ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

 

Λίγες μέρες μετά τα νέα συλλαλητήρια για το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ και τη μη χρήση του όρου «Μακεδονία» από τους γείτονες, ένα συμπέρασμα μπορεί να βγει, που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης: ο καιρός για μια βιώσιμη λύση στο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπιών, με οφέλη και για τις δύο πλευρές, δεν έχει έρθει ακόμα.

Η συμφωνία για την επίλυση του μακεδονικού ζητήματος δεν προσφέρεται ούτε για θριαμβολογίες ούτε για μεμψιμοιρίες.

Η Κυβέρνηση, που κληρονόμησε ένα τόσο σοβαρό εθνικό ζήτημα, είχε να επιλέξει μεταξύ δύο δρόμων: ή να ακολουθήσει εμπροσθοβαρή πολιτική ή να γίνει μέρος του προβλήματος. Αυτό είναι το δίλημμα.

Και η αιτία γι’ αυτό δεν είναι τόσο ότι οι διαφορές στο ονοματολογικό δεν έχουν πάψει να υφίστανται -μολονότι η ελληνική Κυβέρνηση δεν λέει «όχι» σε μια ονομασία τύπου «Βόρεια Μακεδονία»- όσο ο αλυτρωτισμός, που δεν αποτελεί προνόμιο μόνο των Σκοπιανών, αλλά και των Ελλήνων.

Είναι κατανοητές οι επιφυλάξεις που υπάρχουν για το αν η συμφωνία επιλύει οριστικά το πρόβλημα. Πρόκειται, άλλωστε, για ένα ζήτημα που ταλανίζει τη χώρα μας για δεκαετίες και είναι λογικό να υπάρχουν ανησυχίες στους πολίτες.

Είναι σαφές ότι οι Σκοπιανοί, στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν την εθνική ταυτότητα που δεν έχουν, επιχειρούν να σφετεριστούν την ιστορία της Ελλάδας. Και μπορεί ο νέος τους πρωθυπουργός, Ζόραν Ζάεφ, να δηλώνει έτοιμος να αλλάξει όνομα στο αεροδρόμιο «Μέγας Αλέξανδρος» των Σκοπιών και σε κεντρικούς δρόμους, ωστόσο τέτοιες… δηλώσεις προθέσεων μόνο για επικοινωνιακούς λόγους μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Οι Σκοπιανοί, άλλωστε, αν και δεν είναι, αισθάνονται «Μακεδόνες» και, όταν ακούν ακόμα και τον ειδικό διαμεσολαβητή του ΟΗΕ να τους αποκαλεί έτσι, μόνο πίσω δεν πρόκειται να κάνουν στις αλυτρωτικές τους διεκδικήσεις.

Και οι Έλληνες, όμως, που διατρανώνουν ότι «η Μακεδονία είναι ελληνική», φαίνεται να αγνοούν μία σημαντική παράμετρο της ιστορίας. Και αυτό γιατί η Μακεδονία, κατά την Οθωμανική περίοδο, συμπεριλάμβανε περιοχές που σήμερα βρίσκονται σε Ελλάδα, ΠΓΔΜ, Βουλγαρία, Αλβανία και Σερβία. Εάν, λοιπόν, η Μακεδονία είναι μόνο ελληνική, τότε οι υποστηρικτές αυτής της συνθηματολογίας θα πρέπει να απαντήσουν στο ερώτημα εάν επιθυμούν την αναθεώρηση των συνόρων και την κήρυξη πολέμου για την κατάληψη των ανωτέρω εδαφών -ένα σενάριο, δηλαδή, που όχι μόνο αποτελεί τμήμα της εθνικιστικής ατζέντας, αλλά θα άνοιγε και «τον ασκό του Αιόλου» σε σχέση με διεκδικήσεις άλλων χωρών στο Αιγαίο, την Θράκη ή την Κύπρο. Προφανώς, κάτι τέτοιο δεν είναι επαρκώς κατανοητό για τη μεγάλη πλειοψηφία των συμμετεχόντων στα συλλαλητήρια.

Ένα από τα εμπόδια που αντιμετωπίζουμε σαν πατρίδα και ως κοινωνία, εδώ και δεκαετίες, είναι η τάση που έχουμε να αφήνουμε εκκρεμότητες. Να εναποθέτουμε στην ψευδαίσθηση της μακαριότητας και του άπλετου χρόνου προβλήματα που επιβάλλεται να επιλυθούν, όχι λόγω κάποιου «προτεσταντικού» αισθήματος καθήκοντος αλλά κυρίως γιατί αν δεν αντιμετωπίσεις το πρόβλημα εν τη γενέσει του είναι σχεδόν δεδομένο ότι η ίδια η πραγματικότητα θα σε τιμωρήσει για την απάθεια σου και την παθητικότητα σου απέναντι στις εξελίξεις. Γιατί και η επιλογή της μη-επίλυσης δεν παύει να είναι επιλογή, και ως επιλογή να παραγάγει αποτελέσματα.

Ένα από τα ζητήματα που εντάσσονται σε αυτή την προβληματική είναι και το Μακεδονικό. Ένα ζήτημα που κακοφορμίζει εδώ και δεκαετίες ανεπίλυτο δίδοντας την δυνατότητα σε Σλαβικής καταγωγής ανιστόρητους πολιτικούς να διατρανώνουν τον παράλογο ισχυρισμό ότι προέρχονται από τον Μέγα Αλέξανδρο και πατριδοκάπηλους πολιτικούς τρίτης γραμμής να χτίζουν πολιτικές καριέρες στην πατρίδα μας στην πλάτη των πραγματικών συμφερόντων του Έθνους.

Αν κάποια στιγμή θελήσουμε να αντιμετωπίσουμε στον καθρέφτη τον εαυτό μας και κυρίως αν θελήσουμε να δούμε τα λάθη και τις παραλείψεις μας, τότε θα αντιληφθούμε με περισσή ευκολία ότι η πατρίδα μας αντιμετώπισε ως γραφική παρασπονδία τις διακηρύξεις των γειτόνων μας περί «Μακεδονικού» έθνους, χωρίς να αντιληφθεί ότι αυτό εντάσσεται σε ένα ευρύτερο κατασκευής ενός έθνους και ενός ιστορικού παρελθόντος από το μηδέν. Η μικρονοϊκή αυταρέσκεια ενός πολιτικού συστήματος που πολιτικολογούσε αυτιστικά και χωρίς στόχευση οδήγησε την Ελληνική διπλωματία από ήττα σε ήττα και τους βόρειους γείτονες μας να καταχραστούν το όνομα και την ιστορία της Μακεδονίας, χωρίς σθεναρή ή τουλάχιστον σοβαρή αντίδραση.

Και φτάσαμε στο σήμερα, όπου η Ελληνική Κυβέρνηση παρουσίασε μια συμφωνία με θετικές και γκρίζες περιοχές για τα εθνικά μας συμφέροντα.

Που επιλύει φαινομενικά κάποιες παθογένειες του παρελθόντος, αλυτρωτισμούς των γειτόνων, παρανοϊκή συνάφεια της Σλαβικής τους καταγωγής με την ιστορία και τον πολιτισμό των Αρχαίων Μακεδόνων, αλλά αφήνει υπό αίρεση σημαντικά ζητήματα όπως η «Μακεδονική Εθνότητα», η χρήση του ονόματος στο εμπόριο και τις επιχειρήσεις και κυρίως το κατά πόσο είμαστε ως πολιτεία σίγουροι ότι ο αλυτρωτισμός τους θα πάψει μεν να έχει αναφορά σε μια ψευδεπίγραφη συνέχεια με τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό και τον Μεγάλο Αλέξανδρο αλλά δεν θα αλλάξει μορφή και περιεχόμενο, προσαρμόζοντας τις αιτιάσεις τους στην σύγχρονη εποχή.

Αναμφισβήτητα, η συζήτηση που επιβάλλεται να διεξαχθεί ανάμεσα σε φορείς και πολιτικά κόμματα θα πρέπει να έχει ως βασικό στόχο την αναζήτησή των πιθανών γκρίζων ζωνών, την προσπάθεια συγκρότησης ενός ενιαίου Εθνικού Μετώπου διαπραγμάτευσης και κυρίως την πίστη όλων των δυναμένων στο αυτονόητο: Ότι η πατρίδα μας δεν έχει την πολυτέλεια να επιδοθεί σε μια ανώφελη, και αυτοκτονική αντιπαράθεση ανάμεσα σε πατριώτες και προδότες, ή θαρραλέους και συντηρητικούς. Ο εθνικός διχασμός που τείνει να μετατραπεί σε εθνικό σπορ που διαπερνά κάθετα πολιτικό σύστημα και κοινωνία, είναι σχεδόν δεδομένο ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να μετατραπεί σε βασικό παράγοντα της καθυστέρησης μας.

Για αυτό το λόγο: Αυτό που επείγει είναι να καθίσουν οι πολιτικές δυνάμεις στο ίδιο το τραπέζι και να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα με ρεαλισμό και αίσθημα καθήκοντος. Είναι ο μόνος δρόμος για να μην πάψουμε να οδηγούμαστε από ήττα σε ήττα. Δυστυχώς οι τελευταίες εξελίξεις δεν με κάνουν αισιόδοξο.

Όταν ο «κουρνιαχτός» καταλαγιάσει και καθώς, κατά την ταπεινή εκτίμηση του γράφοντος, η επίλυση του Σκοπιανού ζητήματος θα έχει επιταχυνθεί έως υπογραφτεί, θα είναι ίσως χρήσιμο να εξετάσουμε πώς θα εξαλείψουμε τις αλυτρωτικές τάσεις που έχουν διαμορφωθεί και σε μια σημαντική μερίδα της ελληνικής κοινωνίας.

Κυρίως, όμως, θα πρέπει να επουλώσουμε τις πληγές που μας άνοιξαν οι ακραία εθνικιστικές κορώνες περί «προδοτών» και «μη σωστών Ελλήνων»…