ΑΡΘΡΟ
Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά
ATPL
AIRLINE PILOT
B737NG AIRBUS 320
ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΔΡΑΜΑΣ ΠΡΟΣΤΕΘΗΚΕ ΕΝΑ ΝΕΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ. ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ
Γενικά πιστεύω ότι κάθε φορά έχουμε αυτό που μας αξίζει.
Αφή στιγμής έγινα παραλήπτης ευγενικής προσφοράς του Οικείου Μητροπολίτου Δράμας κ. Παύλου, της εκδόσεως επετειακού τόμου, και ο οποίος με απάλλαξε του κόπου βιβλιοφιλικής μου αναζήτησης όφειλα και το πόνημα που μου ενεχειρίσθη να διαβάσω κατά το δυνατόν ή να ξεφυλλίσω επισταμένως, αλλά και ως είθισται να γράψω και δυο λόγια βιβλιοκριτικής περί του Πονήματος –Τόμου αυτού.
Οφείλω δε να ειπώ ότι πάντοτε είθισται επί τη παράδοση ή χαρίσματος τιμής ένεκεν ή ευγενικής προσφοράς να υπάρχει και μια σε εισαγωγικά «αφιέρωση», τιμής ένεκεν ή μνήμης, δι’ αυτό και θα επιστρέψω καιρού επιτρέποντος και υποχρεώσεων δια να μου αποδοθεί το τυπικόν και συμφώνως του savoir vivre, αλλά και του πρωτοκόλλου.
Μια πληρέστερη εικόνα για ένα βιβλίο μάς δίνει η βιβλιοκριτική, η οποία περιέχει αναλυτικότερες πληροφορίες από τη βιβλιοπαρουσίαση και περισσότερα σχόλια, επαρκώς τεκμηριωμένα. Εξάλλου η βιβλιοκριτική προϋποθέτει μελέτη του αντικειμένου της σε βάθος, αφού στόχος της είναι κυρίως να κρίνει/αξιολογήσει υπεύθυνα το έργο. Γι’ αυτό άλλωστε είναι πάντα ενυπόγραφη, σε αντίθεση με τη βιβλιοπαρουσίαση. Πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι τα όρια ανάμεσα στη βιβλιοκριτική και στην βιβλιοπαρουσίαση δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτα, ιδιαίτερα όταν η βιβλιοπαρουσίαση έχει ως στόχο να επηρεάσει θετικά ή αρνητικά τους αναγνώστες σχετικά με το βιβλίο, οπότε περιέχει αρκετά σχόλια.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν κάνω κάποια εις βάθος βιβλιοκριτική, αλλά έχοντας διαβάσει ένα μεγάλο μέρος του τόμου αυτού, έχω την δυνατότητα να εκφράσω και να υποστηρίξω τόσο τις απόψεις μου οι οποίες μου άφησε αυτή η επαφή και η ανάγνωση του πονήματος και έτσι αυτές διατυπώνω. Ας λείπει από εμού κάθε τίτλος περί ειδίκευσης γιατί έχω σιχαθεί στην κυριολεξία τους ειδικούς επί ειδικών οι οποίοι μιλούν επί παντός σε κάθε ευκαιρία.
Έχοντας αγάπη στην βιβλιοανάγνωση μιας και αποτελεί δια την μετριότητα μου πηγή ηρεμίας, αλλά και λίκνο ψυχικής ανατάσεως, ιδιαιτέρως από βιβλία που άπτονται Ιστορικών πεπραγμένων, αυτός ο τόμος ήρθε στην κατάλληλη στιγμή ως δώρο ειδικής μου ιστορικώς αναβάθμισης για γεγονότα εκ των όποιων κάποια αγνοούσα.
Στα χέρια μου το βιβλίο και αμέσως μου έκανε κλικ, δια ένα απλό λόγο, ότι πίστευα παιδιόθεν ότι τόσο η Ιστορία, αλλά και η Γεωγραφία είναι δυο ζώσες επιστήμες και οι εντρυφούντες εν αυτές έχουν να κερδίσουν τα πλείστα σοφίας, εμπειρίας ιστορικών χρονολογικών περιόδων, αλλά και αυτοσυγκράτησης προς μη επανάληψη ίδιων κατακερματισμένων τραγικών λαθών.
Σίγουρα ο Συγγραφέας δεν διεκδικεί τον τίτλο του Μυθιστοριογράφου και αυτό φαίνεται από την πρώτη επαφή με το Βιβλίο, αλλά στο να εκθέσει με τρόπο απλό και όσο αυτό είναι εφικτό τεκμηριωμένα Ιστορικά τεκταινόμενα και τα του πονήματος του γραφόμενα.
Το ξεκίνησα λοιπόν και βρέθηκα μπροστά σε ένα Ιστορικό δοσμένο και με λογοτεχνική χροιά διαμάντι.
Με μια ιστορική αναδρομή γεγονότων τα οποία διαδραματιστήκαν κατά την περίοδο άρχεσται 917.
Ίσως απλή αλλά δοσμένη τόσο όμορφα δομημένη με προστρέξεις σε πολλαπλές βιβλιογραφίες τόσο εγχώριες, αλλά και άλλο τόσο εισαγόμενες, μέσα από τα μάτια ενός όχι μόνον ως επιστήμονος αλλά και βιωματικά, ο συγγραφέας παντρεύει το ρεαλισμό με τον σουρεαλισμό, την πραγματικότητα με την εγνωσμένη και αποσαφηνισμένη χρονολογικά ιστορικότητα της περιόδου τούτης και νιώθει τον πόνο που νιώθει ο καθείς εξ ημών. Όπως είπε και ο ίδιος «τον ένιωθα για πολλά χρόνια, και το θέμα των κλοπών είναι κάτι που κατάφερα να το κρύψω τα τελευταία χρόνια στο πίσω του μυαλού μου, και νόμιζα πως πια το ξεπέρασα», αλλά πάντα αυτός ερχόταν ως προάγγελος με τρόπο τέτοιον ο όποιος φαίνεται δαψιλώς σε όλο το πόνημα αλλά και στην ιστορική και τεκμηριωμένη του ανάλυση. Έτσι ρίχνει φως στα μυστικά και στις σχέσεις που έχει σχεδόν κάθε τόπος και που πρέπει αυτά να έρθουν στο φως.
Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω τα συναισθήματα που μου προκάλεσε αυτή η ιστορία γιατί ενώ φαντάζει απλή ξεχασμένη στον χρόνο της λήθης, αυτός χωρίς διακυμάνσεις ή έντονες εξάρσεις, κατορθώνει μέσω της ανάλυσης και δια μέσω φωτογραφικού υλικού να ανάδειξη το επίμαχο αλλά δυστυχώς ξεχασμένο τερατούργημα το οποίο συντελέστηκε στην Ιερά Μονή της Εικοσιφοίνισσας Δράμας.
Η Ανατολική Μακεδονία υπέστη τα πάνδεινα κατά την απαίσιου μνήμης Βουλγαρικής Κατοχής, των ετών 1916-1918. Η οδυνηρή αυτή περίοδος, πλήρης αιμάτων, λιμοκτονιών και ομηριών δυστυχώς είναι πολύ λίγο γνωστή στους Έλληνες, στους Ανατολικομακεδόνες και ιδιαιτέρως στους νέους μας.
Μπαίνει στα άδυτα μιας καθημερινής μιας απλής και συνηθισμένης Μοναστικής αδελφότητας ως οικογένειας αλλά και ταυτόχρονος της ευρύτερης περιοχής, που σε τίποτα δεν διαφέρει από τις τόσες χιλιάδες υπόλοιπες και καταφέρνει με όπλο του την ιστορική αποδεικτική πραγματικότητα να δώσει και να φέρει εις την επιφάνεια καταστάσεις βιωματικές τόσο από νάματα προγόνων, αλλα και ως ιστορικός επιστήμονας αργότερα δίνοντας και κάτι, όπως την αγνότητα της παιδικής ηλικίας που μόνο μια φορά ζούμε, να απομυθοποιεί πλήρως όλα τα στερεότυπα, να θέτει νέες βάσεις στις σχέσεις μεταξύ των ηρώων, να αλλάζει γενικότερα τα πάντα, ίσως προς το καλύτερο, ίσως και όχι, αυτό όμως μόνο ο χρόνος θα το δείξει.
Ο χρόνος, που εξέλεξεν ο συγγραφέας για να εντοπίσει την έρευνά του είναι οι αρχές του αιώνα μας. Η επιλογή δεν έγινε τυχαία. Είναι η δυστυχισμένη αλλά και με φρικαλεότητες γεμάτη , κατά το συγγραφέα, περίοδος του Ελληνισμού της περιοχής.
Είναι συνολική η ευθύνη όλων μας για την αποψίλωση της παιδείας μας από την τοπική μας και την εθνική μας ιστορία, για αυτό και βεβαίως θα υποστούμε και όλες τις συνέπειες αυτής της μετ’ επιγνώσεως αμάθειας.
Όταν οι διαφορετικές εθνότητες, όπως Τούρκοι, Βούλγαροι και Έλληνες, συζούσαν ειρηνικά, σχεδόν μια φυλή, και η υλική ευμάρεια μείωνε, αν δεν το εξαφάνιζε, τις όποιες φυλετικές ,θρησκευτικές τους διαφορές με την παρεμβολή και άλλων παραγόντων, οι οποίοι ενεργήσαν έτσι ώστε να διαταραχτεί πλήρως αυτή η τυποποιημένη ομαλότητα και από την επικρατούσα νηνεμία να μπει η περιοχή σε ένα στροβιλισμό καταστρεπτικό και σε μια φορά ακρωτηριασμού η οποία επανέφερε το έστω καλυπτόμενο αίσθημα ,το αίσθημα του «ραγιά».
Τη νοσταλγία -πίκρα του συγγραφέα για την εκείνη εποχή τη συνειδητοποιεί πληρέστερα ο αναγνώστης, παρακολουθώντας τα διάφορα κεφαλαία με τις Ιστορικές αναδρομές οι οποίες αποδεικνύουν περίτρανα την βαρβαρότητα η οποία επιτελεσθεί αλλά και την συμβολή της ξενοκρατικής Ιστορικής Επιστήμης από κάποιους οι οποίοι την εκμεταλλεύτηκαν προς ίδιον όφελος και ανελίξεως, καταστρέφοντας και την αλήθεια αλλά και συνωμοτώντας σε ένα μεγάλο έγκλημα διαρκείας στο όποιο είναι σύμφωνη και η Πολιτειακή Ηγεσία της Χωράς μας.
Η αναφορά στα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν με την πάροδο μερικών δεκαετηρίδων, τον πόλεμο, την ελληνική διοίκηση και την καταστροφή που τη διαδέχτηκε, δεν υπογραμμίζει μονάχα την αντίθεση με το παρελθόν, το τόσο αγαπητό στον συγγραφέα, δίνει ταυτόχρονα και κάποια «επικαιρότητα» στην ανάδειξη με την πρόσφατη συμπλήρωση 100 χρόνων από την καταστροφή.
Θα μπορούσα να πω και περισσότερα, νομίζω όμως ότι καλύτερα να τα πει το ίδιο το βιβλίο. Θεωρώ ότι θα εξακολουθεί να λέει πράγματα για πολλά ακόμη χρόνια. Και σίγουρα δε θα βαρεθούμε ποτέ να προστρέχουμε στις σελίδες του όχι μόνο προς ιστορική πληροφόρηση αλλά και με εθνική έπαρση, μιας και αποδεικνύεται περίτρανα ότι όλη η χώρα μας από άκρον εις άκρον αλλά και ιδιαιτέρως η περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας είναι κατά συνέχεια ανά τους αιώνες γη Ηρώων που με το αίμα τους πότισαν την γη της αλλά και δύναται να ποτίζουν διηθώντας σεβασμό και υπερηφάνεια και τις δικές μας καρδιές.