ΠΟΙΗΣΗ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

 

Τη φωνή σου νοσταλγώ1

δροσιά στην κάψα των δυσκολιών,

που αμέτρητες στο διάβα μας ορθώνονταν,

μα τις ξεπερνούσαμε, έστω με κόπο.2

Δύσκολοι οι καιροί, καιροί ανταριασμένοι,3

καιροί οδύνης, πλήγωμα ψυχής,4

όμως κάποιες της ψυχής δυνάμεις

μας χαλυβδώνουν κρατώντας μας ορθούς.5

Αναμέναμε τη γαλήνη, που δεν ερχόταν,

αργούσε πολύ η χαρά, καλυμμένη από πόνο.

Και το ερώτημα εναγώνιο

μαστίγωνε την εφηβική ψυχή μας.

Ποιος τάχα ο δαίμονας της κακοτυχίας,6

που την ανάσα χαιρέκακα μάς έκοβε;

Σαν τι να φταίγαμε εμείς οι αδύναμοι,7

που την ψυχή μας αλέθανε

της αναλγησίας οι μυλόπετρες χωρίς έλεος;8

Δραπέτευσαν εκείνοι οι καιροί9

στο διάβα του ανελέητου χρόνου.

Και τώρα σκαμμένες οι παρειές10

αναπολούν τις πίκρες του παρελθόντος.

Αυτό είναι το ριζικό μας,11

δικαίωμα να το αρνιόμαστε δεν έχουμε,

άλλωστε «το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον»,

έτσι το σμίλεψαν οι Δυνατοί,

έτσι το είπαν χωρίς ντροπή,12

έτσι το λένε και θα το λένε!

 

Σχόλια

  1. Το ποίημα γράφτηκε με αναδρομή στο παρελθόν. Το μνημονευόμενο αόριστο πρόσωπο δεν είναι άλλο από τον γεννήτορα, που πεντάρφανο η μοίρα τον ξέρασε στη Μακεδονική γη. Δουλευτής ακούραστος, έστησε με πολλή αγάπη τη φαμέλια του εκεί στο Ανηλιοχώρι. Πικρές οι ημέρες, που διαβαίνανε, όμως η τρυφερότητα της αγάπης τις γλύκαινε. Γι’ αυτό και δικαιολογημένη η νοσταλγία.
  2. Δύσκολες οι χρονιές, λιτοδίαιτες, όμως ξεπερνιόνταν, έστω με κόπο. Δεν ζητούσαν πολλά, ζητούσαν γαλήνη. Χωρίς πολλές αξιώσεις από τη ζωή κι ας ζυμώνανε την ευλογημένη άρουρα με τον ιδρώτα τους για να καρπίσει, όσο ήταν μπορετό. Δεν την όρισε πολύφερνη νύφη ο Δημιουργός.
  3. Την πολυπόθητη γαλήνη τη συνταράξανε καιροί ανταριασμένοι. Πρώτα οι βόρειοι σφετεριστές της γης, που δεν τους ανήκε. Και ύστερα το σαράκι του αδελφοκτόνου διχασμού, σύντροφος αχώριστος της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας.
  4. Και δεν φτάνανε οι λαβωματιές των αλλοφύλων, αλλά ήρθαν και των αδελφών. Χωρίστηκαν σε δύο φάρες. Είπαν πως και οι δύο θέλανε το καλό. Και σκόρπισαν τον πόνο, πλήγωσαν ψυχές, ξεχείλισε το δάκρυ. Και ήταν καυτό. Ήταν δάκρυ, που πότισε ψυχές αθώες.
  5. Μα της ψυχής οι δυνάμεις, οι αστείρωτες και οι απόκρυφες, που αναπηδούν σε δύσκολες ώρες, λειτούργησαν ως στύλοι ατσάλινοι και στυλώθηκαν οι πληγωμένοι και κοίταξαν μακριά, στο βάθος του ορίζοντα. Πάσχισαν να μαζέψουν τα κομμάτια της ψυχής τους, να τα ενώσουν, να τραβήξουν μπροστά.
  6. Δικαιολογημένος ο προβληματισμός, εύλογη η απορία. Ποιος ο κακός δαίμονας, που χαιρέκακα σκορπούσε τη δυστυχία;
  7. Σε τι μπορούσε να φταίει ο αδύναμος, που μόνη του έγνοια ήταν, έστω η λιτή επιβίωση;
  8. Από πού αντλούσε αυτός ο δαίμονας της συμφοράς να αλέθει ανάλγητα αθώες ψυχές;
  9. Πίστεψαν πως η οδύνη κι ο πόνος εγκατασταθήκανε στα ερμάρια της λήθης. Πως η δοκιμασία έφτασε στο τέλος της. Κι αναθάρρησαν. Όμως!…
  10. Εικόνες θλιβερές συνοδεύουν τις σκαμμένες παρειές! Η ελπίδα πως ήρθε το τέλος τους, αποδείχθηκε φρούδη.
  11. Συμβιβάστηκαν πως έτσι θα πορευτούν.
  12. Έτσι σμίλεψαν το ριζικό τους οι Δυνατοί. Και χωρίς ντροπή το ομολογούν. Και δεν μετανιώνουν για την αναλγησία τους. Και με τις πράξεις τους διαβεβαιώνουν ότι δεν έχουν σκοπό να αποβάλλουν το ρόλο του φονιά. Κι οι λαοί σωπαίνουν και εκλέγουν ηγήτορες ως θύτες τους. Τις πταίει; Ασφαλώς μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχουν οι ηγέτες, που επιλέγουν την απόκτηση της εξουσίας αδιαφορώντας για το τίμημα το οδυνηρό, που ακολουθεί.