ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Ενθυμούμαι ζωντανά ακόμη τα λόγια του ιερέα παππού μου, πρόσφυγα Ποντίου, Αριστοτέλη Ηλιάδη: «Όταν σουρούπωνε, με έστελνε η μάνα μου ή ο πατέρας μου στην πλατεία του χωριού να δω αν ξέμεινε κανένας ξένος, χωρίς φιλοξενία. Κι αν τον εύρισκα, τον έφερνα στο σπίτι, χωρίς να τον γνωρίζω καθόλου. Ούτε και το όνομά του. Η υποδοχή, που του γινόταν, ήταν εγκάρδια και δεν τον ρωτούσαν ποιος είναι ούτε και από πού είναι (θείε Όμηρε, πόσο διαχρονικός είσαι! «Αφού φας και πιεις και ξεκουραστείς, μας λες ύστερα ποιος είσαι: Χαίρε, ξείνε, παρ’ άμμι φιλήσεαι, ατάρ έπειτα δείπνου πασσάμενος μυθήσεαι όττεό σε χρη». Οδύσσειας Α, 123-124).

Μερικές φορές δεν εύρισκα ξένο για φιλοξενία και γύριζα άπρακτος στο σπίτι. Και τότε η κατήφεια κυριαρχούσε στα πρόσωπα των γονέων μου.

Η πρώτη δουλειά των φιλοξενούντων ήταν να περάσουν τον φιλοξενούμενο κοντά στο τζάκι (όταν ήταν βέβαια χειμώνας). Ύστερα ερχόταν η οικοδέσποινα και, όταν υπήρχε νύφη, έπαιρνε τη θέση της πεθεράς. Έφερνε μαζί της χάλκινη λεκάνη (πού είσαι, Όμηρε!) γεμάτη με ζεστό νερό, αν ήταν περίοδος χειμώνα ή με κρύο νερό, αν ήταν καλοκαίρι! Έσκυβε και με σεμνότητα έπλενε τα πόδια του ξένου. Κι ύστερα έπαιρνε από τον ώμο της την κρεμασμένη πετσέτα, σκούπιζε τα πόδια του, προσκυνούσε και αποσυρόταν χωρίς μιλιά! (Το λέντιον του Ναζωραίου).

Η υποχρεώση προς τον ξένο δεν σταματούσε εδώ. Λίγο προτού καθίσουν στο στρωμένο τραπέζι, η ίδια κρατώντας λεκάνη και νεροκάνατο έπλυνε τα χέρια του ξένου αλλά και όλων των συνδαιτυμόνων. Κι ύστερα τα σκούπιζε με άσπρη καθαρή πετσέτα, την οποία είχε βγάλει από το σεντούκι (Δες κάτι παρόμοιο στο η της Οδύσσειας, στιχ. 172-174).

Ο ξένος θα αναπαυόταν σε αναπαυτικό κρεβάτι με καθαρά κλινοσκεπάσματα. Και το πρωί, αφού έτρωγε, του ετοιμάζανε μια τσάντα με τρόφιμα, τα οποία θα χρησιμοποιούσε στο μακρινό διάβα του!

Το έθιμο οι Πόντιοι το φέρνανε μαζί με τη χιλιοπληγωμένη ψυχή τους και στη μητέρα Ελλάδα. Εικόνα του μας δίνει με τρόπο γλαφυρό και γεμάτο θαυμασμό ο αείμνηστος καθηγητής του Πανεπιστημίου Δημήτρης Λουκάτος στο διήγημά του «Αγραπιδιές».

«Επιστρέφαμε καταταλαιπωρημένοι από το Αλβανικό Μέτωπο πεζοπορώντας χιλιόμετρα. Εξαντλημένοι από την πορεία, την πείνα και πιο πολύ βασανισμένοι από τις ανελέητες ψείρες, που είχαν καταλάβει όλο το σώμα και τα ρούχα μας, κάνοντας επιδρομικές εφόδους, βρεθήκαμε έξω από ένα χωριό της Μακεδονίας. Μου άνοιξε την πόρτα της μια καλοσυνάτη κυρία και με προέτρεψε να μπω στο σπιτικό της. Έβρασε αμέσως νερό σ’ ένα καζάνι και μου συνέστησε να βγάλω τα ρούχα μου και να πλυθώ, δίνοντάς μου ολοκάθαρα ρούχα. Ύστερα πήρε όλα τα δικά μου και τα βύθισε στο καυτό νερό. Στο πάνω μέρος του νερού επέπλεαν αναρίθμητες ψείρες. Έστρωσε τραπέζι με φρεσκοτηγανισμένες πίτες και βραστά αβγά. Ύστερα με οδήγησε σε περιποιημένο δωμάτιο με ολοκάθαρα κλινοσκεπάσματα. Δεν είχα νιώσει άλλη φορά τέτοια μεγαλοψυχία. Κάκισα πολλές φορές τον εαυτό μου, γιατί εμείς οι γηγενείς τούς αντιμετωπίσαμε με σκληρότητα μετά τον ξεριζωμό τους. Τους είπαμε τουρκόσπορους, αούτηδες, τους κλείσαμε την πόρτα, τους χλευάσαμε. Και όμως εκείνοι ανταποκρίθηκαν στην κακία μας με ειλικρινή αγάπη, άνοιξαν όχι μόνο τα σπίτια τους, μα και τις ψυχές τους. Μας δίδαξαν τι σημαίνει ανθρωπιά, τι σημαίνει αβραμιαία φιλοξενία. Πώς να μην υποκλίνεσαι στο μεγαλείο μιας τέτοιας ψυχής, που πέρασε από τη φωτιά και το σίδερο, που είδε ολοκάθαρα τον ανελέητο χάρο;». Και όμως στάθηκε στητή κι ολόρθη! Αυτά έγραψε πριν από 80 χρόνια ο αείμνηστος Λουκάτος. Πόντιοι πόσο Έλληνες είστε!