ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

 

 

  • Διότι εναλλάσσεται με την κάθε εναλλαγή Κυβέρνησης
  • Ρωσικές αρκούδες, νατοϊκοί λύκοι και Ε.Ε. όπου φυσά βάση συμφερόντων ο άνεμος
  • Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα (Λαϊκή παροιμία)

 

Είπα στην άδεια που έλαβα από την σημαία, μιας και η εφημερίδα-εργαζόμενοι-αφεντικά, πήραν και αυτοί την δικαιούμενη τους άδεια, είπα, λοιπόν, να καθίσω να ηρεμήσω από την συγγραφή κειμένων. Πρέπει να γνωρίζετε ότι προσπαθώ να έχω παρακαταθήκη κειμένων μιας και οι ώρες και ο χρόνος μου είναι ελάχιστος, παρ’ όλα αυτά όμως μπλέχτηκα ηθελημένα, σε κάτι που έχω ασχοληθεί πολλάκις και που οι απόψεις μου συμπλέουν με θεωρητικούς επιστήμονες, διεθνολόγους, σναλυτές Ιστορίας, Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής Θεωρίας και που συνταυτίζομαι μεν στην θεωρία, διαχωρίζομαι όμως ως προς την επί της πράξης εφαρμογής, εκφράζοντας μια καθ’ ολοκληρίαν δική μου τεκμηριωμένη γνώμη, ότι η πολύ διπλωματία και ευγένεια έχει γίνει αποστολέας που ο παραλήπτης (βλέπε Τουρκία) το εκλαμβάνει ως υποχώρηση και πλήρη αδυναμία.

Έτσι ασχολήθηκα με την Άσκηση Εξωτερικής Πολικής της χώρας μας και νομίζω ότι το μακροσκελές αυτό κείμενο σε 4-5 σειρές έκδοσης θα σας κρατήσει συντροφιά αλλά και θα σας δώσει και μια άλλη θέση από αυτές που κατά κόρο παπαγαλίας εκφράζονται.

Από την πτώση του υπαρκτού μέχρι σήμερα, η ελληνική εξωτερική πολιτική στηρίζεται στην προσδοκία ότι η πλήρης προσχώρηση στους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς και η εκχώρηση των εθνικών της θεμάτων στην ΕΕ και τις ΗΠΑ θα λειτουργήσει σε όφελός της. Η προσδοκία αυτή δημιουργεί δόγματα, εκτιμήσεις και σενάρια τα οποία διαψεύδονται ηχηρά, το ένα μετά το άλλο.

Από την Συμφωνία της Μαδρίτης και την πεποίθηση ότι η ΕΕ θα πιέσει την Τουρκία σε επίλυση των διαφορών της με την Ελλάδα, μέχρι την πρόσφατη βεβαιότητα ότι η όξυνση σχέσεων ΗΠΑ – Τουρκίας θα βάλει την Ελλάδα στην πρώτη θέση στο τραπέζι των κερδισμένων, η ελληνική εξωτερική πολιτική, διακομματικά και διαχρονικά, μετρά ηχηρές διαψεύσεις. Κανείς φυσικά από την ιθύνουσα ελίτ δεν έχει την ευθιξία να κάνει τον παραμικρό απολογισμό αυτών των αλλεπάλληλων χρεοκοπιών.

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι το πιο οξύ ζήτημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η ιστορία αυτών των σχέσεων ερμηνεύεται από τρεις παράγοντες: Πρώτον από την κατά κόρο ΑτλαντικοΕυρωπαϊκή κυριαρχία και παρέμβαση, δεύτερον από την τουρκική επιθετικότητα, και τρίτον από την ελληνική υποχωρητικότητα. Τα τρία αυτά στοιχεία συνυπάρχουν, με περιόδους έξαρσης ή ύφεσης, και ορίζουν την ιδιαίτερη ποιότητα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Από τον Αττίλα του 1974 και μετά, η Τουρκία διαρκώς αναβαθμίζει τις διεκδικήσεις της. Ειδικά μετά το 1989 – 1991 προσχωρεί όλο και πιο ανοικτά στον ιστορικό αναθεωρητισμό, αμφισβητώντας διεθνείς συμβάσεις, ιστορικές συνθήκες, αποδεκτό δίκαιο, θαλάσσια και χερσαία σύνορα.

Η αναβάθμιση των απαιτήσεών της αποτελεί έκφραση του αυξανόμενου γεωπολιτικού της ρόλου καθώς και της οικονομικής και δημογραφικής της μεγέθυνσης. Η τουρκική άρχουσα τάξη προσδοκά να αναλάβει τον ευρύτερο περιφερειακό ρόλο που θεωρεί ότι απώλεσε με την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Από το 1974 βασική μέριμνα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν – και εξακολουθεί να είναι – η αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Όλες οι ελληνικές Κυβερνήσεις προσπάθησαν να αποτρέψουν την επανάληψη μιας επίθεσης και να περιορίσουν την δυσμενή, για την Ελλάδα, κατάσταση που δημιούργησε η κατοχή της Κύπρου και η αυξημένη επιθετικότητα της Τουρκίας στο Αιγαίο. Για το σκοπό αυτό, η στρατηγική της Ελλάδας υπήρξε πολυδιάστατη και συνδύασε την προσπάθεια ενδυνάμωσης των ενόπλων δυνάμεων της χώρας με ενέργειες στο πεδίο της πολυμερούς και διμερούς διπλωματίας. Σε σχέση με αυτή τη στρατηγική και τις προτεραιότητές της, υπήρξαν στη χώρα διαφορετικές αντιλήψεις που, σταδιακά και σχετικά αργά, εμφανίστηκαν ως δύο κυρίαρχες σχολές σκέψης με στέρεο θεωρητικό υπόβαθρο. Η συμμετοχή ακαδημαϊκών στις γραμμές τους ήταν, κατά την άποψή μας, σημαντική για τη θεωρητική τεκμηρίωση των δύο σχολών. Οι διεθνείς σπουδές αναπτύχθηκαν στην Ελλάδα σχετικά αργά και μόνο από το 1981 παρατηρήθηκε μια εντυπωσιακή ανάπτυξη και εξάπλωσή τους. Στην δεκαετία του 1980, επικράτησε στον ακαδημαϊκό χώρο η ρεαλιστική θεωρία της ισχύος. Προς το τέλος της δεκαετίας, όμως, έκανε αισθητή την παρουσία της μια δεύτερη ομάδα ακαδημαϊκών που βρήκε την θεωρητική της θεμελίωση στο νέο λειτουργισμό και τις ιδέες του διεθνισμού και της αλληλεξάρτησης. Η εξέλιξη αυτή ήταν αποτέλεσμα της αντίληψης ότι υπήρχε ανάγκη προσαρμογής και εξοικείωσης της χώρας στις ευρωπαϊκές πρακτικές, σε αντίδραση προς τη ρεαλιστική σχολή που, κατά την άποψή τους, έσπρωχνε την Ελλάδα στη διεθνή απομόνωση. Κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν διάφορα ονόματα για τις δύο σχολές, αλλά οι όροι που επικράτησαν φαίνεται να είναι «Ελληνοκεντρισμός» για την ρεαλιστική προσέγγιση και «Εγωκεντρισμός» για την νέο-λειτουργική προσέγγιση. Είναι όμως πράγματι έτσι;.

Ας ξεκινήσουμε με ένα σενάριο από αυτά που ονειρεύονται οι εγχώριοι «Ηρακλείς» του αμερικανικού «στέμματος»: οι ΗΠΑ έρχονται σε οριστική ρήξη με την Τουρκία και αποφασίζουν να την πλήξουν στα σοβαρά, οικονομικά και διπλωματικά. Τι ακριβώς θα κέρδιζε και τι θα έχανε η Ελλάδα;

Μπορεί να κέρδιζε, σε ένα «ιδεώδες» σενάριο, τη μερίδα του λέοντος από μια διαπραγμάτευση επί των υποθαλάσσιων φυσικών πόρων, προς όφελος των εταιρειών των ΗΠΑ. Θα απολάμβανε έτσι, ενός όχι ασήμαντου, οικονομικού οφέλους.

Τι θα έχανε από την άλλη; πρώτον, πόρους και ίσως ανθρώπους από μια πιθανή στρατιωτική εμπλοκή με την Τουρκία. Δεύτερον, θα εξαφανιζόταν σε βάθος χρόνου, η παραμικρή πιθανότητα άσκησης εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής ανοιχτής σε οποιαδήποτε, μη ελεγχόμενη από τις ΗΠΑ δύναμη – βλ Κίνα, αναδυόμενες δυνάμεις κλπ. Τρίτον, η κατάληξη θα είναι ένα τραπέζι ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης με επιδιαιτησία των ΗΠΑ.

Τι μας δείχνει το παραπάνω, απλουστευτικά δοσμένο σενάριο; Ότι η στρατηγική της εξωτερικής πολιτικής των τελευταίων πολλών κυβερνήσεων, η πλήρης αποκατάσταση δηλαδή και η εφαρμογή του «ανήκομεν εις την Δύσιν», οδηγεί και στην καλύτερη ακόμα εκδοχή του, σε μεγαλύτερο κόστος παρά όφελος για τη χώρα μας αλλά και σε μια διεθνώς επιδεινούμενη θέση.

Την ώρα που η ΕΕ υποχωρεί διεθνώς ως προς το ρόλο της και που μια κοσμογονία λαμβάνει χώρα στην Ανατολή αλλά και στο Νότο, η Ελλάδα, δέσμια φαντασιώσεων, κυβερνήσεων που ομνύουν στην πατρωνία από τις ΗΠΑ και αγορασμένων διαμορφωτών κοινής γνώμης, επιστρέφει ολοταχώς στην πολιτική της δεκαετίας του ’50. Εξ ου και οι σφαλιάρες πολλαπλασιάζονται:

  1. Η «απομονωμένη» Τουρκία προχωρά ακάθεκτη με τον Αττίλα ΙΙΙ στην Κυπριακή ΑΟΖ, χωρίς καμία ουσιαστική παρεμπόδιση από οποιονδήποτε. Στην πραγματικότητα παράγει ήδη τα τετελεσμένα.
  2. Στρώνει ήδη το δρόμο για γεωτρήσεις ανοιχτά του Καστελλόριζου, με την Ελλάδα να φλυαρεί, προδίδοντας φόβο και αδυναμία.
  3. Η Τουρκία πετυχαίνει -παρά τους τυχοδιωκτισμούς της και τους κινδύνους που αυτός δημιουργεί- να αποτελεί κρίσιμο συνομιλητή και Ρωσίας και ΗΠΑ, ενώ η Ελλάδα έχει με τη μεν Ρωσία σχεδόν ανύπαρκτες σχέσεις, προς τις δε ΗΠΑ, ούσα δεδομένη δεν έχει καμιά διαπραγματευτική αξία.

 

Ποια είναι η αιτία;

 

Το τελευταίο εμφατικό παράδειγμα αφορά τη Συρία: ενώ εγχώρια, αμερικανόφιλα ΜΜΕ -δηλαδή σχεδόν όλα- πανηγύριζαν για σύγκρουση Τουρκίας – ΗΠΑ μετά την απειλή της Τουρκίας για εισβολή στη Β. Συρία, στην Άγκυρα διεξάγονταν διμερείς διαπραγματεύσεις που όπως ανακοινώθηκε κατέληξαν σε συμφωνία για «ειρηνευτικό διάδρομο» στην εν λόγω περιοχή.

Θα τηρηθεί; Άγνωστο. Ωστόσο η εξέλιξη υποδηλώνει μια χώρα και έναν ηγέτη, τον οποίο οι ΗΠΑ και σέβονται και χρειάζονται, σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου ανάμεσα στα λοιπά ευτράπελα και ενδεικτικά, διοικητής της ΕΥΠ γίνεται ο «σεκιουριτάς» της πρεσβείας των ΗΠΑ.

Ποια είναι η κυριότερη αιτία των παραπάνω; Η ελληνική πολιτική ελίτ, ανίκανη, διεφθαρμένη και ελεγχόμενη, κοιτάζει μόνο προς το Βερολίνο δευτερευόντως και προς την Ουάσινγκτον πρωτίστως. Είναι μια πολιτική πατρωνίας και εθελοδουλίας, η οποία εδώ και δεκαετίες εξασφαλίζει οφέλη για τον εγχώριο παρασιτισμό αλλά τρομακτικές ζημιές για τον Ελληνισμό.

Έτσι, αντί η Ελλάδα να έχει μια οικουμενική αντίληψη των διεθνών εξελίξεων και να διαμορφώνει πολιτική βάσει αυτών, ιδίως σήμερα που οι δρώντες πολλαπλασιάζονται -συνυπολογίζοντας τη σταδιακή ενίσχυση της Ρωσίας, την ανάδυση της Κίνας, τις περιφερειακές συγκρούσεις της Τουρκίας με Ιράκ και με Συρία, το ρόλο του Λιβάνου, τις BRIC’s, τις χώρες του Νότου σε Αφρική και Λ. Αμερική, τους μη κρατικούς δρώντες κλπ.- στοχεύοντας στην ενίσχυσή της, σε μεγαλύτερη ανεξαρτησία και πολυμέρεια, σε μια αντί – νεοφιλελεύθερη και αντί – ιμπεριαλιστική αρχιτεκτονική ασφάλειας, παραμένει δεσμευμένη στη φοβική, χειραγωγούμενη πολιτική, εντός του τριγώνου Άγκυρα – Βρυξέλλες – Ουάσινγκτον.

Αντί η Ελλάδα να αμφισβητεί το δημοσιονομισμό και το νεοφιλελευθερισμό που διέλυσαν τη χώρα και τις ένοπλες δυνάμεις, ενόσω οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί μας κλείνουν χρυσά εξοπλιστικά συμβόλαια με την Τουρκία, αντί να ενισχύει την άμυνά της, γίνεται ο εισαγωγέας του στρατιωτικού στοκ των ΗΠΑ και συστηματικά απαξιώνει ή κρατά καθηλωμένη την εγχώρια παραγωγή.

(συνεχίζεται…)