ΑΡΘΡΟ
Του Δρ. Σπύρου Κιουλάνη
Διευθυντή Εκπαίδευσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Δράμας
Σ.Ε.Π. Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου
- Ή προσεγγίζοντας ερμηνευτικά μία πρόσφατη έρευνα για την εφαρμογή της εξ αποστάσεως σχολικής εκπαίδευσης στον τόπο μας
Είναι γεγονός πως η εξ αποστάσεως εκπαίδευση αποτελεί μία διδακτική μεθοδολογία η οποία χαρακτηρίζεται από ένα συγκεκριμένο πλαίσιο αρχών, το οποίο καλύπτει μεθοδολογικά τη διδασκαλία από απόσταση. Βεβαίως, στις παρούσες έκτακτες και πιεστικές συνθήκες που βιώνει η χώρα μας, η εξ αποστάσεως εκπαίδευση συνιστά και το πλέον πρόσφορο εργαλείο για να διατηρήσουν οι μαθητές μας την επαφή τους με την εκπαιδευτική διαδικασία.
Από την πρώτη μέρα εφαρμογής της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης στα σχολεία μας, ξεκινήσαμε μία έρευνα, με αποδέκτες εκπαιδευτικούς που συμμετείχαν στην εφαρμογή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, με στόχο στην καταγραφή των εκτιμήσεών τους σε μία σειρά από θέματα, που αφορούν τόσο στο θεωρητικό πλαίσιο, όσο και στα τεχνικά χαρακτηριστικά του προγράμματος. Αν και η έρευνα σχεδιάστηκε για τους εκπαιδευτικούς που συμμετείχαν στην πιλοτική εφαρμογή του προγράμματος στη Δράμα, δόθηκε η δυνατότητα συμμετοχής και σε εκπαιδευτικούς άλλων περιοχών που επιθυμούσαν να συμμετέχουν. Έτσι σήμερα είμαστε σε θέση να προσεγγίσουμε ερμηνευτικά τις απαντήσεις από τα πρώτα 120 ερωτηματολόγια, τα οποία αντιστοιχούν σε ποσοστό 78,7% σε εκπαιδευτικούς που διδάσκουν σε Γενικά και Επαγγελματικά Λύκεια, από τους οποίους το 51,3% διδάσκει σε Πανελλαδικά εξεταζόμενα μαθήματα, 14,2% σε Γυμνάσια και 7,1% σε Δημοτικά Σχολεία. Οι εκπαιδευτικοί αυτοί 60,2% γυναίκες και 39,8% άνδρες, προέρχονται σε ποσοστό 53,1% από σχολεία της Δράμας (Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης) και 46,9% από σχολικές μονάδες άλλων περιοχών της χώρας.
Η ερμηνευτική προσέγγιση των αποτελεσμάτων της έρευνας, δίνει μία ευκαιρία για την αποτίμηση τής έως τώρα κατάστασης, αλλά παράλληλα αποτελεί και μία αφορμή για την εξαγωγή γενικότερων συμπερασμάτων αναφορικά με την εφαρμογή της εξ αποστάσεως συμπληρωματικής εκπαίδευσης στο μέλλον. Βέβαια, κάθε συζήτηση που γίνεται αυτή τη χρονική περίοδο επί της ουσίας και της μεθοδολογίας της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, δεν μοιάζει να είναι και επί της ουσίας επίκαιρη, δεδομένου ότι το μείζον σε αυτή την έκτακτη χρονική περίοδο είναι μέσω της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης να διατηρήσουν οι μαθητές μας την επαφή τους με την εκπαιδευτική διαδικασία. Θα είναι όμως επίκαιρη η ίδια συζήτηση, εάν γίνει μετά την λήξη των έκτακτων μέτρων και όταν το εκπαιδευτικό γίγνεσθαι στον τόπο μας θα έχει επιστρέψει σε αυτό που πριν την κρίση ονομάζαμε κανονικότητα: σε μία κατάσταση δηλαδή στην οποία η εξ αποστάσεως σχολική εκπαίδευση είχε τη θέση της μόνο στις σελίδες κάποιων διπλωματικών εργασιών φοιτητών και φοιτητριών και όχι στις σχολικές τάξεις.
Αυτονόητη έρχεται λοιπόν η έλλειψη σχετικής κουλτούρας στα σχολεία μας, καθώς η έννοια της «εξ αποστάσεως συμπληρωματικής σχολικής εκπαίδευσης», δεν έτυχε ποτέ κάποιας συστηματικής εφαρμογής ή υποστήριξης από το εκπαιδευτικό μας σύστημα, δίχως βέβαια η άποψη αυτή να συμπεριλαμβάνει μεμονωμένες, αλλά οπωσδήποτε αξιόλογες προσπάθειες ορισμένων εκπαιδευτικών (19,3% των εκπαιδευτικών, δήλωσαν ότι «συχνά» έως «αρκετά συχνά» χρησιμοποιούσαν έως τώρα εργαλεία «σύγχρονης» και «ασύγχρονης τηλεκπαίδευσης»).
Θα πρέπει μάλιστα να διακρίνουμε την κατά τα άλλα αξιόλογη γνώση και εμπειρία των εκπαιδευτικών μας σε ότι αφορά στη χρήση των Η/Υ και στη εφαρμογή διαδικτυακών εργαλείων στη διδακτική τους πράξη, από τη γνώση και την εμπειρία τους στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Το στοιχείο αυτό είναι εμφανές και στην έρευνα όπου διαπιστώθηκε πως ενώ το 76% των εκπαιδευτικών δήλωσε ότι το επίπεδο των γνώσεων που έχουν στους Η/Υ είναι από πολύ καλό έως άριστο, το 60% ανέφερε ότι δεν έχει καμία σχετική γνώση και εμπειρία από την εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Άξιο λόγου είναι και ένα ποσοστό 25% που έδειξε να προσεγγίζει αυτή την έλλειψη μέσω της αυτομόρφωσης, από τη μελέτη δηλαδή σχετικών βιβλίων και άρθρων, τη στιγμή που μόλις το 15% δήλωσε πως έχει σπουδάσει ή επιμορφωθεί σχετικά ή έχει κάποια προηγούμενη συναρτώμενη εμπειρία.
Κάτω λοιπόν από αυτές τις συνθήκες η πρόκληση την οποία καλείται να αντιμετωπίσει η εκπαιδευτική κοινότητα αυτό το χρονικό διάστημα αποτελεί συνάμα και μία πρόσκληση για το μέλλον. Συχνά λέγεται πως μετά την κρίση τίποτε δε θα είναι όπως πριν. Και αν αυτή η άποψη ενέχει κάποια δόση αλήθειας, τότε το παράδοξο είναι πως η εκπαίδευση συμμετέχει ήδη στην αλήθεια αυτή. Είναι ενδεικτική ως προς αυτό η απάντηση που έδωσαν οι εκπαιδευτικοί που συμμετείχαν στην πιο πάνω έρευνα στην ερώτηση: «Μετά τη λήξη των έκτακτων μέτρων και την επιστροφή σας στη φυσική τάξη, θα συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε την εξ αποστάσεως εκπαίδευση ως μία συμπληρωματική δυνατότητα υποστήριξης του διδακτικού σας έργου;». Το 62,5% δήλωσε πως θα συνεχίσει, ακολουθώντας ένα μεικτό μοντέλο διδασκαλίας, ενώ το 37,5% πως προτιμά να διδάσκει με τον παραδοσιακό τρόπο.
Άλλωστε, παρά τα όποια προβλήματα, την έλλειψη εμπειρίας και γνώσης και ίσως και της μη επαρκούς υλικοτεχνικής υποδομής, όταν οι εκπαιδευτικοί μιλούν για τα συναισθήματά τους κατά τη διαδικασία της εξ αποστάσεως διδασκαλίας, εκφράζουν θετικά συναισθήματα. Έτσι, σε ερώτηση με περισσότερες από μία επιλογές), αναφέρονται στην «ικανοποίηση» σε ποσοστό 54,5%, στον «ενθουσιασμό» (32,1%) και στη «χαρά» (29,5%), τη στιγμή όμως που επισημαίνουν και το «άγχος από το άγνωστο της τηλεκπαίδευσης» (37,5%). Είναι μάλιστα σημαντικό ότι τα ίδια περίπου συναισθήματα εισπράττουν και από τους μαθητές τους («ικανοποίηση» 48,5%, «ενθουσιασμός» (36,6%), «χαρά» (28,6%), αλλά συνάμα και το «άγχος από το άγνωστο της τηλεκπαίδευσης» (38,4%).
Είναι εμφανές πως τα νούμερα αυτά καταδεικνύουν την έλλειψη της σχετικής με την εξ αποστάσεως εκπαίδευση κουλτούρας στον τόπο μας (άγχος εκπαιδευτικών και μαθητών).Την ίδια στιγμή όμως αναδεικνύουν την πρόθεση των εκπαιδευτικών να βιώσουν την εμπειρία της (χαρά, ικανοποίηση, ενθουσιασμός) και να μάθουν σχετικά με αυτή (αυτομόρφωση).
Είναι γεγονός ότι τα δεδομένα αυτά θα μπορούσε να τα δει κανείς μέσα από πολλές οπτικές. Θα ήταν όμως σημαντικό η όποια προσέγγιση να μην έχει καμία πολιτική χροιά, παρά μία και μόνο εκπαιδευτική δέσμευση για το άμεσο μέλλον: πώς την επόμενη μέρα θα επενδύσουμε στην ικανοποίηση, στον ενθουσιασμό και στη χαρά των εκπαιδευτικών και των μαθητών και θα αναλάβουμε να μετατρέψουμε το άγχος τους σε μία δημιουργική ενέργεια. Στην προοπτική αυτή ο δρόμος μοιάζει να έχει τα χαρακτηριστικά ενός μονόδρομου, που συνδέεται δίχως περιττές στροφές με μία συστηματική επιμόρφωση και υποστήριξη των εκπαιδευτικών. Τότε μάλιστα θα έχουμε και ένα μοναδικό προνόμιο: η συζήτηση που θα εξελίσσεται αναφορικά με την εξ αποστάσεως σχολική εκπαίδευση θα είναι άκρως επίκαιρη, καθώς μάλιστα θα γίνεται μέσα σε ένα ασφαλές με μαθησιακά και εκπαιδευτικά κριτήρια περιβάλλον και θα αφορά όχι μονάχα το μέλλον αλλά και το παρόν της εκπαίδευσης.
(συνεχίζεται…)