ΑΡΘΡΟ
Της Δήμητρας Ευθυμιάδου
Προπτυχιακής φοιτήτριας του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.
Στα τέλη του Φεβρουαρίου, στις 28 του μηνός, ξέσπασε μια νέα πολυσύνθετη Ελληνοτουρκική κρίση. Από καιρό οι σχέσεις των δύο χωρών ήταν ιδιαίτερα τεταμένες, λόγω των συνεχών παραβιάσεων του Ελληνικού εναέριου χώρου από Τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη, της αμφισβήτησης της ΑΟΖ τόσο της Ελλάδας, όσο και της Κύπρου, της επιθυμίας της Τουρκίας να εκμεταλλευτεί τα Ελληνικά χωρικά ύδατα, αλλά και του θράσους της να «βαφτίζει» ως δικά της, Ελληνικά νησιά. Η ταραγμένη αυτή κατάσταση κορυφώθηκε, έπειτα από μια σειρά από ήττες της Τουρκίας, στα Συριακά εδάφη, οι οποίες κατέληξαν σε μαζική «υποχρεωτική» μετακίνηση πληθυσμών από το εσωτερικό της Τουρκίας στα Ελληνικά σύνορα.
Τα γεγονότα αυτά, σε συνδυασμό με τον αυταρχισμό που επιδεικνύει η Τουρκική ηγεσία, παραπέμπουν σε άλλες ιστορικές περιόδους, που κανείς μας δεν θέλει να τις δει να αναβιώνουν στο σήμερα. Η στάση της Τουρκίας έχει ταράξει την διεθνή κοινότητα αλλά σίγουρα έχει αιφνιδιαστεί και η ίδια.
Ωστόσο, για να κατανοήσουμε εις βάθος το πρόβλημα και όχι επιφανειακά, είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε κάποια βασικά σημεία της πολιτικής που ασκεί ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπν Ερντογάν.
Σημείο τομή για την ανάλυση της κατάστασης μπορεί να αποτελέσει η στρατιωτική εισβολή Τουρκικών στρατευμάτων στην βορειοανατολική Συρία, η οποία έλαβε χώρα τον περασμένο Οκτώβριο. Ο Ερντογάν θέλοντας να απομακρύνει τις κουρδικές δυνάμεις, οι οποίες ήταν εγκατεστημένες στην περιοχή της Συρίας, που συνορεύει με την Τουρκία, εισέβαλε στην Συρία και αποσταθεροποίησε ακόμα περισσότερο την περιοχή. Οι Κούρδοι με την σειρά τους, για να αποτρέψουν την καταστροφή τους από την Τουρκία, σύναψαν συμφωνία με τον Πρόεδρο της Συρίας, Μπασάρ Αλ Άσαντ, ο οποίος υποστηρίζεται πλήρως από την Ρωσία του Πούτιν. Κάπου εδώ ξεκινάνε τα προβλήματα για τον Τούρκο Πρόεδρο, αφού ήρθε ουσιαστικά αντιμέτωπος με τον σημαντικό του σύμμαχο, τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Αυτό ουσιαστικά σήμαινε, πως η στρατιωτική επιχείρηση της Τουρκίας στα Συριακά εδάφη δεν θα λάμβανε υποστήριξης από την φιλικά προσκείμενη σε αυτήν, Ρωσία. Έτσι, αναπόφευκτα ο Ερντογάν αναζητούσε την υποστήριξη από αλλού. Η Ε.Ε. και οι Η.Π.Α. όμως, καταδίκασαν τα γεγονότα, με αποτέλεσμα ο Τούρκος Πρόεδρος να προσπαθεί να βρει συμμάχους μέσω απειλών. Αυτό έγινε ξεκάθαρο, αφού απείλησε άμεσα την Ευρώπη, ότι, εάν χαρακτηρίσει την επιχείρηση του στην Συρία ως εισβολή, τότε θα ανοίξει τα σύνορα της Τουρκίας και τα εκατομμύρια προσφύγων που βρίσκονται εκεί, θα εισέλθουν στην Ελλάδα και κατ’ επέκταση στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, η απειλή αυτή ήταν αρκετή, ώστε να εκβιάζει την Ε.Ε. ζητώντας της παραπάνω χρήματα, για τις υποτιθέμενες ανάγκες των προσφύγων.
Και μετά ήρθε η Ιντλίμπ. Οι εχθροπραξίες στην Συριακή πόλη Ιντλίμπ, μεταξύ Τούρκων και Σύριων ήταν η αιτία για την μεγαλύτερη εκτόπιση πληθυσμών, από την αρχή του Συριακού πολέμου το 2011. Από τον τελευταίο μήνα του 2019 έως τον πρώτο μήνα του 2020 είχαν εκτοπιστεί τουλάχιστον 700.000 άνθρωποι από την περιοχή. Η κατάσταση κλιμακώθηκε, όταν στα μέσα του Φεβρουαρίου, κατά τις επιθέσεις στην Ιντλίμπ σκοτώθηκαν πάνω από 30 Τούρκοι στρατιώτες και δεκάδες τραυματίστηκαν. Η Τουρκική κοινή γνώμη, μετά τον όλεθρο στην Συρία, έχει αρχίσει να αποδοκιμάζει την στρατηγική του Ερντογάν. Ο τελευταίος, αφού υπέστη ταπείνωση από τον «φίλο» του Πούτιν, στις συγκρούσεις της Συρίας, βρίσκεται εγκλωβισμένος ανάμεσα σε Ρωσία, Συρία και Ε.Ε. και στα μεγάλα κύματα προσφύγων και μεταναστών που εισρέουν στην Τουρκία.
Έπειτα από την ήττα της Τουρκίας στη Συρία, την ανακατάληψη του θύλακα της Ιντλίμπ από τις Ρωσικές δυνάμεις και τον περιορισμό της Τουρκικής ζώνης ελέγχου, οι πολιτικές του Ερντογάν κρέμονται από μια κλωστή, καθώς δεν γνωρίζει προς τα που είναι ωφελιμότερο για αυτόν να στραφεί για να αναζητήσει στήριξη. Ωστόσο, ο Τούρκος Πρόεδρος αποφάσισε να εφαρμόσει μια συγκεκριμένη στρατηγική, τόσο για να εκβιάσει την Ε.Ε. να του παράσχει στήριξη και χρήματα, όσο και για να ικανοποιήσει τον Τουρκικό λαό, ο οποίος αποδοκίμασε τις πρακτικές του, που κόστισαν την ζωή σε δεκάδες Τούρκους στρατιώτες στην Συρία. Η στρατηγική αυτή δεν είναι άλλη από το άνοιγμα των Τουρκικών συνόρων με την Ελλάδα και η ώθηση μεταναστών και προσφύγων να περάσουν στην χώρα μας.
Οι τυχοδιωκτικές και σπασμωδικές κινήσεις του Τούρκου Προέδρου δεν κατάφεραν να αιφνιδιάσουν την Ελληνική πλευρά, η οποία ανταποκρίθηκε άμεσα και ψύχραιμα στην Τουρκική απειλή. Η κυβέρνηση σφράγισε τα σύνορα στον Έβρο, που είναι το καλύτερα φυλασσόμενο τμήμα της ελληνικής μεθορίου, και έστειλε αστυνομία και στρατό, ενώ οι αρχηγοί ΓΕΣ, ΓΕΕΘΑ κοκ. βρέθηκαν από νωρίς στο «πεδίο της μάχης», για να έχουν πλήρη εικόνα για τα τεκτενόμενα.
Πάραυτα, η κατάσταση συνεχώς κλιμακωνόταν, καθώς η Τουρκία ήταν ανένδοτη, κρατώντας μια άκαμπτη στάση και χρησιμοποιώντας μια πληθώρα αθέμητων μέσων για να πετύχει τον σκοπό της. Αποτελεί κοινό τόπο, πως η Τουρκική κυβέρνηση έχει ξεπεράσει τα όρια του λαϊκισμού και πλέον έχει υιοθετήσει την προπαγάνδα και κάθε είδους προβοκάτσια. Τα τουρκικά Μέσα δεν δίστασαν σε καθημερινή βάση, να αναπαράγουν fake news , κατηγορώντας της Ελλάδα για καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για απάνθρωπες επιθέσεις σε βάρος των μεταναστών. Η κατάσταση στα σύνορα δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ειρηνική, αλλά η αληθινή εικόνα απέχει παρασάγγας από αυτό που παρουσιάζει ο Ερντογάν, για να φανατίσει μετανάστες και πρόσφυγες.
Την κατάσταση αυτή τερμάτισε –προσωρινά- η πανδημία του κορωνοϊού. Η Τουρκία απέσυρε από τα Ελληνικά σύνορα τους μετανάστες, προωθώντας τους και πάλι στο εσωτερικό της, κάνοντας ακόμα πιο πρόδηλο ότι χρησιμοποιεί πλήθος ανθρώπων για ίδιον όφελος. Ό,τι απέμεινε από την πρόσφατη υβριδική επίθεση της Τουρκίας στην Ελλάδα, είναι οι απειλές της Τουρκικής ηγεσίας, τις οποίες αναμένουμε να δούμε, εάν θα επαναφέρει στο προσκήνιο, μετά το πέρας της περιόδου όπου κυριαρχεί ο κορωνοϊός.