ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

 

Με την έλευση και την καθιέρωση της νέας θρησκείας, της θρησκείας της αληθινής αγάπης, τα πράγματα αλλάζουν.

Ο Απόστολος των Εθνών Παύλος στην Α’ προς Κορινθίους Επιστολή του αποκαλεί άτιμο τον άνδρα εκείνο, ο οποίος ασχολείται με την περιποίηση της κόμης του «ανήρ, εάν κομά, ατιμία αυτώ εστί». Το χωρίο αυτό της επιστολής του Παύλου θα χρησιμοποιήσουν οι Πατέρες της Εκκλησίας ως όπλο στον πόλεμό τους εναντίον εκείνων, που ασχολούνται με την περιποίηση της κόμης τους.

Ο ιερός όμως Χρυσόστομος σχολιάζοντας τα λόγια αυτά του Παύλου προσθέτει: «έτεροι πάλιν ευλαβεία, είναι νομίζουσι το κομάν τας κεφαλάς» (Ελληνική Πατρολογία 58, 768).

Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς –πιο τολμηρός αυτός- θ’ αποκαλέσει γυναίκα τον άνδρα, που ασχολείται με την περιποίηση της κόμης του: «άνδρα δε όντα κτενίζεσθαι και αποκείρεσθαι ξυρώ προς ευπρέπειαν ου γυνακείον;».

Τον ευπρεπισμό της κόμης απαγόρευαν και οι Διαταγές των Αποστόλων δια να μη προσελκύει κάποιος με τον τρόπο αυτό τον έρωτα των γυναικών (Κλήμεντος, Διαταγαί των Αγίων Αποστόλων, Πατρολογία Ελληνική Λ, 569).

Αλλού (1, 564) διατάσσουν τα εξής: «την τρίχα της κόμης μη παρατρέφειν μάλλον συγκόπτειν και καθαιρείν αυτήν».

Παρά την αυστηρότητα με την οποία κατέκριναν τους ασχολούμενους με τον ευπρεπισμό της κόμης τους, οι Άγιοι Πατέρες, δεν μπόρεσαν να τους απαλλάξουν από την περιττή και τόσο σκανδαλιστική φροντίδα.

Καθιερώθηκε όμως η διατήρηση της κόμης και της γενειάδας από τους ενδεδυμένους το ράσο, αν και σήμερα κάποιοι από τους ιερωμένους επιδίδονται στην περιποίηση της κόμης, αλλά και της γενειάδας.

Οι λαϊκοί όχι μόνο διατηρήσανε την κόμη, αλλά επινοήσανε και άλλους τρόπους για τον καλύτερο ευπρεπισμό της, όπως επάλειψη των τριχών της κεφαλής με λάδι, αλλά και με χρώματα.

Για τη χρήση αρωμάτων, που δεν ήταν και λίγα, μας πληροφορεί ο Κλήμης στον Παιδαγωγό του (βιβλ. 2, κεφ. 8, σ. 199) καθώς και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (Ελληνική Πατρολογία, 37, 902), ο οποίος απαγορεύει στους πιστούς να επαλείφουν το σώμα και την κόμη τους με αρώματα.

Οι Βυζαντινοί -παρά την αυστηρότητα της θρησκείας- κολακεύονταν, όταν τους αποκαλούσαν καλότριχους ή καλόμαλλους. Και γι’ αυτό φρόντιζαν να είναι πάντα καλοχτενισμένοι χωρίς βέβαια να κάνουν κατάχρηση, αποφεύγανε δηλαδή τα συχνοχτενίσματα, τα οποία θεωρούνταν επίψογα, όπως επίψογο ήταν και το να είναι κάποιος αχτένιστος. Χαρακτηριστικός είναι ο ακόλουθος Πτωχοπροδρομικός στίχος: «και συ τολμάς ακτένιστε και μέναν κατακρίνεις;» (Πτωχοπροδρομικά ποιήματα, 111, 31).

Η βοστρύχρωση της κόμης, που είδαμε στους αρχαίους Έλληνες απαντάται ευρύτατα και στους Βυζαντινούς καθώς επίσης και στους Νεοέλληνες, έδωκε δε αφορμή στη σύνθεση λαϊκών και δόκιμων στίχων, όπως είναι οι ακόλουθοι: «Και ως είναι τα μαλλιά στου κατάκλωστα κλωσμένα» (Pernot, Ερωτοπαίγνια, στιχ. 396) ή «λεβέντης ερροβόλαεν από τα κορφοβούνια, είχε το φέσι του στραβά και τα μαλλιά κλωσμένα» ή «τέτοιο νιο, τέτοιο λεβέντη, τέτοιο άξιο παλληκάρι να ‘χει τα μαλλιά κλωσμένα με το χτένι χτενισμένα».

Το ίδιο και κάπως με πιο έντονο θαυμασμό και αγάπη προς την πλούσια και την καλοχτενισμένη κόμη –γυναικεία ασφαλώς- έτρεφαν και οι Πόντιοι. Εξεδήλωναν δε τον θαυμασμό τους με τις φράσεις «τα μαλλιά τ’σ ένα κοριτσ’ κι άλλο εχρέζ’νε = τα μαλλιά της αξίζουν ακόμη ένα κορίτσι, δηλαδή είναι ακόμη ένα κορίτσι).

Συγκαταλεγόταν δε η πλούσια κόμη ανάμεσα στα προτερήματα, που έπρεπε να έχει μια υποψήφια νύφη. Έτσι η φράση: «εσ’ κατ’ μαλλία η νύφε μουν» λεγόταν με καύχηση από τους συγγενείς του γαμπρού, ύστερα από τη μνηστεία.

Συνήθιζαν δε οι Ποντιοπούλες να πλέκουν τα μαλλιά τους σε δύο σφιχτές πλεξούδες, όπως μας πληροφορεί το ακόλουθο λαϊκό δίστιχο: «Έλα καθ’ κα’ς σα γόντα μ’, ας πλέκουν τα μαλλία σ’, ας πλέκω ατα σφιχτά – σφιχτά καίγω την καρδία σ’» = έλα κάτσε στα γόνατά μου να πλέξω τα μαλλιά σου, να τα πλέξω σφιχτά – σφιχτά για να κάψω την καρδιά σου».