ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Σε μεγάλο αντίπαλο του Χρυσοστόμου αναγορεύεται ο Ηλίας Χατζηγεώργης, γιός του Χατζηγεωργίου Ιωάννη, πρώην Έλληνα διδασκάλου από τον Βώλακα, αρνησίπατρη και αρνησίθρησκου, με αποτέλεσμα να στραφεί εναντίον των ομοφύλων και ομοθρήσκων του.

Την οργή του, μη μπορώντας να την ολοκληρώσει, τη μεταβίβασε σ’ έναν από τους γιους του, τον Ηλία Χατζηγεώργη, ο οποίος θεωρεί πλέον ότι κύριος αντίπαλος της παρεμπόδισης του έργου του Εξαρχισμού στην περιοχή της Προσοτσάνης είναι ο Χρυσόστομος. Γι’ αυτό οργανώνει σχέδιο δολοφονίας του, η οποία δεν ευοδώνεται.

Η τοπική οργάνωση μαζί μ’ αυτήν της Δράμας, της Νέας Φιλικής Εταιρείας, παρακολουθεί άγρυπνα τη δράση του Χατζηγκεωργκίεφ. Τον Μάιο του 1909 ο Ηλίας Χατζηγκεωργκίεφ δολοφονείται στη Ξάνθη, όπου είχε μεταβεί για επαγγελματικούς λόγους. Ο φόνος του αποδόθηκε στον Χρυσόστομο, του οποίου οι Εξαρχικοί επικήρυξαν την κεφαλή για εκατό λίρες τούρκικες. Ο φόνος του Ηλία Χατζηγκεωργκίεφ χαρακτηρίσθηκε από τους Εξαρχικούς ως βαθύτατο πλήγμα, αφού κατά τη δήλωση των ιδίων στερηθήκανε τον θεμέλιο του βουλγαρικού γένους στην περιφέρεια της Δράμας και της Προσοτσάνης. Υποστηρίζανε ότι ήταν αυτός που αναστύλωσε και σταθεροποίησε τη βουλγαρική εθνότητα στην περιοχή της Προσοτσάνης.

Το πόσο στοίχισε στους κομιτατζήδες ο φόνος του φάνηκε από τις διαστάσεις που έδωσαν σ’ αυτόν. Στην κηδεία του ήταν παρόντες ο Βούλγαρος αρχιερατικός επίτροπος των Σερρών, ο εκτελών χρέη αρχιερατικού επιτρόπου των Εξαρχικών στην Προσοτσάνη Ιβάν Κιόσεφ, ο Άντσεφ, κάτοικος Προσοτσάνης και αυτοχαρακτηριζόμενος ως επιθεωρητής των βουλγαρικών σχολείων της περιφέρειας, και πλήθος Εξαρχικών, πολλοί από τους οποίους μεταφέρθηκαν στην Προσοτσάνη από τη Βουλγαρία και φανατισμένοι εκτόξευαν ύβρεις και απειλές εναντίον των ορθοδόξων Ελλήνων πατριαρχικών και κυρίως εναντίον του Χρυσοστόμου, του οποίου ζητούσαν τον απαγχονισμό, ενώ αναθεμάτιζαν τον Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ’. Είναι χαρακτηριστική η εκτοξευόμενη απειλή κατά του Χρυσοστόμου «Άρον, άρον σταύρωσον και κρέμασον τον Μητροπολίτη Δράμας».

Επικίνδυνος αντίπαλος του Χρυσοστόμου υπήρξε και ο αρχικομιτατζής Τοντόρ Πανίτσα, ο οποίος, αφού απέβαλε τη βουλγαρική υπηκοότητα και αποδέχθηκε την οθωμανική, εγκαταστάθηκε στην Προσοτσάνη, χρησιμοποιώντας την ως ορμητήριο. Περιέρχεται τα χωριά της περιοχής της Προσοτσάνης καταπιέζοντας τους ορθοδόξους Έλληνες να εγκαταλείψουν την ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία και να προσχωρήσουν στον Βουλγαρισμό. Στην ανθελληνική και αντιορθόδοξη προσπάθειά του έχει τη φανερή στήριξη της οθωμανικής κυβέρνησης και του νεοτουρκικού κομιτάτου.

Ο ίδιος ο Πανίτσα συνεργεί στην αρπαγή της ορθόδοξης εκκλησίας του Εγρί-Δερέ, έχοντας τη συμπαράσταση των τουρκικών αρχών. Το ίδιο κάνει και για άλλες εκκλησίες και σχολεία της περιοχής, παρά τις διαμαρτυρίες του Χρυσοστόμου προς τις οθωμανικές αρχές. Την ίδια τακτική ακολουθεί και για την κατάληψη των ορθοδόξων σχολείων της Καρλίκοβας, της Γκόρνιτσας και του Εγρί-Δερέ. Και δεν αρκείται μόνο σ’ αυτές τους τις ενέργειες, αλλά προβαίνει και στην αναστάτωση των κατοίκων της Βησσοτσάνης.

Η δράση του ξεδιπλώνεται και στον οικονομικό τομέα. Βοηθούμενος από τους λησταντάρτες του, κηρύσσει εμπορικό αποκλεισμό στα ελληνική καταστήματα. Δεν του αρκούν οι δολοφονίες, αλλά απεργάζεται και θανάτους από ασιτία.

Ο ίδιος ο Πανίτσα είναι εκείνος που μαζί με τον Βλαδίμηρο Σις και τη βοήθεια των Τούρκων επιδίδεται στη ληστεία των κειμηλίων και των χειρογράφων της παλαίφατης Ιεράς Μονής της Εικοσιφοινίσσης, τα οποία και μετέφερε στη Σόφια της Βουλγαρίας, όπου το μεγαλύτερο μέρος αυτών και εξακολουθούν να παραμένουν.

Η θεία δίκη αντάμειψε τον Πανίτσα για όσα ανίερα και ανόσια διέπραξε. Του παρέσχε άδοξο τέλος. Μετά το πραξικόπημα του Ιουνίου του 1923 στη Βουλγαρία, ο Πανίτσα μετανάστευσε στη Γιουγκοσλαβία και από εκεί στη Βιέννη, όπου η Καρνίτσεβα τον εκτέλεσε, αιτιολογώντας τη δολοφονία του με το αμίμητο ότι τον σκότωσε γιατί «δεν ήταν καλός Μακεδόνας!», στην ουσία όμως είχε αηδιάσει από τις αθέμιτες οικονομικές του συναλλαγές.

(συνεχίζεται…)

*Το άρθρο αποτελεί εισήγηση στο συνέδριο «Η Προσοτσάνη και η ιστορία της» (4-6 Μαΐου 2018)