Φτωχότερο είναι από την Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018 το ελληνικό ποδόσφαιρο, καθώς ο Τάκης Λουκανίδης, ένας από τους μεγαλύτερους πρεσβευτές του, μεγαλουργώντας με τις φανέλες του Παναθηναϊκού και της Δόξας Δράμας, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών.
Ο Τάκης Λουκανίδης αγωνίστηκε 50 φορές με τη φανέλα της Δόξας Δράμας σκοράροντας 13 τέρματα ενώ με τον Παναθηναϊκό αγωνίστηκε σε 142 αγώνες και πέτυχε 59 γκολ. Με τους «πράσινους» πανηγύρισε την κατάκτηση τεσσάρων πρωταθλημάτων καθώς και ενός κυπέλλου (1967). Αγωνίστηκε επίσης στον Άρη όπου κατέκτησε το Κύπελλο το 1970. Επίσης ήταν διεθνής με την Εθνική ομάδα, μετρώντας 23 συμμετοχές.
Η εφημερίδα «Εργασία… συν» εκφράζει τα θερμά της συλλυπητήρια στους συγγενείς και τους οικείους του Τάκη Λουκανίδη για την απώλειά του.
Για τον Τάκη Λουκανίδη, ο συμπαίχτης του στην μεγάλη ομάδα του Παναθηναϊκού, τη δεκαετία του ’60, Μίμης Δομάζος είχε σχολιάσει: «Όταν μιλάμε για τον Τάκη Λουκανίδη, μιλάμε για το τέλειο. Δεν υπήρξε μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής στην Ελλάδα. Αν είχε παίξει στο εξωτερικό, το όνομά του θα βρισκόταν με χρυσά γράμματα στη Βίβλο του Παγκοσμίου Ποδοσφαίρου. Συνεργαζόμασταν στον Παναθηναϊκό με κλειστά μάτια, διαβάζαμε τη σκέψη ο ένας του άλλου, λες και είχαμε μαγνήτες στα πόδια και κάναμε την μπάλα ό,τι θέλαμε. Στην καλή του μέρα τον Τάκη Λουκανίδη, δεν υπήρχε αντίπαλος να τον σταματήσει. Ήταν ανίκητος. Μπορούσε να γκρεμίσει βουνά! Του οφείλει πολλά το ελληνικό ποδόσφαιρο. Έστω και τώρα, με καθυστέρηση, πρέπει να του δώσει τη θέση που του ανήκει, την πιο ψηλή. Γιατί ήταν πραγματικά ο καλύτερος, ο πληρέστερος ποδοσφαιριστής (Το σχόλιο του «Στρατηγού» φιλοξενήθηκε στην αυτοβιογραφία τού εκλιπόντος άσσου, η οποία είχε τίτλο «ΕΓΩ, ο Τάκης Λουκανίδης». Το αυτοβιογραφικό βιβλίο κυκλοφόρησε το 2004.)
Σύμφωνα με τη Wikipedia: Ο Νεοτάκης Λουκανίδης γεννήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1937 στο Μεσοχώρι Παρανεστίου Δράμας από αγροτική πολύτεκνη οικογένεια. Οι γονείς του ονομάζονταν Γιώργος και Χριστίνα και είχε άλλα τέσσερα αδέλφια: τον Θανάση που επίσης υπήρξε σπουδαίος ποδοσφαιριστής της Δόξας και του Ολυμπιακού, τον Χαράλαμπο, την Κωνσταντία και την Σοφία. Σε ηλικία πέντε ετών έχασε τον πατέρα του, τον οποίο κρέμασαν οι βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής το 1942.
Από τότε η μητέρα τους έγινε και πατέρας για τα πέντε παιδιά της. Τους συμπαραστεκόταν ακόμα και στο γήπεδο, στις κερκίδες της θρυλικής Δόξας. Από το 1947 είχαν μετακομίσει στη Δράμα σε ένα σπιτάκι δύο δωματίων και η μάνα του έκανε δυο δουλειές για να ζήσουν. Ωστόσο, τον μικρό Τάκη αναγκάστηκε να τον βάλει στο ορφανοτροφείο, από όπου βγήκε πτυχιούχος της Μέσης Γεωπονικής Σχολής της Κομοτηνής.
Ο Τάκης έπαιζε μπάλα στο ορφανοτροφείο της Δράμας και στη Γεωπονική μπήκε στην ομάδα της Σχολής ως τερματοφύλακας αρχικά και έπειτα ως μέσος, αμυντικός, επιθετικός… Σε όποια θέση είχε ανάγκη η ομάδα, μπορούσε να αγωνιστεί.
Υπέγραψε το πρώτο του δελτίο το 1953 στην ΑΕΚ Κομοτηνής. Τον πρότεινε ένας καθηγητής του, που ήταν στο συμβούλιο της ομάδας. Όμως, επειδή δεν σκόπευε να μείνει μόνιμα στην Κομοτηνή, έκανε συμφωνία μόλις τελειώσει τη σχολή να του επιτρέψουν να πάρει μεταγραφή στη Δόξα Δράμας. Δεν τήρησαν το λόγο τους και η μεταγραφή έγινε με επεισοδιακό τρόπο, χάρη στην επιμονή και στην ευστροφία της μητέρας του.
Το 1955 υπογράφει στη Δόξα Δράμας, αλλά ένα σπάσιμο στο χέρι τον αφήνει πίσω στις προπονήσεις την πρώτη χρονιά. Τελικά με μεγάλη προσπάθεια καταφέρνει να παίξει στην πρώτη ομάδα, αν και ήταν μόλις 19 χρονών. Και τι ομάδα: Αντώνης Γεωργιάδης, Παρ. Γρηγοριάδης, Παύλος Γρηγοριάδης, Κοτρίδης, Ιωάννου, Πιστικός κι ο αδελφός του Θανάσης. Παράλληλα, πιάνει δουλειά στην Ηλεκτρική Εταιρεία της πόλης και εξασφαλίζεται επαγγελματικά.
Στα πέντε χρόνια του στη Δόξα γνωρίζει στιγμές δόξας, που παρόμοιες δεν είχε ζήσει ως τότε επαρχιακό σωματείο. Οι Μαυραετοί του Βορρά φτάνουν τρεις φορές στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος. Στον τελικό του 1958 στο Στάδιο Καραϊσκάκη κατά του ουσιαστικά γηπεδούχου Ολυμπιακού αγωνίζεται και ο Τάκης. Χάνουν με 1-5, αλλά τον επόμενο χρόνο είναι και πάλι παρόντες στον τελικό. Αντίπαλος ξανά ο Ολυμπιακός. Χάνουν με 1-2 και η Δόξα αποκτά τον τίτλο της «βασίλισσας χωρίς στέμμα».
Το 1958 καλείται στην Εθνική ομάδα, ο μόνος παίκτης εκτός ΠΟΚ, για τον αγώνα με την μεγάλη Γαλλία των Φονταίν, Κοπά, για το Κύπελλο Εθνών. Ντεμπούτο του Λουκανίδη αλλά συντριβή με 1-7, μια από τις μεγαλύτερες της εθνικής ομάδας. Επίσης, αγωνίζεται στην Εθνική Ενόπλων κατά τη διάρκεια της θητείας του.
Ο Λουκανίδης προσελκύει πλέον την προσοχή των ομάδων του κέντρου. Πρώτη ενδιαφέρθηκε η ΑΕΚ το 1959 αλλά 2.000 κόσμος συγκεντρώθηκε έξω από τα γραφεία της ομάδας αποτρέποντας τη μεταγραφή. Επίσης, ενδιαφέρθηκε η ιταλική Γιουβέντους, παράγοντες της οποίας τον είχαν δει να αγωνίζεται με την Εθνική Ενόπλων.
Ενδιαφέρεται και ο Παναθηναϊκός, με τον οποίο ο παίκτης τα βρίσκει. Η Δόξα αντιδρά κι έτσι ο Λουκανίδης φεύγει για ένα χρόνο στην Κύπρο, στον Α.Π.Ο.Ε.Λ., από όπου σύμφωνα με κάποιο κανονισμό της εποχής, μπορούσε στη συνέχεια να μεταγραφεί σε οποιαδήποτε ομάδα επιθυμούσε. Τελικά, το 1961 υπογράφει στον Παναθηναϊκό, αφού στο μεταξύ τον είχαν πλησιάσει και παράγοντες του Ολυμπιακού.
Στον Παναθηναϊκό αγωνίστηκε ως το 1969, κατακτώντας τέσσερα πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο Ελλάδος. Υπήρξε μέλος της ομάδας του Παναθηναϊκού που κατάκτησε το μοναδικό αήττητο πρωτάθλημα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Στο μεσοδιάστημα γνώρισε τη σύζυγό του, την Άννη, αλλά επειδή δεν τον ήθελαν οι δικοί της αναγκάστηκαν να φύγουν στη Νότια Αφρική το 1965. Έπαιξε κι εκεί σε μια ομάδα για λίγους μήνες.
Η σχέση του με τον Παναθηναϊκό είχε χαλάσει από το 1967 και ο προπονητής Στέφαν Μπόμπεκ δεν τον χρησιμοποιούσε. Τελικά, κατάφερε να πάρει μεταγραφή στον Άρη, στον οποίο αγωνίστηκε μία σεζόν και έφτασε ως την κατάκτηση του Κυπέλλου. Ήταν το τέλος μιας λαμπρής καριέρας. Στη συνέχεια ασχολήθηκε επαγγελματικά με το πρακτορείο ΠΡΟΠΟ που είχε ανοίξει στην Κυψέλη.