε στα Τάρταρα για τέσσερις ολάκερους αιώνες, υφιστάμενος την ταπείνωση, τον εξευτελισμό, τον ραγιαδισμό κινδυνεύοντας να χάσει και τη μαγιά του.

Και αναστήθηκε μέσα από τη φωτιά και το σίδερο μην ξεχνώντας ποτέ πως αυτός επινόησε και θωράκισε το πιο πολύτιμο αγαθό, τη θεόδοτη ελευθερία, κάνοντας σύνθημα εκείνου του παράφρονα αγώνα το «Ελευθερία ή θάνατος».

Και οι ολίγοι αποφάσισαν, μην αντέχοντας πια τη βαρβαρότητα και το μαγάρισμα της θρησκείας τους, να πεθάνουν. Και αφού έκαναν εκείνη την απόφασή τους πράξη, δεν έχασαν, κέρδισαν. Κέρδισαν όμως μια γη περίληψη και σκιά ενός μεγαλείου.

Τι φταίει όμως, ώστε ο Έλληνας να χάνεται κάθε τόσο στα Τάρταρα και στη συνέχεια με κρουνούς αιμάτων να ξαναφαίνεται στη ζωή τόσο αφυδατωμένος και βαλμένος στη γωνιά από τους Δυνατούς της γης;

Και δεν φταίνε μόνον οι Δυνατοί, που του τρώνε κάθε τόσο το δίκιο. Φταίει και ο ίδιος. Οι Δυνατοί έχουν το λόγο τους να στέκονται απέναντί του. Και το κάνουν, γιατί τον φθονούν. Αυτή είναι η στάση ζωής των ευεργετουμένων προς τους ευεργέτες τους. Άλλωστε ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος. Δεν μπορούν να ανεχθούν οι Φραγκολεβαντίνοι και τους υποτακτικούς τους ότι στην Ελλάδα οφείλουν το φωτισμό του νου τους. βαρύτατο το δώρο και πώς μπορούν να το ανεχθούν; Γι’ αυτό και στο βάθος μισούν τους ευεργέτες τους.

Όμως δεν έχουν ολάκερη την ευθύνη μόνο οι Δυνατοί. Μεγάλο μέρος της κακοδαιμονίας οφείλεται στους ίδιους τους Έλληνες. Μάταια ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός την ανέκρουσε με τη λύρα του. Η διχόνοια η δολερή έχει στ’ αλήθεια ωραία θωριά, όμως ρίχνει σε δάκρυα θλιβερά. Και εμείς αυτήν την αναμφίλεκτη αλήθεια την παραβλέπουμε. Γι’ αυτό και πληρώνουμε. Και πληρώνουμε με βαρύτατο τίμημα, χωρίς ποτέ να αναλογιζόμαστε ότι μόνοι μας βγάζουμε τα μάτια μας κάνοντας τα θεριά να τρίβουν τα χέρια τους και παλιά και τώρα. Τα μαύρα σύννεφα επικάθονται απειλητικά στον ορίζοντα της συρρικνωμένης Ελλάδας. Κι εμείς τρωγόμαστε. Και δεν τρωγόμαστε μόνο τώρα. Τρωγόμαστε για την καρέκλα περιφρονώντας όσα βαθυστόχαστα έγραψε εκείνος ο μεγάλος πατριώτης Μακρυγιάννης: «τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι… εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκιάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί».

Αλήθεια πιο σαφέστατο και αναμφίλεκτο μήνυμα δεν θα μπορούσε κάποιος να στείλει σ’ όλους εκείνους, που εκούσια αναλαμβάνουν να χειρισθούν τις τύχες των Ελλήνων από αυτό του αγράμματου, όμως σοφώτατου και βαθύτατου Έλληνα Μακρυγιάννη!

Η καρέκλα της εξουσίας δεν ανήκει μόνιμα σε κανένα. Δίνεται προσωρινά. Και αφαιρείται εύκολα. Δεν καταξιώνουν τους διαχειριστές της ούτε η ενίσχυση του βαλαντίου τους ούτε η δόξα, που είναι εφήμερη.

Τους καταξιώνουν η ανυστερόβουλη αγάπη για τον τόπο τους, η προκοπή του, η καταξίωσή του, η απόκτηση του σεβασμού του από τους Δυνατούς. Όσο κι αν σε φθονούν άδικα οι Δυνατοί, όσο κι αν σε πολεμούν αναίτια, εσύ αν σέβεσαι τον εαυτό σου, αν ομονοείς και είσαι διατεθειμένος να θυσιάσεις και τη δόξα σου και τη ζωή σου ακόμη για τον τόπο, που σε γέννησε και σε άνδρωσε, ο φθόνος των Δυνατών ελάχιστα θα σε βλάψει. Έχεις φωτεινά μονοπάτια να διασχίσεις. Γιατί επιλέγεις σκοτεινούς και κακοτράχαλους δρόμους; Σ’ αφήνει αδιάφορο η ιστορική τιμή; Και μην ξεχνάς ότι η κρισάρα της ιστορίας είναι τόσο πυκνή, ώστε λίγοι τη διαπερνούν. Και αυτοί οι λίγοι είναι εκείνοι που μένουν ως άσβηστοι φάροι στη λεωφόρο της πανανθρώπινης ιστορίας για να φωτίζουν το διάβα όλων εκείνων που ξεστρατίζουν. Ωραία η φλόγα, που αναδίδουν τα φρύγανα, είναι όμως ολιγόλεπτη.

Ύψιστο χρέος η αγάπη η ειλικρινής προς την πατρίδα. Γιατί όταν αυτή στέκει όρθια, δεν κινδυνεύουμε να καταποντισθούμε, όσο κι αν το πέλαγος είναι φουρτουνιασμένο.