ΑΡΘΡΟ

Του Χάρη Δαμιανίδη

Απόφοιτου του τμήματος Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης

 

 

Είναι κοινός τόπος ότι στη σημερινή κοινωνία εκτραχύνονται όλο και περισσότερο οι ανθρώπινες σχέσεις. Η ανταγωνιστικότητα διαπερνά κάθε πτυχή της κοινωνικής μας παρουσίας. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός υπερτροφικού και αντικοινωνικού «Εγώ» που θέλει συνεχώς να ικανοποιείται. Από την άλλη όμως οι οικονομικές εξελίξεις που δημιουργούν ανεργία, επομένως ανασφάλεια, αβεβαιότητα στη καθημερινότητα αποτελούν προϋπόθεση έτσι ώστε να περάσει κάποιος από τη νομιμότητα στη παρανομία. Και μερικές φορές η μετάβαση αυτή είναι ζήτημα δευτερολέπτων. Σε τόσο πιεστικά αδιέξοδα υποχωρεί η ηθική, αποδυναμώνονται οι ηθικές αντιστάσεις και το έγκλημα μπορεί να γίνει πιο εύκολα. Σε αυτά να συνυπολογίσουμε την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς, την πολιτική και γενικότερα την απαξίωση οποιασδήποτε συλλογικότητας. Μέσα σε αυτό το κλίμα, την αρρωστημένη κοινωνική ατμόσφαιρα εύκολα μπορεί να δημιουργηθεί και να αναπτυχθεί μια παραβατική συμπεριφορά φτάνοντας στο έγκλημα.

Βέβαια, η εγκληματικότητα δεν αποτελεί καινούργιο φαινόμενο και επειδή ακριβώς έχει κοινωνικά αίτια, σήμερα υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για να δυναμώνει ολοένα και περισσότερο. Η κυριότερη προϋπόθεση που τροφοδοτεί αυτά τα φαινόμενα είναι η ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία του καπιταλισμού. Τα φαινόμενα της εγκληματικότητας θα πολλαπλασιάζονται όσο αυξάνεται η φτώχεια, η εξαθλίωση, η ανεργία, η περιθωριοποίηση χιλιάδων νέων που συνθλίβει τα όνειρά τους αυτή η κοινωνία που εμπορευματοποιεί τα πάντα και θεοποιεί το κέρδος. Μέσα σε αυτή τη κοινωνική, χαοτική κατάσταση, οι εκτιμήσεις και οι προβληματισμοί για το έγκλημα και τον εγκληματία διχάζουν την κοινωνία. Τι είναι πρώτα; Είναι η κοινωνία που παίζει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία και εκτέλεση του εγκλήματος ή ο εγκληματίας γεννιέται τέτοιος; Και αν ισχύει το δεύτερο τι ευθύνη έχει ο ίδιος αφού είναι στη φύση του να εγκληματεί και δε μπορεί να κάνει διαφορετικά για τη παραβατικότητα που παρουσίασε και το έγκλημα που έκανε; Και ακόμη γιατί τα εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου που ορισμένα τελούνται εν βρασμώ ψυχής τιμωρούνται και έτσι πρέπει, ανεξάρτητα από τον τρόπο τιμωρίας, ενώ κάποια άλλα εγκλήματα όχι μόνο μένουν ατιμώρητα αλλά οι ηθικοί αυτουργοί αυτών παρουσιάζονται σαν μεγάλοι άνδρες και έχουν την προστασία του κράτους; Ο παραβάτης που με το έγκλημα του θα διαταράξει την κοινωνική γαλήνη θα τιμωρηθεί ενώ ο εφοπλιστής που θα θαλασσοπνίξει εργαζόμενους για να πάρει χοντρή αποζημίωση, όχι μόνο δε τιμωρείται αλλά προβάλλεται και σαν πρότυπο οικονομικής επιτυχίας. Και η δικαιοσύνη φυσικά συνεχώς μεροληπτεί υπέρ των ισχυρών.

Η άνιση κατανομή πλούτου στην κοινωνία παράγει και την άνιση κατανομή εξουσίας, αυτά τα δύο είναι συνυφασμένα. Ο μεγάλος αριθμός ανέργων και υποαπασχολούμενων καθιστά τους ανθρώπους παρείσακτους και τους εκφυλίζει ηθικά. Η ένταση της εκμετάλλευσης, η έλλειψη αξιών, η καλλιέργεια του ατομισμού ως στάσης ζωής και γενικότερα το σάπισμα του καπιταλισμού είναι οι κυριότεροι λόγοι που υποθάλπουν την αύξηση της εγκληματικότητας. Συνεπώς, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος δεν μπορεί να γίνει λόγος για εξαφάνιση του φαινομένου. Από την άλλη η αντεγκληματική πολιτική που ασκείται στον καπιταλιστικό κόσμο είναι μια ουτοπική και ιδεαλιστική πρακτική. Τα σωφρονιστικά μέτρα βοηθούν στη παραγωγή νέων εγκληματιών, διότι αφενός δεν μπορεί να υπάρξει σύστημα κοινωνικής διαπαιδαγώγησης, αφετέρου δεν υπάρχει μέριμνα για κοινωνική ένταξη των αποφυλακισμένων. Ο τρόπος παραγωγής των προϊόντων καθορίζει την οργάνωση της κοινωνικής ζωής, την ταξική συγκρότηση της κοινωνίας.

Στο πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα, όπου η κοινοκτημοσύνη κυριαρχούσε στα μέσα παραγωγής, δεν υπήρχαν τάξεις. Με την εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας η κοινωνία χωρίζεται σε τάξεις και ανάμεσα στους ανθρώπους διαμορφώνονται σχέσεις εκμετάλλευσης. Οι άνθρωποι βιώνουν την κοινωνική αδικία και συγκροτούν τη συνείδησή τους ανάλογα με την πραγματικότητα που βιώνουν. Η κοινωνική αδικία προσπαθεί να περαστεί στη συνείδηση του κόσμου ως κάτι αυτονόητο, αμετάβλητο. Σε συνθήκες ανταγωνιστικότητας, την οποία ο άνθρωπος όχι μόνο βιώνει αλλά και προσλαμβάνει ως οικονομική, κοινωνική αξία ήδη από το δημοτικό σχολείο, ως μέσο για να εξασφαλίσει ακόμη και τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματά του (το δικαίωμα στην εργασία, στην εκπαίδευση, στην υγεία), όπου η συσσώρευση του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια, οι πιο ευάλωτες συνειδήσεις θα αντιδράσουν ακόμα και με εγκληματική συμπεριφορά, προκειμένου να αποκτήσουν αυτό που άδικα στερούνται. Όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά ανάμεσα στον πλούτο των λίγων και τη φτώχεια των πολλών, τόσο πιο εύφορο γίνεται το κοινωνικό έδαφος να φιλοξενήσει συγκρούσεις και αντιθέσεις ανάμεσα στα κοινωνικά άτομα. Και όσο δε βλέπουμε τα κοινωνικά αίτια της εγκληματικότητας, τόσο ο εγκληματίας θα είναι εκτεθειμένος και ανυπεράσπιστος απέναντι στις τιμωρητικές διαθέσεις της κοινωνίας.