ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
Τ. Λυκειάρχη
- «Η Δράμα εν λίθοις και μνημείοις σωζομένοις φθέγγεται την Ελληνικότητά της»
Την αγάπη μου για την Αρχαιολογία μού την ενέπνευσε ο αείμνηστος καθηγητής μου της Προϊστορικής Αρχαιολογίας Σπυρίδων Μαρινάτος, όταν ακόμη ήμουν φοιτητής στο πρώτο έτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αγάπησα την Αρχαιολογία, και ιδιαίτερα την Προϊστορική, γιατί σ’ αυτήν βρήκα μια ξεχωριστή γοητεία, αλλά και έναν έντονο προβληματισμό αντάμα με ένα δέος και πολλά ερωτηματικά.
Δεν ακολούθησα την ειδίκευση στην Αρχαιολογία, παρά την αγάπη μου γι’ αυτήν. Συνέχισα τις σπουδές μου στην κλασική Φιλολογία, όπου το ενδιαφέρον για τη γλώσσα μας ήταν πιο ελκυστικό. Έγινα κλασικός Φιλόλογος, χωρίς βέβαια να ξεθωριάσει η αγάπη μου για τις αρχαιότητες. Με γοήτευε η αναζήτηση της μήτρας των λέξεων και η σημασία τους, που μπορεί να σε οδηγήσει σ’ έναν ατελεύτητο λαβύρινθο, όπου το «νήμα της Αριάδνης» είναι τόσο αναγκαίο, ώστε η έλλειψή του μπορεί να σε οδηγήσει σε ερεβώδη δώματα.
Με την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεών μου ζήτησα να διορισθώ στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, τη Δράμα, που την αγαπώ υπερβολικά, μολονότι είχα δυο προτάσεις από καθηγητές μου, τον Γεώργιο Κουρμούλη, καθηγητή της Γλωσσολογίας και τον Ακαδημαϊκό Γεώργιο Μέγα, καθηγητή της Λαογραφίας, να μείνω κοντά τους με προοπτική εξέλιξης άλλης από αυτήν στο χώρο της Μέσης Εκπαίδευσης.
Αρνήθηκα εύσχημα τις τόσο ενδιαφέρουσες προτάσεις. Μάλιστα ο αείμνηστος Κουρμούλης σε μια συνάντησή μας, μού είπε: «Και τώρα τι θα κάνεις;». Του απάντησα: «Θα φύγω για την πατρίδα μου». Και η απάντησή του –λακωνική- ήταν: «Τι θα πας να κάνεις εκεί πάνω; Κάτσε κοντά μου και δε θα χάσεις!».
Δεν έκατσα κοντά του. Είχα στο νου μου την ιδιαίτερη πατρίδα μου. Κι έφυγα. Ήρθα στη Δράμα όπου και διορίστηκα.
Τα καλοκαίρια, μόλις έκλεινε το σχολείο, πήγαινα στο χωριό μου. Στην άλλη αγάπη μου. Το ενδιαφέρον μου για τις αρχαιότητες ξαναζεστάθηκε, όταν κάποιοι εκεί στο χωριό, μού μίλησαν για έναν «καλέ». Από τη λιτή τους περιγραφή διαπίστωσα ότι ο «καλές», για τον οποίο μου μιλούσαν, άξιζε να ερευνηθεί. Ανέβηκα με δυο ακόμη συγχωριανούς μου ένα πρωί του Ιουλίου, διασχίζοντας ένα κακοτράχαλο ανηφορικό μονοπάτι, που οι άκρες του ήταν σκεπασμένες με το βελονωτό τσάι, που σε κάθε επαφή των πελμάτων μαζί του ανέδιδε το μεθυστικό άρωμά του.
Η πρώτη επαφή με τον «καλέ» με γοήτευσε. Ογκώδεις αργοί και κατειργασμένοι λίθοι συνέθεταν τον περίβολό του. Μου θύμισε κυκλώπεια κατασκευή. Κι από πάνω μου γεννήθηκαν ένα σωρό απορίες. Ποιοι τον έχτισαν, πότε, για ποιο λόγο, πόσο έζησαν μέσα στο κάστρο, πότε το εγκατέλειψαν, άφησαν άραγε πίσω τους σημάδια της ταυτότητάς τους, ποιος ήταν ο γλωσσικός κώδικας επικοινωνίας, τι έτρωγαν, τι κατασκευάζανε, ποια ήταν η επικοινωνία τους με τους άλλους ανθρώπους και ένα σωρό άλλα ερωτήματα, στα οποία έπρεπε να βρω απαντήσεις.
(συνεχίζεται…)