ΑΡΘΡΟ

Του Γεωργίου Ι. Κούρτη

Επιτίμου Προέδρου Ελεγκτικού Συνεδρίου

πρώην Δημάρχου Δράμας

Στις 23/7/1913 ο δημοσιογράφος Β. Μεσολογγίτης περιγράφει ως εξής την κατάσταση στην πόλη την 1/7/1913: «Ευρήκα την Δράμαν πανηγυρίζουσαν την απελευθέρωσιν της από τον Βουλγαρικόν ζυγόν και δοξολογούσαν τον Θεόν, διότι εσώθη από της τύχης των Σερρών και του Δοξάτου, διότι η καταστροφή αυτών επέβαλεν την πεποίθησιν ότι οι Βούλγαροι σε παρόμοιες περιπτώσεις έμαθαν να συνδέουν τους λόγους με τις πράξεις και οι Δραμινοί ήταν σχεδόν βέβαιοι για την τύχην που τους ανέμενε. Αλλά η Δράμα υπήρξε τυχερή, ο Ελληνικός στρατός πτερόπους έφθασε προ της Δράμας, πολύ ενωρίτερον απ’ όσο υπελόγιζαν οι Βούλγαροι και στέρησεν από αυτούς την ευχαρίστησιν να κάψουν την Δράμαν».

Όπως γνωρίζετε τη Δράμα κατέλαβαν οι Βούλγαροι από τους Οθωμανούς στις 23/10/1912 και βρήκαν Δήμαρχο στην πόλη τον Νικολ. Βαλάνη, τον οποίο όμως, δυο μήνες αργότερα, αντικατέστησαν με τον Βούλγαρο Δούκα Γκίσεφ. Όταν η πόλη απελευθερώθηκε την 1/7/1913 μοναδική διοικητική αρχή ήταν ο Μητροπολίτης Δράμας Αγαθάγγελος ο Β’ Κωνσταντινίδης ή Μάγνης, που μας άφησε για την ιστορία της πόλης το θρυλικό Ημερολόγιό του. Αυτός ανέθεσε τα καθήκοντα του Δημάρχου (Μουχτάρη) της πόλης στον Εβραίο δικηγόρο Δράμας και νομικό σύμβουλο της Μητρόπολης Ιωσήφ Μποχοράτσι, που είναι ο πρώτος Δήμαρχος μετά την απελευθέρωση της πόλης.

Δεν βρέθηκε έγγραφο διορισμού του αλλά υπάρχει η εξής αναφορά του Μητροπολίτη στο Ημερολόγιό του την 01/07/1913. «Εις τον Ισραηλίτην κ Ιωσήφ Μποχοράτσι, δημοτικόν πάρεδρον, ο Βούλγαρος Δήμαρχος κ Γκίσεφ κλείσας το Δημαρχείο παρέδωσε τας κλείδας». Ολίγες ημέρες αργότερα, στις 6/7/1913 διορίζεται από τον Γεν. Διοικητή Μακεδονίας Στεφ. Δραγούμη ως Νομάρχης Δράμας ο Κρητικός από το Ηράκλειο και Μουσουλμάνος Αλή Βέης Ναίπ Ζαδέ, που ο Πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος τον μετέθεσε από τα Χανιά στη Δράμα. Ήταν φυσικά πρόσωπο της απόλυτης εμπιστοσύνης του και ο διορισμός αυτός δείχνει τη μεγάλη διορατικότητα του Ελ. Βενιζέλου. Έφερε Μουσουλμάνο Νομάρχη χάριν της ειρήνης και ενότητας του λαού, αφού η πλειοψηφία του νομού Δράμας ήταν Μουσουλμάνοι. Έφθασε στη Δράμα στις 12/7/1913. Την επομένη ημέρα 13/7/1913 διορίσθηκε ο δεύτερος Δήμαρχος της Δράμας ο Βασίλειος Δερμετζόγλου, γόνος παλιάς Δραμινής οικογένειας. Για το διορισμό του δεν βρέθηκε το σχετικό έγγραφο λόγω της καταστροφής των αρχείων του Δήμου και της Νομαρχίας από τους Βούλγαρους το 1941. Ως μοναδικά στοιχεία για το διορισμό του βρέθηκαν: α) αναγραφή τούτου ως Δημάρχου Δράμας στην Εφημερίδα των Αθηνών ΑΘΗΝΑΙ του Γ. Πωπ στο φύλλο της 13/7/1913, όπου δημοσιεύεται τηλεγράφημα τούτου μαζί με το Μουφτή Δράμας που διαψεύδουν Βουλγαρικές ψευδολογίες και β) αναγραφή στην Εφημερίδα Αθηνών ΕΜΠΡΟΣ στο φύλλο της 19/10/1913 είδησης ότι υποδέχθηκε στη Δράμα τον Υπουργό Εσωτερικών Εμμ. Ρέπουλη μαζί με τους τότε Δημοτικούς Συμβούλους Νικολ. Βαλάνη, Δημ. Κωνσταντίνου και Νικολ. Παρμενίδη. Έμεινε Δήμαρχος μέχρι τον Απρίλιο 1914, οπότε Δήμαρχος Δράμας διορίσθηκε ο Νίκλης Νικ. Βαλάνης που άσκησε τα καθήκοντά του μέχρι το τέλος του 1914.

Πρέπει εδώ να σας ενημερώσω ότι επισήμως ιδρύθηκαν ο Νομός Δράμας την 1/4/1915 (ΦΕΚ Α’ 120), και ο Δήμος Δράμας στις 3/12/1918 (ΦΕΚ Α’ 248), ενώ οι Κοινότητες του Νομού αναγνωρίσθηκαν στις 20/11/1919 και αυτές ήσαν 30. Πριν από τις ως άνω ημερομηνίες ο Δήμος Δράμας και οι Κοινότητες του Νομού υπήρχαν και λειτουργούσαν σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Οθωμανικού δικαίου.

Ποια όμως ήταν η δημογραφική κατάσταση στην επαρχία (Σαντζάκι) Δράμας κατά την απελευθέρωση;

Κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας το 1902, σε γενόμενη απογραφή της επαρχίας Δράμας, σε συνολικό πληθυσμό 129.556 κατοίκων το 12% ήταν Έλληνες το 84% Μουσουλμάνοι και το 4% διάφοροι. Όμως, ο εξελληνισμός της Δράμας και της περιοχής της είχε ξεκινήσει δειλά τα μέσα του 19ου αιώνα, με τη σταδιακή εγκατάσταση σε αυτή Βλάχων και Βλαχοφώνων Ηπειρωτών και συνεχίσθηκε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Το 1913 σύμφωνα με την ωραία μελέτη-μεταπτυχιακή εργασία στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ/Τμήμα Ιστορίας της Γεωργίας Μπακάλη για τους πρόσφυγες, στη Δράμα υπήρχαν πρόσφυγες από τη Δοϊράνη 60 οικογένειες, από τη Στρώμνιτσα και από το Ορτάκιοι, οι οποίοι ενίσχυσαν το Ελληνικό στοιχείο στην πόλη της Δράμας. Ακολούθησε έλευση προσφύγων από πόλεις της Βόρειας Μακεδονίας και της Βουλγαρίας.

Κατά την απογραφή του 1914 η επαρχία Δράμας είχε 170 χωριά, από τα οποία τα αμιγώς Ελληνικά ήταν 13, ενώ τα υπόλοιπα χωριά και η πόλη της Δράμας είχαν μικτό πληθυσμό από Έλληνες, Μουσουλμάνους, Πρόσφυγες, Αθίγγανους και Ισραηλίτες. Κατά στατιστική του ίδιου έτους 1914 οι Έλληνες του νομού Δράμας ήταν 50.877 κάτοικοι, ποσοστό περίπου 36% και οι Μουσουλμάνοι 86.055 κάτοικοι, ποσοστό περίπου 62% σε σύνολο 139.726 κατοίκων του Νομού.

Από το 1914 και μετά οι Έλληνες του Πόντου αρχίζουν να εξεγείρονται, λόγω των συνεχών διώξεων σε βάρος τους των Οθωμανών, οι οποίοι με ιδιαίτερη σκληρότητα προσπαθούν να τσακίσουν το εθνικό φρόνημα των Ποντίων, ώστε από το 1916 σιγά σιγά έρχονται ως πρόσφυγες στην Ελλάδα περίπου 400.000 χριστιανοί Πόντιοι, που ζητούν τη βοήθεια της μητέρας πατρίδας και μέρος αυτών εγκαθίσταται και στον Νομό Δράμας. Επίσης την περίοδο 1919-1922 έρχονται στη Δράμα και Έλληνες Πόντιοι από το Καύκασο, ώστε ο αριθμός των Ελλήνων στον Νομό Δράμας συνεχώς αυξάνεται.

Ποιοι όμως ήταν Δήμαρχοι στη Δράμα από τα τέλη του 1914 μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922;

Μετά το Νίκλη Βαλάνη τα τέλη του 1914, Δήμαρχος Δράμας διορίζεται από την κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου ο ιατρός Δημήτριος Βάντσης από το Μελένικο, που θα ασκήσει τα καθήκοντά του μέχρι 31/7/1915. Ήταν επιφανής Δήμαρχος, φλογερός πατριώτης που αναμείχθηκε στον Μακεδονικό αγώνα. Μάλιστα ήταν τακτικός επισκέπτης στην οικία του φίλου του καπνέμπορου Βασιλ. Γρηγοριάδη και εκεί συνεργαζόταν με το Μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη και άλλους προύχοντες για την πρόοδο του Μακεδονικού αγώνα. Διατέλεσε Βουλευτής του Κόμματος Φιλελευθέρων το 1923-1925 και Πρόεδρος της Λέσχης Φιλελευθέρων Δράμας. Ήταν μεγάλος φιλάνθρωπος με όραμα τη Μεγάλη Ελλάδα και την τήρηση των ηθικών αξιών. Πέθανε στις 29/3/1950.

Από 31/7/1915 έως 16/1/1919 Δήμαρχος Δράμας διορίσθηκε από την κυβέρνηση Δημ. Γούναρη ο καπνέμπορος Μιχαήλ Φέσσας από την Καβάλα, που είναι ο πρώτος Δήμαρχος μετά την ίδρυση του Δήμου, που έγινε όπως προαναφέρθηκε το 1918. Είχε Δημοτικό Συμβούλιο από 9 μέλη, αλλά ήταν ο άτυχος Δήμαρχος, αφού κατά τη διάρκεια της θητείας του στις 26/8/1916 οι Βούλγαροι κατέλαβαν για δεύτερη φορά τη Δράμα και έμειναν εκεί μέχρι 27/9/1918. Ο ίδιος στις 22/6/1917 συνελήφθη και εκτοπίσθηκε με 466 κατοίκους της Δράμας στη Σούμλα της Βουλγαρίας, όπου έμεινε μέχρι τον Νοέμβριο 1918, οπότε επέστρεψε στη Δράμα. Πρέπει να σημειώσω ότι κατά την περίοδο της Β’ Βουλγαρικής Κατοχής οι Ελληνικές αρχές της πόλης και του Νομού παρέμειναν τυπικά στις θέσεις τους, χωρίς όμως κάθε εξουσία, την οποία είχε ο Βούλγαρος στρατηγός Αλεξ. Τάνεφ.

Κατά τη Β’ Βουλγαρική Κατοχή, η πόλη και ο Νομός δεν έμειναν εντελώς απροστάτευτοι, αφού την περίοδο από 20/7/1916 έως 16/1/1919 Νομάρχης Δράμας είχε διορισθεί από την κυβέρνηση Αλ. Ζαίμη, ένας νεαρός, ηλικίας 30 ετών δικηγόρος από την Αρκαδία, ο Νικόλαος Μπακόπουλος, που αργότερα έγινε το 1932 Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Αλ. Παπαναστασίου, Υπουργός το 1950-1951 στις κυβερνήσεις του Κέντρου και Υπουργός το 1963-1964 στις δυο κυβερνήσεις Γεωργ. Παπανδρέου της Ενώσεως Κέντρου. Θα ήθελα να σας ενημερώσω για το πρόσωπό του. Ήταν ο εκλεκτότερος από τους Νομάρχες Δράμας της περιόδου αυτής, επετέλεσε σπουδαίο εθνικό έργο και βοήθησε πάρα πολύ τον Νομό της Δράμας και τους Δραμινούς. Άσκησε, χωρίς να φοβηθεί, αυστηρή κριτική στη Βουλγαρική κυβέρνηση, για τη συμπεριφορά της στον Ελληνικό πληθυσμό, η οποία ήταν περιορισμός τροφίμων, διώξεις, βιασμοί και καταλήστευση της Ι. Μονής Εικοσιφοίνισσας από τα χειρόγραφα, τα βιβλία και τα ανυπολόγιστης αξίας κειμήλιά της. Μνημειώδης θα μείνει η από 74 σελίδες έκθεσή του για τα δεινά των κατοίκων του Νομού Δράμας από τους Βουλγάρους, κατά τη Β’ Κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι αναφορές του για τα ληστευθέντα κειμήλια της Εικοσιφοίνισσας προς την Ελληνική πρεσβεία στη Σόφια, τη Στρατιωτική Βουλγαρική Επιθεώρηση Δράμας δυο φορές και στον αντιπρόσωπο της Γερμανικής κυβέρνησης στη Δράμα.

Κατά τη διάρκεια της θητείας του προσπάθησε να συγκροτήσει Πταισματοδικείο στη Δράμα, για την πάταξη της Βουλγαρικής αισχροκέρδειας, αλλά απέτυχε. Έτσι, αντί για Πταισματοδικείο, οι Βούλγαροι το Μάρτιο 1917 ίδρυσαν Στρατοδικείο, που καταδίκασε σε θάνατο Έλληνες της Ανατολικής Μακεδονίας. Διακρίθηκε για την τόλμη, την αποφασιστικότητα και τη διπλωματία του, χωρίς να αποφύγει τη σύλληψη από τους Βούλγαρους, οι οποίοι το 1917 τον συνέλαβαν, μαζί με τους Δημάρχους του Νομού Δράμας. Είχε μεγάλη αγάπη για τους κατοίκους της Δράμας και μετά την παραίτησή του από Νομάρχης στις 16/1/1919 έμεινε άλλους τρεις μήνες στη Δράμα, με δικά του έξοδα, για να συμβουλεύσει το διάδοχό του Νομάρχη μετά την αποχώρηση των Βουλγάρων, δηλαδή τον Αλή Βέη Ναίπ Ζαδέ, τον πρώτο Νομάρχη, που πάλι μετατέθηκε στη Δράμα. Ποιος θα έκανε αυτό σήμερα; Για το λόγο αυτό θα πρότεινα να τιμηθεί ιδιαίτερα από τη Δράμα με ονομασία οδού ή με διοργάνωση ειδικής εκδήλωσης στη μνήμη του.

Στη Β’ Βουλγαρική Κατοχή (1916-1918) πέθαναν από ασιτία και ασθένειες 4.000 Έλληνες, εξορίστηκαν 1.965 άτομα από τα οποία επέστρεψαν 1.359 και 606 απεβίωσαν.

Μετά το Μιχ. Φέσσα από 16/1/1919 έως 14/10/1920 Δήμαρχος Δράμας διορίζεται πάλι ο ιατρός Δημ. Βάντσης με Δημοτικό Συμβούλιο από 16 Συμβούλους και 3 Παρέδρους. Στις 24/11/1920 έως 1/3/1923 επανέρχεται ως Δήμαρχος για δεύτερη φορά ο Μιχ. Φέσσας με 17 Δημοτικούς Συμβούλους και δυο Παρέδρους.

Η Μικρασιατική καταστροφή του Αυγούστου 1922 και η ανταλλαγή των πληθυσμών 1923-1924 είχαν ως αποτέλεσμα για τη Δράμα να δεχθεί νέο κύμα προσφύγων από την Ανατολική Θράκη και την Μ. Ασία, για τον αριθμό των οποίων θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Η επαναστατική κυβέρνηση Στυλ. Γονατά διορίζει από 1/3/1923 Δήμαρχο τον Θεόφιλο Αθανασιάδη, που αργότερα στις 29/9/1941 εκτελέσθηκε από τους Βουλγάρους. Έμεινε μέχρι 22/8/1923 και αντικαταστάθηκε από τον ιατρό Δημ. Βάντση. Από 7/12/1923 έως 7/8/1925, δηλαδή για 19 μήνες, η θέση του Δημάρχου παρέμεινε κενή με Δημαρχούντα τον δερματέμπορο Λάζαρο Δαναηλίδη για 18 μήνες και τον Γεωργ. Αναγνώστου για ένα μήνα. Τελευταίος διορισμένος Δήμαρχος την περίοδο 7/8/1925 έως 30/11/1925 είναι ο Νικόλαος Παρμενίδης από την Καππαδοκία Γραμματέας και Διερμηνέας Προξενείου. Οι πρώτες δημοτικές εκλογές στη Δράμα από την απελευθέρωση έγιναν το 1925 και ακολούθησαν μέχρι το 1940 άλλες δυο εκλογές, το 1929 και το 1934 από τις οποίες αιρετοί Δήμαρχοι αναδείχθηκαν οι Νικόλαος Παρμενίδης, Γρηγόριος Παζιώνης από το Μελένικο, ασφαλιστής, με σκοτεινό ρόλο την περίοδο 1941-1944, και ο γεωπόνος Σταύρος Κισαγισλής αντίστοιχα.

Από το κίνημα του 1935 έως το 1940 θα διορισθούν έξι (6) Δήμαρχοι Δράμας κατά σειρά οι ακόλουθοι: ο έμπορος Αθανάσιος Αναγνώστου (1935-1936), ο Σταύρος Κισαγισλής (1936-1937), ο έμπορος Αθανάσιος Τρακοσόπουλος ως Δημαρχών (1937-1937), ο ιατρός Γεράσιμος Κύρου (1937-1939), ο δικηγόρος Απόστολος Αποστολίδης (1939-1940) και ο ιατρός Αθανάσιος Τριανταφυλλίδης (1940-1945).

Η περίοδος 1924-1935 είναι περίοδος άνθησης διαφόρων και πολλών συλλόγων στην πόλη της Δράμας. Έτσι στην πόλη εμφανίζονται ο Πανμικρασιατικός Σύλλογος Δράμας, η Ομοσπονδία Προσφυγικών Σωματείων Δράμας, που το 1924 είχε 12μελές Συμβούλιο από 4 Ποντίους, 2 Μικρασιάτες, 4 Θρακιώτες, 1 από τον Καύκασο και 1 από την Καππαδοκία πρόσφυγες, η Ομοσπονδία των εκ Βουλγαρίας Ελλήνων Προσφύγων, ο Σύνδεσμος Αλυτρώτων Βορειομακεδόνων, ο Θρακικός Σύλλογος «ΚΩΝ/ΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ», ο Σύλλογος Καλλίπολης και Ραιδεστού «Ο ΕΛΛΗΣΠΟΝΤΟΣ», ο Καππαδοκικός Σύλλογος Δράμας «Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ» και πλήθος άλλων σωματείων, επαγγελματικών και μη. Από τα πολλά αυτά προσφυγικά σωματεία αναδεικνύεται ο ρόλος των προσφύγων που ήταν το πλέον ζωτικό τμήμα του έθνους, που μεγάλως συνέβαλε στην πρόοδο και την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Δράμας. Οι πρόσφυγες είναι οι συντελεστές και δημιουργοί της σημερινής ωραίας Δράμας, της Δράμας του πολιτισμού και της ανάπτυξης, και εργάσθηκαν σκληρά για το σκοπό αυτό. Ενδεικτικά, αναφέρω ότι το 1928 στην πόλη της Δράμας ήταν 22.601 πρόσφυγες και 6.161 γηγενείς κάτοικοι, ενώ η περιφέρεια του Νομού είχε 58.291 πρόσφυγες από τους οποίους οι 40.883 είχαν εγκατασταθεί σε 179 αμιγείς προσφυγικούς συνοικισμούς.

Η οικονομική ζωή στη Δράμα και στον Νομό όλη την περίοδο αυτή ήταν σκληρή με αυξημένη ανεργία, λόγω της ύπαρξης πολλών προσφύγων, δηλαδή αυξημένου εργατικού δυναμικού που αναζητούσε εργασία αλλά και λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929. Η στροφή όμως των περισσοτέρων στη γεωργία, την οποία βοηθούσε η μεγάλη πεδιάδα της Δράμας έσωσε αποτελεσματικά τον πληθυσμό την περίοδο αυτή.

Παρουσίασα μια σύντομη ιστορική αναδρομή στη Δράμα του μεσοπολέμου, χρήσιμη για την ενημέρωση των νεωτέρων, αλλά όχι τόσο ωφέλιμη για τη σημερινή πραγματικότητα. Θα πρέπει να απαντήσουμε στο επιτακτικό ερώτημα, πως όλοι εμείς οραματιζόμαστε το μέλλον της πόλης και του Νομού Δράμας. Δυο σκέψεις έρχονται στο μυαλό μου, δυο προτάσεις, που θεωρώ αναγκαίες και εφικτές για την ανάπτυξη της Δράμας. Πρέπει να αξιώσουμε α) η Δράμα να γίνει η Μητρόπολη του χειμερινού τουρισμού στα Βαλκάνια με την ευρύτερη περιοχή της, αφού προηγηθεί η εκτέλεση των απαραίτητων έργων υποδομής για το σκοπό αυτό και β) ο Νομός Δράμας, ολόκληρη η περιοχή του Νομού, να κηρυχθεί αποκλειστική ζώνη εγκατάστασης καινοτόμων βιοτεχνιών και μικρών βιομηχανιών, φιλικών στο ωραίο περιβάλλον του Νομού, όπου ο επενδυτής, Έλληνας ή ευρωπαίος, υπό οποιαδήποτε νομική μορφή, θα απολαμβάνει μονίμως ειδικών φορολογικών προνομίων.

Εύχομαι οι σκέψεις μου αυτές να τύχουν αποδοχής από τους φορείς της τοπικής και κρατικής διοίκησης.

 

*Το κείμενο αποτελεί την ομιλία του κ. Κούρτη σε εκδήλωση του Συνδέσμου των εν Αθήναις Δραμινών η «Αγία Βαρβάρα», η οποία πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019 στην Αθήνα