ΑΡΘΡΟ

Της Σωτηρίας Γιαννακοπούλου

Πτυχιούχου του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.

 

Αναταραχή έχει προκαλέσει στους διπλωματικούς κύκλους η αμυντική συμφωνία που υπεγράφη το περασμένο Σάββατο στη Βαρσοβία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Πολωνίας στα πλαίσια της ευρωπαϊκής περιοδείας του Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Mike Pompeo. Η «Συμφωνία Ενισχυμένης Αμυντικής Συνεργασίας» (EDCA) προβλέπει την ενίσχυση των αμερικανικών στρατευμάτων στην Πολωνία, αυξάνοντας τον αριθμό των αμερικανών στρατιωτών εντός της επικράτειάς της κατά 1.000 άτομα, φτάνοντας συνολικά τους 5.500. Επιπλέον, εμπεριέχει δέσμευση των ΗΠΑ για ταχύτατη αύξησή τους σε 20.000 σε περίπτωση απειλής, βελτίωση των στρατιωτικών υποδομών για την υποστήριξη του νέου στρατιωτικού προσωπικού και μεταφορά των κεντρικών γραφείων του αμερικανικού στρατού από τη Γερμανία στην Πολωνία. Είναι προφανές ότι μία αμυντική-στρατιωτική συμφωνία ανάμεσα σε μία υπερδύναμη και σε μία πολύπαθη χώρα με στρατηγική τοποθεσία και «ανήσυχους» γείτονες δεν θα μπορούσε παρά να εγείρει προβληματισμούς, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκονται οι σκοπιμότητες των δύο κρατών.

Ασφαλώς, πολλοί στο άκουσμα μίας τέτοιας είδησης θα σπεύσουν να πουν ότι οι ΗΠΑ πιέζουν καταστάσεις, προκειμένου να επεκτείνουν την δύναμη τους σε ένα κράτος που μοιάζει αδύναμο να διαχειριστεί το βάρος της γεωστρατηγικής του θέσης. Ωστόσο λανθάνουν. Η Πολωνία από το 2018 έχει εκδηλώσει τις προθέσεις της για την ενίσχυση των αμερικανικών στρατευμάτων στο εσωτερικό της. Μάλιστα το επονομαζόμενο σχέδιο «Fort Trump», το οποίο έθεσε η ίδια επί τάπητος, προέβλεπε τη μόνιμη εγκατάσταση αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων εντός των συνόρων της και την οικονομική συνεισφορά της για την δημιουργία αμερικανικής στρατιωτικής βάσης σε πολωνικό έδαφος, προσφέροντας 2 δισεκατομμύρια δολάρια για την κατασκευή του έργου. Η εν λόγω πρόταση δεν ευοδώθηκε εξαιτίας εσωτερικών αντιδράσεων που έθεταν το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας, επισημαίνοντας ότι το συγκεκριμένο σχέδιο εντείνει τον κίνδυνο εξωτερικής παρέμβασης στα εσωτερικά του κράτους, παραχωρώντας εξωεδαφικές δικαιοδοσίες στις ΗΠΑ, ενώ και τα υπέρογκα ποσά που προέβλεπε ασφαλώς και δεν προδιέθεταν θετικά τον πολωνικό λαό. Παρ’ ότι το σχέδιο αυτό δεν προχώρησε οι σχέσεις των δύο κρατών έγιναν έκτοτε στενότερες, αναπτύσσοντας νέες διόδους επικοινωνίας καρπός των οποίων είναι και η νέα αμυντική συνεργασία.

Οι βλέψεις της Πολωνίας για αμυντική συνεργασία και «προστασία» από τις ΗΠΑ καθιστούν απόρροια των εντάσεων που παρατηρούνται το τελευταίο διάστημα στην ευρύτερη περιοχή. Από τη μία η Ρωσία εξακολουθεί να θεωρείται μία απρόβλεπτη δύναμη, η οποία μάλιστα έπειτα από την εισβολή στην ανατολική Ουκρανία έχει τεθεί στο στόχαστρο των δυνάμεων του ΝΑΤΟ. Το γεγονός αυτό φαίνεται να προβληματίζει την Πολωνία, η οποία σημειωτέον συνορεύει με την Ρωσία και συγκεκριμένα με την περιφέρεια του Καλίνινγκραντ, όπου όπως είναι γνωστόν η Ρωσία έχει εγκαταστήσει υπερσύγχρονες στρατιωτικές μονάδες, επανδρωμένες με σημαντικό αριθμό στρατιωτών, με πολλούς να κάνουν λόγο και για ύπαρξη βαλλιστικών πυραύλων στην περιοχή. Η δραστηριοποίηση αυτών των εξαιρετικά οργανωμένων στρατιωτικών δυνάμεων δυσχεραίνει το έργο και τον έλεγχο του ΝΑΤΟ στην Βαλτική, καθιστώντας την Πολωνία ευάλωτη έναντι των ρωσικών διαθέσεων. Από την άλλη, τα διαρκώς αυξανόμενα περιστατικά βίας και οι πολιτικές αναταραχές στην Λευκορωσία έχουν αρχίσει να ανησυχούν σε μεγάλο βαθμό την Πολωνία, γεγονός που ασφαλώς συνέβαλε στην επιτάχυνση της σύναψης της στρατιωτικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ.

Για τις ΗΠΑ αυτή η συμφωνία έχει δύο χώρες-στόχους. Η πρώτη δεν είναι άλλη από τον «παραδοσιακό της εχθρό» τη Ρωσία επιδιώκοντας τον περιορισμό των δράσεων της στην ευρύτερη περιοχή της Βαλτικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Η δεύτερη χώρα στόχο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Όπως ήδη αναφέραμε η συμφωνία προβλέπει την μεταφορά των κεντρικών γραφείων του αμερικανικού στρατού από τη Γερμανία στην Πολωνία, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι λίγες μέρες πριν από την σύναψη της αμυντικής συνεργασίας οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την απόσυρση 12.000 στρατευμάτων από την Γερμανία με σκοπό την «στρατηγική επανατοποθέτησή» τους εντός Ευρώπης σε χώρες όπως την Ιταλία, το Βέλγιο και την Πολωνία. Είναι επομένως έκδηλο το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν γυρίσει οριστικά τη πλάτη στην Γερμανία όσον αφορά την παροχή στρατιωτικής στήριξης και αναζητούν νέους στρατιωτικούς συμμάχους εντός Ευρώπης.

Κύρια αιτία πίσω από την αλλαγή στην συμπεριφορά των ΗΠΑ είναι οι μειωμένες αμυντικές στρατιωτικές δαπάνες της Γερμανίας και η ένταση εντός του ΝΑΤΟ όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες των κρατών μελών. Όπως αποφάσισαν από κοινού τα κράτη μέλη οι αμυντικές δαπάνες του κάθε κράτους πρέπει έως το 2024 να αντιστοιχούν στο 2% του ΑΕΠ του εκάστοτε κράτους. Ωστόσο το Βερολίνο δεν φαίνεται να πειθαρχεί στην εν λόγω απόφαση με τις αμυντικές δαπάνες του για το 2019 να ανέρχονται στο 1,38% του ΑΕΠ. Ο πρόεδρος Trump σε δηλώσεις του κατέστησε σαφές ότι οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να συνεχίσουν να στηρίζουν στρατιωτικά ένα κράτος τη στιγμή που το ίδιο δεν δαπανά τα προβλεπόμενα ποσά για τον αμυντικό του μηχανισμό. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά μετά την δημοσιοποίηση της αποχώρησης των στρατευμάτων από την Γερμανία: «Δεν θέλουμε πλέον να είμαστε κορόιδα… Μειώνουμε τη δύναμη επειδή δεν πληρώνουν τους λογαριασμούς τους. Είναι πολύ απλό». Συνεπώς η σύναψη της συμφωνίας θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως «τιμωρία» για την αδιαφορία του Βερολίνου έναντι των πολλαπλών συστάσεων για αύξηση των αμυντικών δαπανών.

Οι προβληματισμοί ωστόσο συνεχίζονται. Μπορεί η εν λόγω συμφωνία να προστατεύσει πράγματι την Πολωνία από μία επικείμενη σύγκρουση ή αποτελεί ένα ακόμη παιχνίδι εντυπώσεων; Οι στενές συμμαχικές σχέσεις μεταξύ Πολωνίας και ΗΠΑ, καθώς και η ύπαρξη αμερικανικών στρατευμάτων ενδεχομένως να λειτουργήσουν ως κόκκινο πανί για την Ρωσία, αφυπνίζοντας τον ρωσικό επεκτατισμό και προκαλώντας έναν νέο κύκλο συγκρούσεων, δεδομένου ότι οι σχέσεις Μόσχας-Βαρσοβίας τα τελευταία χρόνια δοκιμάζονται. Την άποψη αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνει με τις δηλώσεις της η Μόσχα μέσω της εκπροσώπου του Ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαράχοβα: «Εφιστούμε την προσοχή στο γεγονός ότι η αμερικανική στρατιωτική προετοιμασία στην Πολωνία δεν λύνει το πρόβλημα ασφαλείας, αντιθέτως επιδεινώνει την ήδη δύσκολη κατάσταση στα δυτικά σύνορα της Ρωσίας, συμβάλλοντας στην κλιμάκωση της έντασης και αυξάνοντας τον κίνδυνο ακούσιων ατυχημάτων. Ο φερόμενος ως ασήμαντος χαρακτήρας των ενισχύσεων γίνεται αντιληπτός ως προσπάθεια διαστρέβλωσης της πραγματικότητας, αφού η εφαρμογή της αμερικανοπολωνικής συμφωνίας θα ενισχύσει ποιοτικά τις επιθετικές δυνατότητες των αμερικανικών δυνάμεων στην Πολωνία». Οι προοικονομίες περί ακούσιων ή εκούσιων ατυχημάτων ασφαλώς δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες ειδικά όταν αναφερόμαστε σε μία χώρα όπως η Ρωσία. Βέβαια μία επικείμενη ένταση δεν θα επιφέρει εντάσεις μόνο στις δύο εμπλεκόμενες χώρες. Κομμάτι του ντόμινο των εξελίξεων θα αποτελέσει ασφαλώς και το ΝΑΤΟ, ενώ σε περίπτωση σύγκρουσης τα βέλη θα στραφούν στις ΗΠΑ και στην επέμβαση τους στην περιοχή, αναταράσσοντας για άλλη μία φορά τις ισορροπίες και την εσωτερική συνοχή της συμμαχίας.

Μέσα στην δίνη των εξελίξεων προκύπτει και μία νέα παράμετρος στο πλαίσιο της αμερικανοπολωνικής συμμαχίας. Το ζήτημα των πυρηνικών εργοστασίων! Μεταξύ των θεμάτων που συζητήθηκαν κατά την επίσκεψη του Pompeo είναι η ανάπτυξη του προγράμματος παραγωγής πυρηνικής ενέργειας στην Πολωνία. Μία συμφωνία μεταξύ δύο κρατών, ακόμη και αν πρόκειται για στρατιωτική συμφωνία, προμηνύει μία πολιτική αλλά και οικονομική συμμαχία. Η Πολωνία έχει εκδηλώσει το τελευταίο διάστημα το ενδιαφέρον της για την δημιουργία πυρηνικού εργοστασίου στην Βαλτική, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες της σε ενέργεια και να ενισχύσει την οικονομία της. Την απόφαση της αυτή δημοσιοποίησε στα τέλη Μαρτίου, λίγες μέρες δηλαδή μετά την μεταφορά πυρηνικών από τις ΗΠΑ εντός της επικράτειάς της. Το κατά πόσο η αλληλουχία των γεγονότων είναι τυχαία δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί. Ωστόσο, αυτό που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι ότι μία τέτοια εξέλιξη θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για την αποκλιμάκωση της έντασης στην περιοχή της Βαλτικής, επιφέροντας νέες συγκρούσεις.

 

*Το άρθρο της κ. Γιαννακοπούλου δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα www.offlinepost.gr