ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

«Ουδέποτε θεώρησα ότι είναι αντικείμενο θαυμασμού η στρατιωτική επιτυχία, όπως και μυική δύναμη» (Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, Από εμένα αυτά …)

Μ’ αυτά τα λόγια εκφράστηκε η Πρύτανις των Γαλλικών Πανεπιστημίων, όταν ρωτήθηκε αν ένιωσε θαυμασμό για τον Μέγα Αλέξανδρο. Πρόσθεσε μάλιστα στη συνέχεια και τη βαριά φράση: «Όχι μόνο δεν τον θαύμασα απεναντίας, όταν έκαψε την Περσέπολη, τον αντιπάθησα».

Προφανώς η Μεγάλη Κυρία των ελληνικών και γαλλικών Γραμμάτων επικεντρώνει τον θαυμασμό της στους ανθρώπους του πνεύματος, σε αυτούς που ανοίγουν το μυαλό του ανθρώπου, καλλιεργούν τις ψυχικές αρετές του, κατασιγάζουν τα πάθη και θεμελιώνουν την αγαστή ειρηνική συμβίωση. Και το έργο των πνευματικών ανθρώπων μένει ανεξίτηλο στο διάβα του χρόνου και εξακολουθεί να διδάσκει τις επερχόμενες γενιές.

Καλή βέβαια η ανδρεία, που εκδηλώνεται στα πεδία των συγκρούσεων, έστω και αν αυτή αποβλέπει στην προστασία της θεόδοτης ελευθερίας, αφήνει όμως πίσω της στάχτες, ερείπια, πόνο βαθύ, τραύματα ψυχής ανεπούλωτα.

Αλλά και η μυική δύναμη, που εκδηλώνεται στους χώρους άθλησης μοιάζει συνήθως με το άναμμα φρυγάνων, που εντυπωσιάζουν για λίγο χρόνο κι ύστερα καταλαγιάζουν.

Βέβαια η Μεγάλη Κυρία των Γραμμάτων δεν πρωτοτυπεί. Επαναλαμβάνει τους στίχους της γεννημένης στο τέλος του 7ου αιώνα π.Χ. στην Ερεσό της Λέσβου, που διασώθηκαν στο ποίημα της «ΣΕ ΑΜΟΥΣΗ ΓΥΝΑΙΚΑ».

Απαγγέλλει η Λεσβία Αηδών, η Αδελφή των Χαρίτων και η Πιερία Μέλισσα, ανακρούοντας τη λύρα της, τους ακόλουθους στίχους:

«Όταν νεκρή θα κείτεσαι, κανείς μ’ αγάπη εσένα δε θα θυμάται πια, γιατί ποτέ δε στόλισε τη ζήση σου κανένα από τα ρόδα τα πιερικά. Κι έτσι άσημη κι ωχρή σκιά ντυμένη το σκοτάδι μέσα στους άδοξους νεκρούς θα τριγυρνάς στον Άδη».

Την ίδια άποψη για τον θαυμασμό προς τον πνευματικό άνθρωπο θα διατυπώσει 27 αιώνες αργότερα ο Αλεξανδρινός Κ. Π. Καβάφης, ο στοχαστικός, ο ιστορικός, ο φιλόσοφος ποιητής, που εξακολουθεί και σήμερα ακόμη να μελετάται με εμβρίθεια και σεβασμό από επίζηλους λάτρεις του πνεύματος, στο ποίημά του το «ΠΡΩΤΟ ΣΚΑΛΙ».

«Εις τον Θεόκριτον παραπονιούνταν

μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης:

«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω

κι ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.

Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.

Αλλοίμονον είν’ υψηλή το βλέπω,

πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλαˑ

κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι

ποτέ δεν θα ανεβώ ο δυστυχισμένος».

Είπ’ ο Θεόκριτος: «Αυτά τα λόγια

ανάρμοστα και βασφημίες είναι.

Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει

να ‘σαι υπερήφανος κι ευτυχισμένος.

Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι

τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.

Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο

πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.

Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο,

πρέπει με το δικαίωμά σου να ‘σαι

πολίτης εις των Ιδεών την πόλι.

Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι

και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.

Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτες

που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.

Εδώ που έφτασες, λίγο δεν είναι,

τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».

Τσεκουράτοι κι οι δυο μας μεγάλοι ιεροφάντες του πνεύματος με ταυτότητα απόψεων και ας απέχουν μεταξύ τους 27 αιώνες.

Είναι αλήθεια πως στην εποχή μας, που έχει τελματώσει πνευματικά, λείπουν οι Μαικήνες. Οι πολιτικές ηγεσίες με την αλόγιστη συμπεριφορά τους περιθωριοποιούν το πνεύμα, αρκούμενοι στο να χαϊδεύουν όσους αφείδωλα καίνε το άοσμο λιβάνι, που το εκλαμβάνουν οι δέκτες ως μοσχολίβανο.

Δεν αντιλαμβάνονται ότι οι κενολογίες, λόγια πτερόεντα τους οδηγούν χωρίς αμφιβολία στην αφάνεια, στην περιθωριοποίηση, στην οδυνηρή ημερομηνία λήξεως.

Πολύ εύστοχα υποστήριξε ο μεγάλος φιλόσοφος του χρυσού αιώνα Πλάτων: «Για να πάει ο τόπος μπροστά θα πρέπει ή να φιλοσοφήσουν οι βασιλείς (=άρχοντες) ή να βασιλεύσουν (= να κυβερνήσουν) οι φιλόσοφοι».

Αλλιώτικα το τέλμα θα διευρύνεται γεννώντας μύρια όσα δεινά. Η ανθρωπότητα δεν έχει τόση ανάγκη από υλική τροφή, όσο από πνευματική. Και η πνευματική τροφή είναι το αλάτι, που αποτρέπει την κοινωνική σήψη.