ΠΟΙΗΣΗ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
Τ. Λυκειάρχη
Στο παραγώνι κάθεται σκυφτός, συλλογισμένος
αναπολεί τα νιάτα του στ’ αγύριστα τα χρόνια.
Τα λάθη, που διέπραξε μ’ ακρίβεια λογιάζει,
μα και τις βοήθειες που ‘δωσε δε λησμονεί ποτέ του.
Δύσκολα χρόνια διάβηκε με κατοχές και πείνα,
ήτανε φαίνεται γραφτό σκληρά να πορευτεί.
Ούτε στιγμή δε λύγισε στις δύσκολες τις ώρες,
το μανιασμένο πέλαγος το διάβηκε ορθός.
Όσο και αν η μάνητα του χρόνου απειλούσε,
εκείνος είχε πάντοτε τη σκέψη λαγαρή.
Την άνοιξη καρτέραγε, μα ‘κείνη δεν ερχόταν,
λίγα μόνο Φθινόπωρα κι αμέτρητοι Χειμώνες.
Αυτή ήταν η μοίρα του, αυτή και η πορεία,
ποτέ του δε διατύπωσε παράπονο πικρίας.
Λένε πως κάθε άνθρωπος την τύχη του τη χτίζει,
αν τούτο είναι αληθές, το ριζικό περίσσιο.
Στιγμές διαβαίνουν στη ζωή αντάμα με τη λύπη
λίγες εκείνες οι χαρές, που ο καθείς βιώνει.
Ξάφνου ακούστηκαν φωνές, φωνές από γαβριάδες,
τη μνήμη του γυρίσανε ογδόντα χρόνους πίσω.
Ήταν παιδί της Κατοχής, των δύσκολων των χρόνων,
των χρόνων, που τους τρέφανε το δάκρυ και ο πόνος.
Περίμενε ευοίωνο το μέλλον να ροδίσει,
μα ‘κείνο όλο διάβαινε χωρίς καμίαν ελπίδα.
Το νοερό ταξίδι του, στο πέρασμα του χρόνου,
δεν είχε την ποιότητα, που τόσο λαχταρούσε.
Γενάρης του ‘21