Για την χρεοκοπία της χώρας έχουν γραφτεί και θα γραφτούν πιο πολλά για τις αιτίες και τους λόγους που οδηγηθήκαμε στο ιδιότυπο –για Δυτική χώρα- μνημονιακό καθεστώς που έφερε μεγέθη και ανθρώπους (μερίδα) στα όρια μη αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Έχουμε ως χώρα ένα καπιταλισμό κρατικοδίαιτο που ονομάσθηκε ως «καπιταλισμός των κολλητών» και που αφού κρύφθηκε για λίγο χρονικό διάστημα, τώρα που (ξανα)γυρίζει ο τροχός της οικονομίας (ξανα)εμφανίσθηκε. Μια ανακύκλωση εταιρειών και προσώπων που χρεοκόπησαν και τώρα με στήριξη των κολλητών επιστρέφουν –αντί πινακίου φακής- στα ίδια συμφέροντα.

Το κίνημα «Δεν πληρώνω» για τους πιστωτές έχει το αντίδοτο που είναι μεταρρυθμίσεις και ξανά μεταρρυθμίσεις και η κατάληξη είναι όποιος αντέξει…

 

Η ελιά

 

 

Την καταδίκη της Ελλάδας για τη μη κατάλληλη επεξεργασία των αστικών λυμάτων των οικισμών Προσοτσάνης, Δοξάτου, Ελευθερούπολης, Βάγιας και Γαλάτιστας αποφάσισε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η υπόθεση ξεκίνησε το 2007, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να της παράσχουν, εντός έξι μηνών, στοιχεία σχετικά με την εκπλήρωση, μεταξύ άλλων, των υποχρεώσεων που υπέχουν ως προς την επεξεργασία των αστικών λυμάτων 62 οικισμών.

Το 2014, η Επιτροπή απηύθυνε στην Ελλάδα συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, με την αιτιολογία ότι οκτώ οικισμοί, και συγκεκριμένα οι οικισμοί Προσοτσάνης, Δοξάτου, Ελευθερούπολης, Βάγιας, Δεσφίνας, Γαλάτιστας, Πολύχρονου και Χανιώτη, εξακολουθούσαν να μη συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 91/271.

Με την πρόσφατη απόφασή του το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι, από την εξέταση των στοιχείων που παρέσχε η Ελλάδα, προκύπτει ότι παρέσχε στην Επιτροπή πολλά δείγματα που αποδεικνύουν την αποτελεσματική δευτεροβάθμια επεξεργασία των αστικών λυμάτων, αφότου τέθηκαν σε λειτουργία τα αποχετευτικά δίκτυα των οικισμών Πολύχρονου, Χανιώτη και Δεσφίνας, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται η προσαφθείσα στο κράτος-μέλος παράβαση ως προς τους οικισμούς αυτούς.

Αντιθέτως, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Ελλάδα παρέβη τις υποχρεώσεις αναφορικά με τους υπόλοιπους πέντε οικισμούς, καθώς παρέλειψε να εξασφαλίσει δευτεροβάθμια ή ισοδύναμη επεξεργασία των αστικών λυμάτων των οικισμών Προσοτσάνης, Δοξάτου, Ελευθερούπολης, Βάγιας και Γαλάτιστας.

 

Το δαμάσκηνο

 

 

Ρεπορτάζ για τη Δραμινή γαλακτοβιομηχανία «ΝΕΟΓΑΛ» δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «δημοκρατία», μετά από την εξασφάλιση του ελληνικού σήματος για τα προϊόντα της από την εταιρεία.

Στο ρεπορτάζ της Μαρίας Μαθιοπούλου αναφέρονται τα εξής:

Είναι μία από τις έξι εταιρίες γαλακτοκομικών στη χώρα που εξασφάλισε προ ημερών το “ελληνικό σήμα” για τα προϊόντα της και βρίσκεται στη Δράμα. Στόχος της, να κάνει γνωστό εντός και εκτός συνόρων ότι όχι μόνο παράγει ελληνικά, αλλά χρησιμοποιεί και 100% ελληνική πρώτη ύλη. Η δραμινή ΝΕΟΓΑΛ θα βάλει στο επόμενο διάστημα το σήμα με την ελληνική σημαία στα προϊόντα της, το οποίο θα αξιοποιήσει ως “διαβατήριο” τόσο για την ενίσχυση της παρουσίας της στις ξένες αγορές όσο και για την ενημέρωση των Ελλήνων καταναλωτών για την ελληνικότητα της παραγωγής της. Προσεχώς, μάλιστα, θα προχωρήσει σε διαφημιστική καμπάνια για το νέο απόκτημά της.

“Ήμασταν από αυτούς που πίεζαν χρόνια το υπουργείο Ανάπτυξης για την καθιέρωση του ελληνικού σήματος, ώστε να ενισχυθούν οι τοπικές παραγωγές. Ο ανταγωνισμός από εταιρίες του κλάδου που παίρνουν πρώτη ύλη από το εξωτερικό, και μάλιστα σε πολύ φθηνότερες τιμές, αλλά παράγουν εδώ είναι πολύ έντονος” αναφέρει στη “δημοκρατία” ο διευθύνων σύμβουλος της ΝΕΟΓΑΛ Χριστόφορος Σεβαστίδης.

Η δραμινή γαλακτοβιομηχανία απασχολεί 150 άτομα, εκ των οποίων περίπου οι 20 προσελήφθησαν μέσα στην κρίση. Τα οικονομικά μεγέθη της βαίνουν αυξανόμενα παρά τη δύσκολη περίοδο, με τον τζίρο να φτάνει τα 18.000.000 ευρώ και την κερδοφορία της τα 2.000.000 ευρώ, αφού η κρίση βρήκε την εταιρία νοικοκυρεμένη, χωρίς βάρη και με περιθώριο για ευέλικτες κινήσεις. Η ΝΕΟΓΑΛ διαθέτει μερίδιο αγοράς 4% πανελλαδικώς στο φρέσκο παστεριωμένο γάλα, ενώ στους νομούς Δράμας και Καβάλας τα μερίδιά της είναι… σοβιετικού τύπου.

Η παρουσία της εκτείνεται σε όλη τη βόρεια Ελλάδα, με τελευταία προσθήκη τη Θεσσαλονίκη, όπου βρίσκεται με τα προϊόντα της από πέρυσι, ενώ το δίκτυό της διευρύνεται. Οι δε εξαγωγές της κατευθύνονται κατά κύριο λόγο στην Ιταλία και τη Γερμανία.

“Θέλαμε να γίνει συνείδηση της κοινωνίας πόσο σημαντικές και ανταποδοτικές είναι οι τοπικές παραγωγές για τις τοπικές οικονομίες, όταν αυτό όμως γίνεται με όρους ανταγωνιστικούς” τονίζει ο κ. Σεβαστίδης.

 

Το καρύδι