ΑΡΘΡΟ

Της Δήμητρας Ευθυμιάδου

Προπτυχιακής φοιτήτριας του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.

 

Στις 10 Ιουλίου 2020, το Ανώτατο Δικαστήριο της Τουρκίας αποφάσισε την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, ύστερα από 86 χρόνια λειτουργίας της ως μουσείο. Φυσικά, σε μια χώρα τόσο ανελεύθερη όσο η Τουρκία του Ερντογάν θα ήταν ουτοπία να κάνουμε λόγο για ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.

Για μια πληρέστερη κατανόηση της κατάστασης κρίνεται σκόπιμο να γίνει μια σύντομη ιστορική αναδρομή στα βασικά σημεία της διαδρομής της Αγίας Σοφίας ανά τους αιώνες. Ο ναός χτίστηκε με τη μορφή που έχει σήμερα το 537, από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α’. Έκτοτε λειτουργούσε ως Ορθόδοξη εκκλησία. Μετατράπηκε σε ρωμαιοκαθολική εκκλησία μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Σταυροφόρους για ένα μικρό διάστημα περίπου 60 ετών. Μετά την Άλωση της Πόλης, από τον Μωάμεθ τον Πορθητή η Αγία Σοφία λειτούργησε ως ισλαμικό τέμενος μέχρι και το 1934, οπότε και ο Μουσταφά Κεμάλ την μετέτρεψε σε μουσείο.

Επιστρέφοντας στο σήμερα, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η απόφαση του Ερντογάν να κινήσει διαδικασίες μετατροπής του ναού που αποτελεί σύμβολο της Ορθοδοξίας, ξανά σε μουσουλμανικό τέμενος δεν έγινε τυχαία, καθώς εντάσσεται στο πλαίσιο ενός κρίσιμου και θεμελιώδους ζητήματος που επικρατεί στην γείτονα χώρα και έχει επιπτώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό δεν είναι άλλο από την τάση κυριαρχίας του «Νεοοθωμανισμού». Ενώ ο Νεοοθωμανισμός έκανε την εμφάνισή του από τα τέλη του 20ου αιώνα, η πρακτική του εφαρμογή στην πολιτική της Τουρκίας έλαβε χώρα το 2002, όπου ανήλθε στην εξουσία το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης με πρωθυπουργό τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο Νεοοθωμανισμός διαπνέεται από μια αίσθηση μεγαλείου και αυτοπεποίθησης στην εξωτερική πολιτική, καθώς αναθέτει στην Τουρκία τον ρόλο της περιφερειακής υπερδύναμης, στην περιοχή όπου εκτεινόταν η πρώην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Ερντογάν, ο οποίος διαφοροποιείται ρητά από τον Μουσταφά Κεμάλ, θέλει να προσομοιάζεται με τον Μωάμεθ τον Πορθητή, που άλωσε την Πόλη. Ο αυτοπροσδιορισμός του Ερντογάν μέσα από την φυσιογνωμία του Μωάμεθ του Πορθητή, τον οδηγεί να ασκεί μια πλήρως εθνικιστική και λαϊκιστική πολιτική, η οποία είναι απομακρυσμένη πλέον από τα δυτικά πρότυπα. Έτσι, ο Νεοοθωμανισμός, που παίρνει σάρκα και οστά από τον Ερντογάν, ρίχνει το βάρος στην αναβίωση του μεγαλείου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της επαναφοράς στον ισλαμισμό, εκτοπίζοντας την έννοια του κοσμικού κράτους και του εκσυγχρονισμού, που επιχείρησε να διαμορφώσει ο Μουσταφά Κεμάλ Αττατούρκ.

Είναι λοιπόν γεγονός ότι ο «Νεοοθωμανισμός» λειτουργεί ως «δαμόκλειος σπάθη» για την διεθνή κοινότητα και τον παγκόσμιο πολιτισμό. Παρά την διεθνή αποδοκιμασία και την αντίθεση της UNESCO (καθώς η Αγία Σοφία αποτελεί μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομίας), ο «Σουλτάνος» δεν δείχνει να πτοείται αλλά αντιθέτως επωφελείται από την εσωτερική συσπείρωση των Τούρκων, καθώς ανακτά την ισχύ του.

Πρέπει να γίνει σαφές ότι αυτό που επιθυμεί ο Ερντογάν είναι να αντικαταστήσει τον Μουσταφά Κεμάλ στο τουρκικό εθνικό υποσυνείδητο! Για τον λόγο αυτό απευθύνεται σε ένα μεγάλο μέρος του εσωτερικού εθνικιστικού ακροατηρίου της Τουρκίας, θέλοντας να πλήξει την Κεμαλική παράδοση, για να καρπωθεί πολιτικά οφέλη από τους συντηρητικούς και εθνικιστές οπαδούς του και να αναδείξει τον νέο ρόλο του ισλάμ στην πολιτική.

Επιπλέον, όπως είναι ευρέως γνωστό, η Τουρκία διανύει μια δύσκολη περίοδο, καθώς αντιμετωπίζει οξύ οικονομικό πρόβλημα. Έτσι, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς, ότι με την μετατροπή του Χριστιανικού ναού σε τζαμί, ο Ερντογάν εκτός από τον μεγαλοϊδεατισμό του, επιδιώκει να αποπροσανατολίσει και το εσωτερικό της χώρας από το κρίσιμο οικονομικό ζήτημα, εκμεταλλευόμενος το γεγονός καθαρά επικοινωνιακά.

Η Τουρκία έπειτα από αλλεπάλληλες διπλωματικές συγκρούσεις με πολλούς εταίρους της στο ΝΑΤΟ (βλ. Γαλλία, Ελλάδα κ.α.), αλλά και με στρατηγικούς της συμμάχους (βλ. Ρωσία) περνάει σε μια κατάσταση απομόνωσης και αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα συμμαχιών. Ωστόσο, δεν επιδιώκει την βελτίωση των συμμαχικών της σχέσεων και δεν επιθυμεί επαναπροσδιορισμό της θέσης της στη Δύση. Ο Τούρκος ηγέτης κυριευμένος από αλαζονεία και λαϊκισμό, θέλει για άλλη μια φορά να κάνει επίδειξη δύναμης κυρίως προς τους δυτικούς αλλά και την Ρωσία, καταρρίπτοντας την διαδεδομένη άποψη ότι ο Ερντογάν «γαβγίζει αλλά δεν δαγκώνει» και διεκδικώντας την θέση του απόλυτου ηγέτη που θα καταστήσει την Τουρκία μια περιφερειακή μουσουλμανική δύναμη με ηγεμονικές τάσεις στον σουνιτικό κόσμο.

Πάραυτα, η μετατροπή του Χριστιανικού ναού σε τέμενος δεν θα πρέπει να ληφθεί ως μια κίνηση εναντίον της Ελλάδας, αλλά ως μια παραβίαση που αφορά σε διεθνές επίπεδο την πολιτιστική κληρονομιά. Άλλωστε, o Ερντογάν διέβη τον Ρουβίκωνα ουκ ολίγες φορές, τολμώντας επιθετικές κινήσεις προς την δύση, με πραγματικό στόχο την συσπείρωση των νοσταλγών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που θα τον κρατήσουν στην εξουσία.

Σε περίπτωση που η Ελλάδα απαντήσει κάνοντας σπασμωδικές κινήσεις εν βρασμώ με όμοια αντίποινα, όπως αναστολή λειτουργίας τζαμιών στο έδαφος της, θα παίξει το παιχνίδι του «Σουλτάνου». Η απάντηση που θα δοθεί δεν θα πρέπει να έχει χαρακτήρα ρεβανσισμού, καθώς τέτοια κίνηση θα είναι η απόλυτη ευκαιρία για την Τουρκία να ξεσπάσει σε νέο εθνικιστικό και προπαγανδιστικό παραλήρημα εναντίον της Ελλάδας. Οι σχέσεις των δύο χωρών βρίσκονται ήδη επί ξηρού ακμής και οποιαδήποτε περαιτέρω όξυνση της κατάστασης θα λειτουργήσει αρνητικά για την Ελλάδα, αφού έχει γίνει πλέον φανερό, ότι στην τακτική των εκδικητικών αντιποίνων δεν μπορεί να ανταγωνιστεί την Τουρκία.

Επίσης, η ένταξη του συγκεκριμένου θέματος στην ατζέντα των θεμάτων της χώρας προς διαπραγμάτευση, δεν είναι η κατάλληλη επιλογή, αφού η Τουρκία θα εκμεταλλευθεί το γεγονός για να επωφεληθεί από γεωπολιτικές-γεωστρατηγικές υποχωρήσεις της Ελλάδας. Η συζήτηση δεν πρέπει να λάβει χώρα ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, για να μην αναγκαστεί η πρώτη να διαπραγματευθεί οποιοδήποτε κυριαρχικό της δικαίωμα, ως αντάλλαγμα για την λειτουργία της Αγίας Σοφίας ως μουσείο.

Αυτό που πρέπει να γίνει από την Ελληνική πλευρά, είναι να καταδικάσει το γεγονός και έχοντας γνώση όλων των παραμέτρων, μέσω της διπλωματικής οδού να πιέσει εταίρους, διεθνείς θεσμούς και οργανισμούς για να προβούν σε άμεσες και ισχυρές κυρώσεις κατά της Τουρκίας. Κυρώσεις που θα προέρχονται από την διεθνή κοινότητα και όχι αποκλειστικά από την Ελλάδα, τοποθετώντας το ζήτημα αυτό στη διεθνή διπλωματική σκακιέρα, αποφεύγοντας έτσι να το μετατρέψει σε εθνική αντιπαράθεση.

 

*Το άρθρο της κ. Ευθυμιάδου δημοσιεύτηκε στο blog PoliticsToday.news.blog